Παραπέμπονται για φυσική και ηθική αυτουργία σε φόνο εμπόρου ναρκωτικών με αντιφατικές καταθέσεις σε μια υπόθεση που είχε μείνει πέντε χρόνια στο συρτάρι.
Η δημόσια τοποθέτηση κατά της εμπορίας ναρκωτικών μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο εδώλιο του κατηγορουμένου για ηθική αυτουργία σε δολοφονία ναρκέμπορου; Σύμφωνα με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθήνας, είναι δυνατό να συμβεί.
Με βάση την ίδια δικαστική κρίση, οι αντιφατικές και αναξιόπιστες καταθέσεις μιας στοχευμένης δικογραφίας είναι ικανές ώστε να κατηγορηθούν πρόσωπα ως φυσικοί αυτουργοί δολοφονίας! Αξιοσημείωτο είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν, και μάλιστα σχεδόν πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία, σε μια υπόθεση που είχε «παγώσει» ουσιαστικά λόγω ανεπαρκών στοιχείων και χωρίς να εμφανιστούν νέα.
Λίγο μόλις καιρό μετά το δικαστικό φιάσκο που επιχειρούσε να καταστήσει τον Ρουβίκωνα εγκληματική οργάνωση συγχωνεύοντας σωρεία υποθέσεων –στο πρότυπο της υπόθεσης της Χρυσής Αυγής–, οι δικαστικές αρχές καθίζουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου δύο μέλη της αναρχικής συλλογικότητας. Αφερέγγυες, αναξιόπιστες και αντιφατικές καταθέσεις μαρτύρων στέλνουν σε δίκη τον Γιώργο Καλαϊτζίδη και τον Νίκο Ματαράγκα για ηθική και φυσική αυτουργία αντίστοιχα στην υπόθεση της δολοφονίας του Αιγύπτιου εμπόρου ναρκωτικών, γνωστού ως «Χαμπίμπι», πριν από σχεδόν πέντε χρόνια στα Εξάρχεια.
Ηθικός αυτουργός λόγω δημόσιας τοποθέτησης!
Στις 7 Ιουνίου 2016 ο «Χαμπίμπι» πέφτει νεκρός στη συμβολή των οδών Ερεσού και Θεμιστοκλέους. Σύμφωνα με μάρτυρες, δύο άντρες που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα πλησίασαν το σημείο όπου βρισκόταν, σταμάτησαν και άνοιξαν πυρ εναντίον του. Ο ίδιος υπέκυψε στα τραύματά του λίγη ώρα μετά στο νοσοκομείο.
Δεν είναι κρυφό ότι ο Ρουβίκωνας έχει αντιταχθεί πάμπολλες φορές στη διακίνηση ναρκωτικών που γίνεται στην περιοχή των Εξαρχείων. Μια δημόσια τοποθέτηση κατά των ναρκωτικών θεωρητικά δεν θα μπορούσε να έχει αρνητικό πρόσημο. Πρακτικά όμως φαίνεται ότι είναι ικανή να τοποθετήσει κάποιον στο μικροσκόπιο των αρχών και να τον οδηγήσει μέχρι και στο εδώλιο του κατηγορουμένου ως ηθικό αυτουργό σε δολοφονία.
Ο Γ. Καλαϊτζίδης παραπέμπεται σε δίκη ως ηθικός αυτουργός με μόνο «στοιχείο» τη δημόσια τοποθέτησή του κατά του εμπορίου ναρκωτικών στην περιοχή των Εξαρχείων αλλά και ειδικά κατά του εμπόρου ναρκωτικών «Χαμπίμπι», ο οποίος εκτός των άλλων προκαλούσε συχνά προβλήματα είτε παρενοχλώντας με σεξιστικά σχόλια γυναίκες είτε παίρνοντας μέρος σε καβγάδες.
Επιπλέον ο Γ. Καλαϊτζίδης κατηγορείται, σύμφωνα με το βούλευμα πάντα, επειδή ήταν παρών σε επίθεση με μαχαίρι που είχε δεχτεί παρέα αναρχικών από το θύμα και όσους ήταν μαζί του, ενώ είχε προηγηθεί η παρενόχληση γυναίκας και πάλι από τον «Χαμπίμπι».
Είναι τουλάχιστον προβληματικό το γεγονός ότι όταν κάποιος αντιτίθεται στη διακίνηση ναρκωτικών αυτόματα καθίσταται, σύμφωνα με την ελληνική Δικαιοσύνη, ικανός να συμβάλει στη δολοφονία ενός εμπόρου ναρκωτικών, ο οποίος μάλιστα, όπως καταθέτει η πλειονότητα των μαρτύρων, ήταν νευρικός, είχε αρκετούς εχθρούς, τσακωνόταν εύκολα και έβγαζε μαχαίρι χωρίς δεύτερη σκέψη, με αποτέλεσμα να εμπνέει φόβο και να έχει πολλούς εχθρούς.
Επίσης σημειώνεται ότι κατά το ποινικό μας σύστημα η ηθική αυτουργία στοιχειοθετείται από πράξεις πριν από τη διάπραξη του αδικήματος και στοιχεία που αποδεικνύουν τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός έπεισε τον δράστη να πάρει την απόφαση και να εκτελέσει το έγκλημα.
Προβληματική «αναγνώριση»!
Εν προκειμένω ως φυσικός αυτουργός κατηγορείται ο Ν. Ματαράγκας, επίσης έπειτα από αντιφατικές καταθέσεις που έδωσαν μάρτυρες σχετιζόμενοι με το θύμα και το εμπόριο ναρκωτικών στην περιοχή οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ήταν ο συνοδηγός της μηχανής.
Οι δράστες, σύμφωνα με πλήθος μαρτυρικών καταθέσεων, ήταν αδύνατο να αναγνωριστούν αφού είχαν καλυμμένα είτε όλα είτε τα περισσότερα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Ωστόσο δύο άτομα σχετιζόμενα με ναρκωτικά στην περιοχή και φίλοι του «Χαμπίμπι» κατονομάζουν τον Ν. Ματαράγκα ως συνοδηγό της μηχανής, πέφτοντας σε σειρά αντιφάσεων οι οποίες θα μπορούσαν εύλογα να χαρακτηρίσουν τις καταθέσεις τους αναξιόπιστες.
Αντ’ αυτού το δικαστικό συμβούλιο τις αναγνωρίζει ως «ακλόνητες», εγείροντας σοβαρά ερωτήματα ως προς την κρίση του, αφού πέρα από τις εξόφθαλμες αντιφάσεις είναι ξεκάθαρο ότι οι μάρτυρες διατηρούσαν σχέση εξάρτησης με το θύμα, το οποίο τους προμήθευε ναρκωτικά.
Βάσει αυτού θα έπρεπε να εγείρονται και ερωτήματα για το κατά πόσο οι εν λόγω καταθέσεις είναι προϊόν εκδίκησης εναντίον των αντιδρώντων στο καθεστώς της οργανωμένης διακίνησης ναρκωτικών στα Εξάρχεια.
Οι αντιφατικές καταθέσεις
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των αντιφάσεων είναι μια γυναίκα από το στενό περιβάλλον του «Χαμπίμπι», τοξικομανής, η οποία είχε δεσμό εξάρτησης με το θύμα. Στην κατάθεσή της αναφέρει ότι ξύπνησε από τον ήχο των πυροβολισμών, ισχυρισμό που με δική του κατάθεση διαψεύδει ο σύντροφός της, ο οποίος είπε: «Το σπίτι μου είναι λίγο πιο μακριά από τη Θεμιστοκλέους, γι’ αυτό μάλλον δεν ακούσαμε πυροβολισμούς ή φασαρία. Επειδή ήταν πρωί μπορεί και να κοιμόμασταν κιόλας».
Η ίδια αναφέρει ότι αυτόπτης μάρτυρας ο οποίος βρισκόταν στο σημείο της δολοφονίας μαζί με το θύμα τής εκμυστηρεύτηκε μετέπειτα πως αναγνώρισε τον Ν. Ματαράγκα ως συνοδηγό στη μηχανή που επέβαιναν οι δράστες. Ωστόσο ο ίδιος ο αυτόπτης μάρτυρας όταν κλήθηκε να καταθέσει από τις αρχές αρνήθηκε τους παραπάνω ισχυρισμούς, ενώ σε επίδειξη φωτογραφιών η μάρτυρας δεν αναγνώρισε το μέλος του Ρουβίκωνα.
