Για απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς και προσωπικές επιθέσεις κατά δικαστών, κάνει λόγο η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ), αναφερόμενη στην κριτική που άσκησε η Ζωή Κωνσταντοπούλου ύστερα από την απόρριψη του αιτήματός της από το Ειρηνοδικείο Αθηνών, για σύσταση σωματείου με την επωνυμία «Δικαιοσύνη για Όλους».
Η πρώην Πρόεδρος της Βουλής, απηύθυνε δριμύτατους και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος Ειρηνοδίκη της Αθήνας που απέρριψε το αίτημά της για σύσταση του εν λόγω σωματείου με το οποίο η κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου φιλοδοξούσε να εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των Ελλήνων πολιτών και να δηλώνει πολιτική αγωγή στα δικαστήρια σε δίκες μείζονος ενδιαφέροντος, όπως είναι η υπόθεση της Ζίμενς.
Παρά μάλιστα στην απόρριψη του αιτήματός της από το Ειρηνοδικείο, παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας, όπου επρόκειτο να εκδικαστεί η υπόθεση της Ζίμνενς και ζήτησε, αγορεύοντας επί μακρόν, να νομιμοποιηθεί ως παράσταση πολιτικής αγωγής. Το αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό νομικά θα το αποφασίσει το δικαστήριο στην επόμενη συνεδριάσή του στις 15 Μαρτίου.
Σε ανακοίνωσή της, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αναφέρει ότι είναι αυτονόητο το δικαίωμα κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις, ακόμη και στους δικαστές που εκδίδουν τις αποφάσεις, αλλά οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί και οι προσωπικές επιθέσεις κατά δικαστών και ειδικά όταν αυτοί προέρχονται από πολιτικά πρόσωπα, οξύνουν αδικαιολόγητα μία ήδη τεταμένη κατάσταση και δίνουν αφορμές για ευθεία αμφισβήτηση και απονομιμοποίηση των συνταγματικών θεσμών.
Ειδικότερα, η ΕΔΕ αναφέρει ότι στο αίτημα που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών για σύσταση σωματείου, η απόφαση του δικαστηρίου ήταν απορριπτική, διότι κατά την κρίση του δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις και προσθέτει: «Τα ιδρυτικά μέλη του Σωματείου προχώρησαν στη συνέχεια σε συνέντευξη Τύπου ασκώντας σκληρή κριτική σε βάρος της προέδρου του δικαστηρίου».
«Το δικαίωμα στην άσκηση κριτικής είναι αυτονόητο, ακόμα κι όταν στρέφεται κατά δικαστικών λειτουργών ή των αποφάσεων που αυτοί εκδίδουν» αναφέρει η Ένωση, επισημαίνοντας: «Απαξιωτικοί ωστόσο χαρακτηρισμοί και προσωπικές επιθέσεις, όπως ότι “δικαστικός λειτουργός αναλαμβάνει να βάλει τη σφραγίδα της Δικαιοσύνης στην πιο φασιστική, στην πιο χουντική απόφαση που μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος (και νομικός) νους” και ότι “…δεν θα πειθαρχήσουμε στην φασιστική απόφαση του Ειρηνοδικείου…”, ιδίως όταν προέρχονται από πολιτικά πρόσωπα, οξύνουν αδικαιολόγητα μία ήδη τεταμένη κατάσταση και δίνουν αφορμές για ευθεία αμφισβήτηση και απονομιμοποίηση των συνταγματικών θεσμών».