Δικαίωμα να είναι κάθε μέρα Κυριακή

Δικαίωμα να είναι κάθε μέρα Κυριακή

Δύο πανεπιστημιακοί καταθέτουν την άποψή τους για το αν το «οκτώ και παραπάνω ώρες για να κάνουμε ό,τι θέλουμε» μπορεί να γίνει από σύνθημα πράξη

Στους δρόμους της διαδήλωσης την Πρωτομαγιά της τέταρτης αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου, εν έτει 2018, επτά χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο στην Ελλάδα, ακούστηκαν αιτήματα που οι μετρητές της καπιταλιστικής κερδοφορίας ξορκίζουν: λιγότερος χρόνος εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών και περισσότερος ελεύθερος χρόνος. Κοντεύει να γίνει… vintage το εργατικό τραγούδι των Αμερικανών εργατών της δεκαετίας 1880-90 που σηματοδότησε τη διεκδίκηση «Οκτώ ώρες για εργασία, οκτώ ώρες για ανάπαυση και οκτώ ώρες για ό,τι θέλουμε». Για δες τη μερική απασχόληση που ανθεί τώρα – έχει από χρόνια εδραιωθεί· για δες τον «νεκρό χρόνο» που η επιχείρηση κρατάει «όμηρο» τον εργαζόμενο για την επόμενη «αποστολή» ως απασχολήσιμο· για δες τις αμοιβές που δεν φτάνουν για να ζει κανείς. Και στην ουρά πάνω από 1 εκατομμύριο άνεργοι εδώ και 17,4 εκατομμύρια οι άντρες και γυναίκες χωρίς δουλειά συνολικά στις 28 χώρες της ΕΕ.

Η σταθερή εργασία και αυτό το «ό,τι θέλουμε» στον ελεύθερο χρόνο δημιουργικής δράσης μέσα σε ένα συλλογικό όραμα για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση παραμένει. Οπως λέει και το τραγούδι εκείνων των παλιών εργατών, «σκοπεύουμε ν’ αλλάξουμε τα πράγματα. Οχι πια να μοχθούμε απ’ τα χαράματα. Ισα ίσα μόνο για να ζούμε, να μην έχουμε ποτέ μια ώρα για να σκεφτούμε. Θέλουμε να νιώσουμε τον ήλιο, θέλουμε να μυρίσουμε τα άνθη…».

Πού και πού σαν περιπτωσιολογία (των αποπροσανατολιστικών πειραματισμών) πετάγεται η Σουηδία και δοκιμάζει στο Γκέτεμποργκ σε κάποιους εργασιακούς χώρους εξάωρες βάρδιες και ίδιο μισθό ή, πρόσφατα, ελληνική βιομηχανία που δίνει «μπόνους» στους εργαζόμενους λιγότερο χρόνο εργασίας. Ας ακουστεί δυνατά –εποχή τεράστιας τεχνολογικής ανάπτυξης– ότι το δικαίωμα στη δουλειά με αξιοπρέπεια ταιριάζει με το δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο ή το δικαίωμα στην «τεμπελιά» – χωρίς να ξεχνάμε ότι και ο μαρξιστής Πολ Λαφάργκ δεν ύμνησε ποτέ το «δεν κάνω τίποτε» αλλά το «δημιουργώ ελεύθερα». Υπό τους ήχους της εμβληματικής φράσης του Μαρξ «το αληθινό βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει εκεί που σταματά η αναγκαιότητα, εκεί που η εργασία δεν μετατρέπεται σε εμπόρευμα αλλά αποτελεί αυτοσκοπό και µέσο για να εκφράσει ο άνθρωπος τις πλούσιες δημιουργικές του ικανότητες […]».

Για το δικαίωμα στην «τεμπελιά» μιλούν στο Documento ο καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων Γιάννης Κουζής και η εικαστικός Εύα Μελά.

Γιάννης Κουζής

Κοσμήτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Το απάνθρωπο 35άωρο της Γαλλίας

Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει στο Documento ο καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων και κοσμήτορας στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου Γιάννης Κουζής, μια υποχώρηση στο διαχρονικό αίτημα του εργατικού κινήματος για τη μείωση του χρόνου εργασίας ως μέσο βελτίωσης των όρων εργασίας, δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης αλλά και ανάπτυξης της προσωπικότητας μέσω της αύξησης του ελεύθερου χρόνου.

«Αυτή η εξέλιξη συνοδεύεται από τη βίαιη επίθεση του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία με την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού που επιδιώκει την ανάκτηση όσων αναγκάστηκε υπό άλλες συγκυρίες να παραχωρήσει για την επιβίωσή του. Εχουμε απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και το αίτημα για λιγότερο εργάσιμο χρόνο έχει περάσει στο περιθώριο. Αντίθετα, οι πολιτικές του κεφαλαίου επιμηκύνουν τον εργάσιμο χρόνο με διάφορους τρόπους, είτε τυπικά με αύξηση ωραρίου είτε άτυπα μέσω της εντατικοποίησης του ρυθμού εργασίας» εξηγεί ο κ. Κουζής.

