Μια πολύ σημαντική απόφαση για τους εργαζόμενους έλαβε το Β2 Τμήμα του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, αποφάσισε πως δεν ασκούνται καταχρηστικά οι αξιώσεις που πηγάζουν από τη σύμβαση εργασίας, λ.χ. διαφορές αποδοχών, υπερωρίες, απασχόληση Κυριακών, εορτών, κ.λπ., ακόμη και αν έχουν περάσει τρία χρόνια από την ημέρα της απόλυσης και ανεξάρτητα από το αν κατά το διάστημα της απασχόλησής του ο εργαζόμενος δεν εκδήλωσε κάποια διαμαρτυρία για τη μη καταβολή αυτών.
Ο απόφαση ουσιαστικά δικαίωσε εργάτη, χειριστή τσάπας, που εργαζόταν στα έργα κατασκευής της Εγνατίας Οδού, ο οποίος προσέφυγε στα δικαστήρια τρία χρόνια μετά την απόλυσή του διεκδικώντας διαφορές ύψους 250.479 ευρώ.
Ειδικότερα, ο Άρειος Πάγος με την υπ΄ αριθμ. 909/2017 απόφασή του αναίρεσε εφετειακή απόφαση που δέχθηκε ότι δεν πρέπει να καταβληθεί στον εν λόγω εργάτη το ποσό των 250.479 ευρώ, το οποίο ανέκυψε κατά τον χρόνο απασχόλησής του από μη καταβληθείσες αποδοχές υπερωριακής εργασίας και κυριακάτικης εργασίας (προσαύξηση 75% για την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές), κ.λπ., καθώς αφενός διεκδίκησε το επίμαχο πόσο τρία χρόνια μετά τη νόμιμη απόλυσή του και αφετέρου το διάστημα που εργαζόταν δεν διαμαρτυρήθηκε για τις επίμαχες οικονομικές διαφορές.
Αναλυτικότερα, το Β2 Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε ότι «επί αξιώσεων απολυθέντος εργαζομένου για την καταβολή οφειλομένων αποδοχών, επιδομάτων κ.λπ., μόνη η έλλειψη διαμαρτυρίας αυτού για τη μη καταβολή τους κατά το χρόνο που παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο εργοδότη δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στον τελευταίο (σ.σ.: τον εργοδότη) ότι δεν προτίθεται ν’ ασκήσει (σ.σ.: ο εργαζόμενος) τις αξιώσεις αυτές».
Ακόμη, η αρεοπαγιτική απόφαση αναφέρει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα (απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος) και στο πλαίσιο των περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεων του μέσου χρηστού κοινωνικού ανθρώπου, οι εργασιακές αξιώσεις θεωρείται ότι δεν ασκούνται καταχρηστικά όταν αυτό δικαιολογείται επαρκώς, και όταν η όλη συμπεριφορά του εργαζομένου, αλλά και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή τους.
Ακόμη, αναφέρουν ότι μόνη η αδράνεια του εργαζομένου για κάποιο (ακόμη και μεγάλο) χρονικό διάσημα δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί ότι δεν πρόκειται ο εργαζόμενος να ασκήσει εναντίον του εργοδότη του τις αξιώσεις που πηγάζουν από την εργασιακή του σύμβαση.