«Είδα έναν άντρα με μαύρα ρούχα και μαύρο κράνος να έχει το χέρι του σηκωμένο προς τον “Χαμπίμπι”, να κρατάει όπλο και ο “Χαμπίμπι” είχε πέσει κάτω. Μαζί με αυτόν ήταν κι ένας άλλος άντρας με μαύρα ρούχα και κράνος. Δεν ξέρω ποιοι χτύπησαν τον “Χαμπίμπι” και δεν είδα πού πήγαν. Εγώ ξέρω ότι οι Αλβανοί τού έδιναν χόρτο και αυτός το πουλούσε» κατέθεσε χαρακτηριστικά ο αυτόπτης μάρτυρας.
Ωστόσο, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, ο ίδιος δεν επανέλαβε όσα ισχυρίζεται στην κατάθεσή της η εν λόγω μάρτυρας, ό,τι της μετέφερε σχετικά με τον κατηγορούμενο Ν. Ματαράγκα, «προφανώς καταλαμβανόμενος από φόβο».
Συμπέρασμα καθ’ όλα αστήρικτο, αφού δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο της δικογραφίας, γίνεται όμως η βάση που οδήγησε στην παραπομπή των κατηγορουμένων ενώπιον του δικαστηρίου.
Ακόμη ένα αντιφατικό στοιχείο που καταθέτει η ίδια μάρτυρας αφορά τα ρούχα που φορούσαν οι δράστες. Συγκεκριμένα, κατέθεσε ότι πάνω στη μηχανή ήταν «δύο άντρες, μαυροφορεμένοι, με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Ο οδηγός φορούσε κράνος μηχανής και μπουφάν μηχανής Dainese, ενώ ο συνοδηγός φορούσε “half face” κουκούλα…».
Αυτό έρχεται σε αντίφαση με τις καταθέσεις δύο άλλων μαρτύρων. Η πρώτη είναι μιας γυναίκας που εργάζεται στην περιοχή και κατέθεσε ότι ο δράστης «φορούσε χοντρό λαδί σκούρο μπουφάν σαν στρατιωτικό, το οποίο ήταν ανεβασμένο μέχρι επάνω και έφτανε τη μέση καθώς φαινόταν σαν να είχε λάστιχο στη μέση. Στο κεφάλι φορούσε μαύρη κουκούλα που κάλυπτε όλο το κεφάλι και μου έκανε εντύπωση ότι ήταν γυαλιστερή».
Η δεύτερη είναι η κατάθεση μάρτυρα, επίσης χρήστη, ανηλίκου την εποχή της δολοφονίας, από το στενό περιβάλλον του θύματος, ο οποίος είπε ότι ο οδηγός της μηχανής «φορούσε μαύρο δερμάτινο μπουφάν, μαύρο κράνος και από μέσα full face», ενώ ο συνοδηγός «δεν φορούσε κράνος, είχε half face κουκούλα που κάλυπτε από τον λαιμό μέχρι τη μύτη και φαίνονταν τα μάτια του και η καράφλα του». Προσθέτει δε ότι φορούσε κόκκινο χαρακτηριστικό μπουφάν Dainese. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγνώρισε τον Ν. Ματαράγκα ως συνοδηγό, καθώς, όπως είπε, τον έχει δει «πάρα πολλές φορές στην πλατεία» και προσθέτει μάλιστα ότι «είχε έρθει ένα βράδυ στην πλατεία δύο βδομάδες περίπου μετά από αυτό που έγινε στο “Χαμπίμπι” και έδιωξε εμένα και την παρέα μου γιατί νόμιζαν ότι πουλάμε μαύρο».
Ο εν λόγω μάρτυρας μάλιστα είναι και ο μόνος που αναφέρει ότι η μοτοσικλέτα με τους δράστες κινήθηκε από την οδό Δερβενίων στην Εμμ. Μπενάκη, ενώ οι περιγραφές όλων των υπόλοιπων μαρτύρων είναι εντελώς διαφορετικές.
«Ήταν παρανοϊκός»
Δεν είναι λίγοι οι μάρτυρες που υποστηρίζουν ότι το θύμα ήταν ευέξαπτο και συχνά έχανε την ψυχραιμία του με αποτέλεσμα να έχει εμπλακεί ποικιλοτρόπως σε διάφορους καβγάδες και διενέξεις. Όπως επισημαίνουν και οι ίδιοι αυτό από μόνο του συνθέτει ένα σκηνικό με πολλούς εχθρούς.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει μάρτυρας, «ο “Χαμπίμπι” ήταν παρανοϊκός. Δεν ήταν καλά. Τσακωνόταν πολύ εύκολα και με το παραμικρό τραβούσε μαχαίρι. Εχει τσακωθεί με πολύ κόσμο απ’ όλες τις φυλές».
Άλλος μάρτυρας λέει χαρακτηριστικά για το θύμα: «Πουλούσε ναρκωτικά πάνω στην πλατεία και μάλωνε συνέχεια με κόσμο. Ήταν τρελός και πολλές φορές είχε βγάλει και μαχαίρι σε κόσμο απ’ όσο άκουσα. Ακόμα και με τις γάτες μάλωνε. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να τον σκότωσε, αλλά, όπως σας είπα, μάλωνε συνέχεια».
Ακόμη ένας από τους μάρτυρες κατέθεσε: «Τον έβλεπα πολλές φορές, αλλά δεν του είχα μιλήσει ποτέ. Ούτε ναρκωτικά είχα πάρει από αυτόν, γιατί έκανε μαλακίες. Δηλαδή έβριζε όλο τον κόσμο και πολλές φορές είχε μαλώσει και είχε βγάλει μαχαίρι. Μια φορά είχα ακούσει ότι είχε μαλώσει με Αλγερινούς, αλλά δεν ξέρω κάτι παραπάνω. Μάλωνε με πολύ κόσμο και μπορεί ο καθένας να τον σκότωσε».
Μάρτυρες δύο «ομάδων»
Άξιο αναφοράς είναι ότι οι μάρτυρες της υπόθεσης είναι ουσιαστικά χωρισμένοι σε άτομα από το στενό περιβάλλον του «Χαμπίμπι» –οι μαρτυρικές καταθέσεις τους, όπως φαίνεται από τα παραπάνω, χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις– και αυτούς που δεν έχουν σχέση με το κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών στην περιοχή των Εξαρχείων, οι οποίοι δεν έχουν αναγνωρίσει ή εμπλέξει με οποιονδήποτε τρόπο τους δύο κατηγορούμενους.
Από την πρώτη στιγμή και οι δύο κατηγορούμενοι αρνούνται τις κατηγορίες και έχουν δημοσιεύσει σχετικά κείμενα στην ιστοσελίδα της συλλογικότητάς τους, κάνοντας λόγο για «κρατική σκευωρία» εναντίον τους.
Επισημαίνεται ότι την ευθύνη για τη δολοφονία του «Χαμπίμπι» είχαν αναλάβει οι Ενοπλες Ομάδες Πολιτοφυλάκων, οργάνωση που έκανε τότε την πρώτη και μοναδική εμφάνισή της.
Πολιτική επιλογή η παραπομπή τους
Η παραπομπή των μελών του Ρουβίκωνα σε δίκη με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας συνιστά αναμφίβολα πολιτική επιλογή, αφού το περιεχόμενο της δικογραφίας ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων την καθιστά ανεπίδεκτη σοβαρής δικαστικής διερεύνησης κι ως εκ τούτου έπρεπε να έχει τεθεί προ πολλού στο αρχείο.
Το γεγονός ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών παρέπεμψε αυτήν τη δικογραφία στο ακροατήριο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών σημαίνει ότι ακόμη και οι πιο άτεχνες αστυνομικές κατασκευές έχουν τη δυνατότητα να μετουσιώνονται σε βαρύτατες δικαστικές διώξεις, κυρίως όταν οι κατηγορούμενοι έχουν αναπτύξει έντονη πολιτική δράση και έχουν αποκτήσει σταθερή απεύθυνση στην κοινωνία.
Το όλο εγχείρημα αποτελεί σαφή προσπάθεια σπίλωσης των μελών του Ρουβίκωνα και απάντηση σε όσους αμφιβάλλουν ότι η διακίνηση ναρκωτικών είναι καθαρά κρατική υπόθεση. Η απαλλαγή τους από κάθε κατηγορία αποτελεί τη μοναδική διέξοδο από αυτό το δικαστικό ατόπημα, τονίζει η συνήγορος των κατηγορουμένων, Άννυ Παπαρρούσου.