Κρίνει ότι οποιοδήποτε μεμονωμένο μέτρο σε αυτή την κατεύθυνση είναι θετικό, «αν και ήσσονος σημασίας, σε σχέση με τη γενικότερη εφαρμογή σε ευρύτερο πλαίσιο». Το 35άωρο αφορά δύο μεγάλα παραδείγματα. Από τη μια τη βιομηχανία μετάλλου στη Γερμανία, από την οποία το 35άωρο πλήρους απασχόλησης επεκτάθηκε με συλλογικές συμβάσεις και σε άλλους κλάδους τη δεκαετία του ’80. Από την άλλη είναι η παρέμβαση του Ζοσπέν, τέλη του ’90, οπότε εισάγεται νομοθετικά το 35άωρο στη Γαλλία αλλά δίνεται η δυνατότητα σε κλάδους και επιχειρήσεις να επιλέξουν πώς θα γίνει η πρακτική εφαρμογή του. Ετσι, εφαρμόστηκε με ποικίλους τρόπους και με μείωση των αποδοχών, ενώ επιχειρήσεις εντατικοποίησαν την εργασία σε τέτοιον βαθμό που έρευνες δείχνουν ότι εργαζόμενοι προτιμούσαν το 39ωρο γιατί οι ρυθμοί εργασίας ήταν πιο ανθρώπινοι!

Πάντως, ο κ. Κουζής τονίζει ότι το παράδειγμα και στη Γαλλία και τη Γερμανία συνδέθηκε με νέες θέσεις εργασίας. «Μόνο στη Γερμανία εκείνη την περίοδο το 35άωρο δημιούργησε περί το 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας το χρονικό διάστημα 1984-92 (την πρώτη περίοδο κυρίως σταθερής απασχόλησης)» σημειώνει. Μετά το 1992-93 υπάρχει στασιμότητα ως προς το θέμα αυτό.

Τώρα στη μεταλλοβιομηχανία της Γερμανίας τίθεται δειλά δειλά το ζήτημα ο χρόνος εργασίας να είναι το πολύ 30 ώρες την εβδομάδα, γιατί έχουν αυξηθεί οι παραγωγικές δυνάμεις και μέσω της νέας τεχνολογίας παράγονται προϊόντα σε χρόνο-ρεκόρ. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα, σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του ’60, ένα αυτοκίνητο στη Γερμανία παράγεται σε επτά φορές μικρότερο χρόνο!

Στην Ελλάδα τελευταία φορά που τέθηκε το θέμα της μείωσης του χρόνου εργασίας ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αλλά δεν προχώρησε. Σωματεία που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ και δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς το προβάλλουν από καιρό, αλλά συνδικάτα που συντάσσονται με τις κυρίαρχες πολιτικές και η Γενική Συνομοσπονδία δεν το θέτουν. Οπως εξηγεί όμως ο κ. Κουζής, η Ελλάδα είχε πάντα από τους υψηλότερους χρόνους εργασίας στην Ευρώπη – 40ωρο την εβδομάδα όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι στις 38 ώρες. Οι Ελληνες εργαζόμενοι δουλεύουν 140 ώρες παραπάνω ετησίως από τον μέσο όρο της ΕΕ των 15 και 60-70 ώρες παραπάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28. Επομένως, «η μείωση του χρόνου εργασίας δικαιολογείται από τη μεγάλη απόκλιση της χώρας μας από τον συνολικό ετήσιο χρόνο εργασίας στον ευρωπαϊκό χώρο. Επίσης η μείωση του εργάσιμου χρόνου θα βοηθούσε δραστικά στη μείωση της ανεργίας και την αύξηση του μεριδίου της εργασίας στον παραγόμενο από αυτήν πλούτο» καταλήγει ο κ. Κουζής.

Εύα Μελά

Ζωγράφος – χαράκτρια

Πόσο ελεύθερος είναι ο ελεύθερος χρόνος

Υπάρχει πραγματικά «ελεύθερος χρόνος»; Και για ποιους; Για τους εργάτες; Για τους ανέργους; Για τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που με τις ελαστικές σχέσεις εργασίας ξοδεύουν τον περισσότερο χρόνο τους για μια «επιβίωση» και μόνο;

Αλλά και όταν υπάρχει «ελεύθερος χρόνος», πόσο πραγματικά ελεύθερος είναι; Η κυρίαρχη –αστική– ιδεολογία καλλιεργεί πρότυπα ζωής, καλλιεργεί πλαστές ανάγκες. Η ενημέρωση (τα ΜΜΕ) είναι ελεγχόμενη από το μεγάλο κεφάλαιο. Αλλωστε επίσημα έχει διατυπωθεί από την ΕΕ ότι ο στόχος των νομοθετικών μέτρων που λαμβάνονται για την ανάπτυξη της πολιτιστικής βιομηχανίας (νόμοι για την πνευματική ιδιοκτησία, για το οπτικοακουστικό κ.ά.) έχουν στόχο όχι μόνο την παρέμβαση στο μυαλό των ανθρώπων, στην ιδεολογία, αλλά κύρια την οικονομική διαχείριση του όποιου «ελεύθερου» χρόνου των εργαζομένων. Στον καπιταλισμό οι τέχνες, η δημιουργική δραστηριότητα, ο αθλητισμός, όπως και κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, εμπορευματοποιούνται. Ακόμη και η επικοινωνία. Αυτή την κατεύθυνση της εμπορευματοποίησης υπηρετεί το κράτος, η τοπική διοίκηση, ενώ η έλλειψη αισθητικής αγωγής (διδασκαλίας της τέχνης) στο σχολείο διαμορφώνει καταναλωτές και όχι δημιουργικούς ανθρώπους.

Το πιο πολύτιμο στη ζωή μας είναι ο χρόνος, ο οποίος παρέρχεται. Γι’ αυτό η διεκδίκηση του ελεύθερου χρόνου και η δημιουργική αξιοποίησή του πρέπει να είναι πρώτιστο μέλημα και υπόθεση αγώνα.

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter