Δικαστική έρευνα – κοροϊδία για τις υποκλοπές

Δικαστική έρευνα – κοροϊδία για τις υποκλοπές
Το βούλευμα είναι μεν νίκη της ελευθεροτυπίας και της δημοκρατίας αλλά και ένα ηχηρό χαστούκι στους συνωμότες των σκοτεινών υπογείων του Μαξίμου

Από συρτάρι σε συρτάρι επί δύο μήνες η δικογραφία για τον Κουκάκη – Σαλαμοποίηση των υποθέσεων και έρευνα άνευ ουσίας από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Μια πρωτοφανής κατάσταση που οδηγεί στη συγκάλυψη του σκανδάλου των κυβερνητικών παρακολουθήσεων εκτυλίσσεται στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης, όπως αποκαλύπτει σήμερα το Documento, με την τυφλή Θέμιδα να αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά φοβική και απρόθυμη να προστατέψει τον πολίτη από ποινικά κολάσιμες αυθαιρεσίες του κρατικού μηχανισμού που παραβιάζουν κατάφωρα κατοχυρωμένα δικαιώματα, και πίσω από τις οποίες βρίσκεται η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Την ώρα που η χώρα συνταράσσεται από το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών που την έχει εκθέσει διεθνώς, καθώς η κυβέρνηση πιάστηκε με τον κοριό στο αυτί, ο βασικός πυλώνας της δημοκρατίας, η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, σφυρίζει αδιάφορα.

Επί δύο μήνες παρέμενε στα αζήτητα στα γραφεία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών η πρώτη δικογραφία που είχε σχηματιστεί στα μέσα του περασμένου Απριλίου για την παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη. Αν και επρόκειτο για ζήτημα μείζονος δημόσιου ενδιαφέροντος που έχει να κάνει με τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας, ο εισαγγελέας Αντώνης Ελευθεριάνος που ανέλαβε την έρευνα ανέθεσε σε μια απλή πταισματοδίκη τη λήψη καταθέσεων από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.

Κάτι που σύμφωνα με νομικές πηγές ναι μεν συνηθίζεται στη Δικαιοσύνη, αλλά όχι για τόσο σοβαρές υποθέσεις, που φέρουν και τον χαρακτηρισμό της επείγουσας, καθώς είναι απαραίτητη η εισαγγελική εμπειρία. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι από τον περασμένο Ιούνιο, οπότε η δικογραφία επέστρεψε από την πταισματοδίκη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, μέχρι και πριν από λίγες ημέρες δεν είχε ανατεθεί σε εισαγγελέα.

Είναι άγνωστο δε πού θα βρισκόταν ακόμη και σήμερα η δικογραφία για τις παρακολουθήσεις Κουκάκη εάν δεν ξεσπούσε τις τελευταίες 15 ημέρες εγχώριος και διεθνής σάλος για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, μετά και τις αποκαλύψεις για την παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου και του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη.

Ενώ η πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου κλυδωνίζεται από το ελληνικό Watergate, που προφανέστατα έχει εκτός από πολιτικές και σοβαρές ποινικές προεκτάσεις, η ελληνική Δικαιοσύνη διά συγκεκριμένων εκπροσώπων της δείχνει για ακόμη μια φορά να μην ενδιαφέρεται για την ουσία της υπόθεσης, αλλά για το πώς θα εντοπίσει (για να τους τραβήξει το αυτί;) αυτούς που επέτρεψαν να διαρρεύσει το σκάνδαλο και όχι αυτούς που το έστησαν. Ετσι, κατά την προσφιλή της τακτική, που αποδεδειγμένα οδηγεί σε συγκάλυψη, η υπόθεση υπέστη πλήρη σαλαμοποίηση.

Δύο απολύτως σχετικές μεταξύ τους δικογραφίες –τρεις μέχρι πριν από λίγο καιρό– βρίσκονται ανοιχτές στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, ενώ έρευνα διενεργεί προσωπικά και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος για το πώς διέρρευσαν τα στοιχεία των παρακολουθήσεων στους παρακολουθούμενους και όχι για την ουσία του σκανδάλου.

Είναι εντυπωσιακό ότι ο ανώτατος εισαγγελέας υπό το πρόσχημα της «εθνικής ασφάλειας» ψάχνει να εντοπίσει το «βαθύ λαρύγγι» του ελληνικού Watergate αντί να ερευνήσει ποιοι ενορχήστρωσαν τις υποκλοπές που υπονομεύουν την ίδια τη λειτουργία των θεσμών και της δημοκρατίας ζητώντας παράλληλα την ενοποίηση όλων των δικογραφιών σε μία, υπό την εποπτεία, αν όχι του ίδιου, ενός έμπειρου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Οπως είχε πράξει κατά τη διάρκεια των ερευνών για τη Χρυσή Αυγή.

Την ίδια ώρα εκκωφαντική είναι η σιωπή των λαλίστατων συνήθως δικαστικών ενώσεων για τις τρομακτικές παραβιάσεις της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας οι οποίες καταλύουν κάθε έννοια κράτους δικαίου. Δεν έχουν αρθρώσει λέξη για τη μετατροπή της συναδέλφου τους εισαγγελέα της ΕΥΠ Βασιλικής Βλάχου σε νομιμοποιητή πρακτικών παρακράτους, αφού καθημερινά υπογράφει χωρίς κανέναν έλεγχο δεκάδες διατάξεις για παρακολουθήσεις τηλεφώνων με το αόριστο και επισφαλές πρόσχημα των «λόγων εθνικής ασφάλειας».

Κι αυτό είναι ακόμη μια απόδειξη ότι για όσα συμβαίνουν στη χώρα μεγάλο μέρος ευθύνης έχει η Δικαιοσύνη. Εξαίρεση στον κανόνα ήταν τα έξι μέλη της μειοψηφίας της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ) που με παρέμβασή τους στηλίτευσαν την αφωνία της.

Δύο μήνες στα αζήτητα η δικογραφία για Κουκάκη

Στα μέσα του περασμένου Απριλίου η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθήνας Σωτηρία Παπαγεωργοπούλου διέταξε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σχετικά με την υπόθεση παρακολούθησης του δημοσιογράφου Θ. Κουκάκη ύστερα από σχετικά δημοσιεύματα, ενώ στη συνέχεια μηνυτήρια αναφορά υπέβαλε και το θύμα της υπόθεσης. Ηταν μόλις η αρχή των αποκαλύψεων για το ελληνικό Watergate της κυβέρνησης του Κυρ. Μητσοτάκη. Η έρευνα ανατέθηκε στον έμπειρο εισαγγελέα Πρωτοδικών Αντ. Ελευθεριάνο και αφορούσε το κατά πόσο έχει τελεστεί η αξιόποινη πράξη της παραβίασης τηλεφωνικού απορρήτου στην περίπτωση Κουκάκη, όπως επίσης ποια πρόσωπα εμπλέκονταν στη δυσώδη υπόθεση των παρακολουθήσεων. Ο εισαγγελέας Ελευθεριάνος διαβίβασε τη δικογραφία σε πταισματοδίκη προκειμένου να πάρει καταθέσεις από εμπλεκόμενα πρόσωπα, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση.

Σύμφωνα με πηγές από τον χώρο της Δικαιοσύνης, η διαβίβαση δικογραφίας από εισαγγελέα σε πταισματοδίκη είναι κάτι σύνηθες στη Δικαιοσύνη αλλά όχι σε υποθέσεις μείζονος ενδιαφέροντος, οι οποίες πρέπει να διερευνώνται ενδελεχώς καθώς ουδείς αποκλείει το ενδεχόμενο να μην αφορούν μεμονωμένο περιστατικό αλλά να έχουν ευρύτερες διαστάσεις. Εν προκειμένω δεν πρόκειται για υπόθεση που έχει να κάνει με κάποια απλή τροχαία παράβαση αλλά για παρακολούθηση του τηλεφώνου ενός δημοσιογράφου.

Η δικογραφία επέστρεψε από το πταισματοδικείο στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθήνας στις 22 Ιουνίου. Μεταξύ όσων εξετάστηκαν από την πταισματοδίκη ήταν και ο ίδιος ο δημοσιογράφος Θ. Κουκάκης, ο οποίος κατέθεσε ως μάρτυρας μέσω υπομνήματος. Θα περίμενε κανείς ότι γρήγορα η δικογραφία είτε θα χρεωνόταν εκ νέου στον εισαγγελέα Ελευθεριάνο είτε σε κάποιον άλλο εισαγγελέα προκειμένου να συνεχίσει με γοργούς ρυθμούς την έρευνα. Μάταια όμως. Μέχρι και πριν από λίγες μέρες η δικογραφία βρισκόταν… ξεχασμένη σε κάποιο συρτάρι κάποιου γραφείου της εισαγγελίας.

Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα και παρά το γεγονός ότι από τις αρχές Αυγούστου η πολιτική ζωή του τόπου κλυδωνίζεται από το ελληνικό Watergate, μετά και τις αποκαλύψεις για την παρακολούθηση του τηλεφώνου και του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκη, με τις παρακολουθήσεις να γίνονται πρώτο θέμα σε κορυφαία διεθνή ΜΜΕ, όπως οι «New York Times», το BBC ή η «Washington Post» – η εφημερίδα που είχε αποκαλύψει το σκάνδαλο Watergate το 1972 που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης του Ρίτσαρντ Νίξον.

Εντυπωσιακά αργοί οι ρυθμοί της Δικαιοσύνης

Είναι εντυπωσιακό ότι παρά τον εγχώριο και διεθνή σάλο τα αντανακλαστικά της Δικαιοσύνης ήταν αργά έως προκλητικά αδιάφορα, σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς κατά πόσο υπάρχει πραγματικά η επιθυμία για διεξοδική έρευνα, εντοπισμό των υπευθύνων, φυσικών και ηθικών αυτουργών –αυτών δηλαδή που κρύβονται πίσω από την εντολή παρακολούθησης– και επιμερισμού εντέλει του ποινικού καταλογισμού.

Τελικά, λίγο μετά τον Δεκαπενταύγουστο η ξεχασμένη δικογραφία για την παρακολούθηση Κουκάκη αναγκαστικά έπρεπε να «κινηθεί» και όντως χρεώθηκε ξανά στον εισαγγελέα Ελευθεριάνο. Ο εισαγγελέας όμως διαβίβασε για άλλη μία φορά τη δικογραφία σε πταισματοδίκη –για συμπληρωματικές ίσως καταθέσεις ή για κάποιον άλλο λόγο–, όπως έκανε και τον περασμένο Απρίλιο.

Να σημειωθεί ότι για την υπόθεση της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του δημοσιογράφου Κουκάκη έχει σχηματιστεί και δεύτερη δικογραφία στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, έπειτα από αναφορά που κατέθεσαν οι δημοσιογράφοι Νίκος Λεοντόπουλος και Θεόδωρος Χονδρόγιαννος. Τη συγκεκριμένη έρευνα είχε αναλάβει ο εισαγγελέας πρωτοδικών Γιώργος Νούλης. Αν και επρόκειτο για την ίδια υπόθεση με αυτήν του Κουκάκη, εντούτοις μέχρι και πριν από λίγες ημέρες διεξάγονταν δύο παράλληλες έρευνες. Τελικά συνενώθηκαν σε μία υπό τον εισαγγελέα Ελευθεριάνο.

Προσχηματική έρευνα

Εκτός από τις δικογραφίες για την παρακολούθηση Κουκάκη, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών έχει σχηματιστεί ακόμη μία για την παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκη, έπειτα από μηνυτήρια αναφορά που κατέθεσε ο ίδιος. Την έρευνα έχει αναλάβει ο εισαγγελέας πρωτοδικών Σπυρόπουλος και διεξάγεται προανάκριση από το τμήμα Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της ΕΛΑΣ.

Είναι ακόμη μία δικογραφία που έχει σχηματιστεί στη Δικαιοσύνη για το σκάνδαλο του ελληνικού Watergate αλλά όχι και η τελευταία. Αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της παρακολούθησης Ανδρουλάκη ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισ. Ντογιάκος ξεκίνησε ο ίδιος προσωπικά ποινική προκαταρκτική εξέταση. Η έρευνα Ντογιάκου όμως είχε μια πρωτοτυπία. Δεν αφορούσε αυτή καθαυτή την ουσία του σκανδάλου των παρακολουθήσεων, αλλά το πώς διέρρευσαν τα στοιχεία στους παρακολουθούμενους. Με απλά λόγια, για τον ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό που τοποθετήθηκε επί κυβέρνησης Μητσοτάκη έχει μεγαλύτερη σημασία ποιος είναι το «βαθύ λαρύγγι» του ελληνικού Watergate και όχι ποιοι ενορχήστρωσαν τις παρακολουθήσεις.

Το σκεπτικό πάντως της παρέμβασης του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είχε να κάνει, σύμφωνα με πληροφορίες του Documento, με «λόγους εθνικής ασφάλειας» που σχετίζονται με τη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών της χώρας. Ορισμένοι βέβαια στον χώρο της Δικαιοσύνης χαρακτηρίζουν «προσχηματικό» και το σκεπτικό της έρευνας Ντογιάκου αλλά και την εξήγησή του ότι ήδη διενεργούνται έρευνες επί της ουσίας από άλλους εισαγγελικούς λειτουργούς. Θέτουν μάλιστα το ερώτημα κατά πόσο η Δικαιοσύνη θέλει πράγματι να ρίξει άπλετο φως στο σκάνδαλο των υποκλοπών και να αποδώσει ευθύνες στους πραγματικούς ενόχους ή θέλει απλώς να διεξαγάγει μια έρευνα για τα μάτια του κόσμου που θα καταλήξει στο αρχείο.

Δεν είναι λίγοι μάλιστα οι έμπειροι νομικοί που με δημόσιες τοποθετήσεις τους έχουν ασκήσει κριτική για τις μέχρι τώρα κινήσεις λειτουργών της Δικαιοσύνης. Χαρακτηριστικό είναι πρόσφατο άρθρο του γνωστού ποινικολόγου Γιάννη Μαντζουράνη στο οποίο διατυπώνει τις νομικές του απόψεις επί του θέματος με συγκεκριμένα νομικά επιχειρήματα.

Συγκεκριμένα, ο ποινικολόγος έγραψε χαρακτηριστικά: «…η Ελληνική Δικαιοσύνη δεν δείχνει τα απαραίτητα αντανακλαστικά ταχείας αντίδρασης» αλλά «παραδέρνει» μεταξύ των ερευνών της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και της έρευνας του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Οπως αναφέρει: «και μόνο η θέση στην ιεραρχική κλίμακα των δύο εισαγγελέων, που διενεργούν τις δύο προκαταρκτικές έρευνες, αποδεικνύει ότι η ενιαία Εισαγγελική Αρχή αποδίδει μεγαλύτερη αξία και σημασία στο να εντοπισθούν όσοι αποκάλυψαν το σκάνδαλο των υποκλοπών και τα συνδεόμενα με αυτό εγκλήματα και όχι όσοι διέπραξαν τις σχετικές αξιόποινες πράξεις, με επιδιωκόμενη συνέπεια τον εκφοβισμό των ερευνητών δημοσιογράφων και την αποτροπή νέων αποκαλύψεων».

Επίσης, σύμφωνα με ανώτερους εισαγγελείς που έχουν χειριστεί εξαιρετικά σοβαρές υποθέσεις μείζονος δημόσιου ενδιαφέροντος, οι έρευνες για το σκάνδαλο των υποκλοπών έχουν σαλαμοποιηθεί. Η σαλαμοποίηση, σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πηγές, είναι συχνό κόλπο για να χαθεί μια υπόθεση, αφού στοιχεία που συνδέονται μεταξύ τους εμφανίζονται αποσπασματικά σε διάφορες δικογραφίες στα χέρια πολλών εισαγγελέων.

Ενιαία έρευνα και ανάθεση σε εφέτη ανακριτή

Στην περίπτωση του ελληνικού Watergate προκύπτουν σαφείς παραβιάσεις της νομοθεσίας, του Συντάγματος της Ελλάδας, της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΕΕ, άρθρο 39), της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ, άρθρο 16), του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Χάρτης ΘΔ, άρθρα 7 και 8) αλλά και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, άρθρο 8), όπως προκύπτει από τις δημόσιες τοποθετήσεις έμπειρων νομικών αλλά και συνταγματολόγων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε δημόσια τοποθέτησή του ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος υποστήριξε ότι «υποκλοπές τηλεφωνικών επικοινωνιών κατά παράβαση του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ., […] συνιστούν πρωτίστως αξιόποινη πράξη. Δεν υπάρχει δε ούτε στοιχειώδης νομιμοφάνεια όταν παραβιάζεται το απόρρητο των επικοινωνιών ευρωβουλευτή, που διαθέτει σε εθνικό επίπεδο τη νομική προστασία του βουλευτή, με επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας. Το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 ως ειδικότερη διάταξη θέτει, απευθείας εκ του Συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ. 1. Τα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του ΧΘΔ της ΕΕ ενισχύουν και δεν απομειώνουν τις εγγυήσεις. Δεν μπορεί να παρακολουθείται βουλευτής ή ευρωβουλευτής και κατά μείζονα λόγο αρχηγός κόμματος για λόγους “εθνικής ασφαλείας” ενδογενείς ή πολύ περισσότερο “εισαγόμενους”».

Σε δημόσια τοποθέτησή του ο Γ. Μαντζουράνης είναι σαφής και ξεκάθαρος σχετικά με την ύπαρξη ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών, ενώ κάνει λόγο ακόμη και για ύπαρξη «εγκληματικής οργάνωσης».

«…Και μόνον ο αριθμός των εισαγγελικών εντολών άρσης απορρήτου επικοινωνιών με πρόσχημα λόγους εθνικής ασφάλειας καθιστά σαφές ότι το πλημμέλημα της παραβίασης του τηλεφωνικού απορρήτου (άρθρο 370Α ΠΚ) και το κακούργημα της παραβίασης προσωπικών δεδομένων (άρθρο 38 ν. 4624/2019) διεπράχθησαν από περισσότερα των τριών πρόσωπα, που συγκρότησαν και εντάχθηκαν ως μέλη σε –επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση– οργάνωση και επιδιώκουν την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων σε βάρος αγνώστου –πλην μεγάλου– αριθμού ανθρώπων (άρθρο 187 ΠΚ)».

Το παρακράτος και ο ρόλος της εισαγγελέα

Από τα επίσημα στοιχεία της ΑΔΑΕ προκύπτει ότι μόνο για το 2021 εκδόθηκαν 15.475 εισαγγελικές διατάξεις για «νόμιμες συνακροάσεις» για λόγους «εθνικής ασφαλείας». Πρόκειται για συνακροάσεις που δεν εξειδικεύονται σαφώς, τις οποίες υπέγραψε χωρίς καν να έχει τη δυνατότητα –εάν υποτεθεί ότι είχε την επιθυμία– να τις μελετήσει ενδελεχώς προτού τις επικυρώσει η εισαγγελέας της ΕΥΠ Β. Βλάχου. Η ίδια άλλωστε αποτελεί κεντρικό πρόσωπο στο σκάνδαλο των υποκλοπών και ο ρόλος της θα πρέπει να διερευνηθεί για την ύπαρξη τυχόν ποινικών αλλά και πειθαρχικών ευθυνών.

Σύμφωνα μάλιστα με νομικές πηγές, εάν πράγματι η Δικαιοσύνη, που εδώ εμφανίζεται για ακόμη μια φορά να εργαλειοποιείται διά της συνεισφοράς της εισαγγελέα της ΕΥΠ, ήθελε να ερευνήσει το σκάνδαλο των υποκλοπών, τότε θα έπρεπε οι δικογραφίες να ενοποιηθούν και να ανατεθεί η υπόθεση σε εφέτη ανακριτή «για τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα κακουργήματα και τα συναφή πλημμελήματα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας». Κάτι τέτοιο είχε γίνει στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, όταν προϊστάμενος στο Εφετείο ήταν ο Ισ. Ντογιάκος, όπου μια σειρά από δικογραφίες συνενώθηκαν και έτσι η έρευνα της Δικαιοσύνης έφερε αποτελέσματα.

Η εκκωφαντική σιωπή των δικαστικών ενώσεων

Την ίδια ώρα, αλγεινές εντυπώσεις προκαλεί η εκκωφαντική σιωπή των δικαστικών ενώσεων. Οι συνήθως λαλίστατες δικαστικές ενώσεις με ζηλευτά αντανακλαστικά όταν πρόκειται για συντεχνιακά τους ζητήματα, όπως η ΕνΔΕ η μεγαλύτερη του δικαστικού σώματος, που σπεύδουν να στηλιτεύσουν κάθε εύλογη, και επιβεβλημένη, καλόπιστη κριτική για αμφιλεγόμενες αποφάσεις, για ένα ζήτημα τόσο κομβικό που άπτεται της προστασίας ιερών για τη δημοκρατία μας διατάξεων κωφεύουν προκλητικά.

Σιωπούν μπροστά στο… τσουνάμι των καταπατήσεων αλλά και των ερωτημάτων που προκαλούνται για την εργαλειοποίηση της ίδιας της Δικαιοσύνης μέσω του «νομιμοποιητικού» και όχι ουσιαστικού ρόλου που καλείται να διαδραματίσει ένας εισαγγελικός λειτουργός και δη ο εποπτεύων την ΕΥΠ εισαγγελέας, δηλαδή η εισαγγελέας Β. Βλάχου.

Οι μόνοι –και προς τιμήν τους– που τοποθετήθηκαν με μια ανακοίνωση ουσίας είναι τα έξι μέλη της μειοψηφίας της ΕνΔΕ που στηλιτεύουν την αφωνία της ένωσης και συγκεκριμένα οι Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ – εφέτης, Χαράλαμπος Σεβαστίδης, εφέτης, Παντελής Μποροδήμος, πρωτοδίκης, Μιχάλης Τσέφας, πρόεδρος πρωτοδικών, Ιωάννης Ασπρογέρακας, πρόεδρος πρωτοδικών, Εφη Κώστα, ειρηνοδίκης. Οι συγκεκριμένοι δικαστές εκφράζουν την αγωνία τους «για τις εξελίξεις και τη συστηματική παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, άλλων αξιωματούχων και δημοσιογράφων από την κρατική διοίκηση», ενώ στέκονται κατηγορηματικά αντίθετοι και στην τροπολογία της κυβέρνησης Κυρ. Μητσοτάκη με την οποία πλέον, όπως επισημαίνουν, «η άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν είναι πλέον δυνατό να κοινοποιηθεί στον παρακολουθούμενο από την ΑΔΑΕ μετά τη λήξη της, ενώ αντίθετα είναι εφικτό αυτό για την άρση απορρήτου για τη διακρίβωση εγκλημάτων».

Τονίζουν μάλιστα και αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, ότι δηλαδή «η συμμετοχή της δικαστικής εξουσίας στον έλεγχό της πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι τυπική», καθώς «μόνο έτσι οι συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα θα λάβουν νόημα και ουσία, ώστε να αποκατασταθεί και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη στους δημοκρατικούς θεσμούς». Κατά τα άλλα, πλήρης αφωνία.

Documento Newsletter