Αμάν, την πατήσαμε, αναφωνεί ο σταθμάρχης του τραίνου στον άλλον που τον ακούει από το τηλέφωνο. Γιατί, τι έγινε, τον ρωτάει ο άλλος. Θα γίνει σύγκρουση. Τι είναι αυτά που λες, τον ρωτάει ο άλλος. Θα γίνει σύγκρουση.
Είναι κοντά μεσάνυχτα. Στο τραίνο ταξιδεύουν κάπου τριακόσια άτομα, οι περισσότεροι φοιτητές και διάφοροι άλλοι άνθρωποι, που δεν έχουν τα μέσα για αεροπλάνο ή ΙΧ. Οι άνθρωποι αυτοί το κάνουν συχνά αυτό το δρομολόγιο. Πότε φτάνεις, ρωτάει μια μάνα την κόρη της. Είμαστε τώρα στην κοιλάδα, σε καμιά ώρα το πολύ. Θα σε πάρω όταν φτάσω.
Την άλλη μέρα, το είπαν όλα τα κανάλια. Συνέβη ένα τρομερό δυστύχημα, συγκρούστηκε μια επιβατική αμαξοστοιχία με μια εμπορική. Πενήντα επτά νεκροί, οι περισσότεροι νέοι, φοιτητές.
Έφταιγε ο σταθμάρχης. Δεν άλλαξε το μοχλό που ρυθμίζει τις ράγες. Ανθρώπινο λάθος, λένε όλοι. Ο σταθμάρχης, όπως αποκαλύπτεται, μπήκε με μέσον στη θέση αυτή, δηλαδή με ρουσφέτι, ήταν εντελώς άπειρος και μάλλον λίγο χαζός, και εκτός αυτού όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, στις γραμμές αυτές δεν υπήρχε σήμανση, ούτε τηλεχειρισμός, ούτε τηλεδιοίκηση, ούτε κανένας αυτοματισμός, όλα γίνονταν με το χέρι και οι συνεννοήσεις με το τηλέφωνο. Κάποια από τα λαμπάκια στο καντράν ελέγχου ήταν καμένα.
Ταραχή έπεσε τότε στη ζωή του τόπου, η κυβέρνηση σε πανικό. Ο πρωθυπουργός της χώρας αναγκάζει τον αρμόδιο υπουργό συγκοινωνιών να παραιτηθεί. Δεν γίνεται αλλιώς, του λέει, είναι απαραίτητο να δείξεις ότι αναλαμβάνεις την ευθύνη.
Την επόμενη εκείνης της μοιραίας μέρας, με το χάραμα, ο πρωθυπουργός της χώρας στέλνει τους δικούς του, έναν αστυνομικό αδελφό ενός βουλευτής του κόμματός του, μαζί με δύναμη της πυροσβεστικής και μια μπουλντόζα, με την εντολή να ξεσύρουν τα χώματα από τον μοιραίο τόπο, να τα πάνε να τα πετάξουν κάπου αλλού και μετά να μπαζώσουν τον χώρο.
Αυτό ήταν τελείωσε, ας το ξεχάσουμε λέει ο πρωθυπουργός, ήταν ένα λάθος, και αναλάβαμε τις ευθύνες μας. Και προκηρύσσει εκλογές. Στις εκλογές ο πρωθυπουργός ξαναβγαίνει για δεύτερη τετραετία, αυτοδύναμος.
Στο μεταξύ οι κάτοικοι αυτής της χώρας βρίσκονται κάτω στη σπηλιά, δεμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, καθισμένοι σε έναν πάγκο, και περνούν τη ζωή τους βλέποντας τις σκιές να περνούν στον απέναντι τοίχο. Σκοτάδι. Μια γυναίκα, καταφέρνει να λύσει τα δεσμά της , δραπετεύει από τη σπηλιά κι ανεβαίνει στον απάνω κόσμο. Εκεί βλέπει το φως και όσα τρομερά κι ανήκουστα πράγματα γίνονται. Δυό χρόνια αργότερα το όνομά της θα είναι στα χείλη όλων. Είναι η μάνα μιας κοπέλας που σκοτώθηκε στο δυστύχημα.
Δυό χρόνια αργότερα, η γυναίκα πηγαίνει εκεί που υπάρχει δικαιοσύνη, όπου την περιμένει ένας νεαρός πολιτικός αρχηγός, και καταγγέλλει ότι το δυστύχημα που σκότωσε την κόρη της δεν ήταν δυστύχημα αλλά έγκλημα, το οποίο συγκάλυψε η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός της χώρας και το αποσιώπησαν όλα τα κόμματα της βουλής, εκτός από μία γυναίκα, αρχηγό ενός μικρού κόμματος. Διακόσια τόσα αρχεία με ηχητικά και βίντεο, είπε, δεν είχαν συμπεριληφθεί στη δικογραφία. Οι δικαστές και εισαγγελείς δεν προχωρούν την υπόθεση και η κυβέρνηση κάνει αδιαφορεί.
Δύο χρόνια μετά, έγινε γνωστό ότι από τους 57 ανθρώπους που σκοτώθηκαν στο δυστύχημα, οι 27 κάηκαν ζωντανοί. Οι σωροί τους δεν βρέθηκαν ποτέ.
Δύο χρόνια μετά, βλέπουν οι κάτοικοι της χώρας ένα βίντεο με τις μπουλντόζες να σηκώνουν τα χώματα και ακούν μια φωνή να λέει, τι είναι αυτό, τσάντα; Πέτα την. Οι σάρκες τους και τα κόκκαλά τους, καμένα και θαμμένα, έμειναν εκεί, στον μπαζωμένο τόπο του δυστυχήματος ή κάπου αλλού όπου έριξαν τα χώματα. Ο αστυνομικός, αδερφός του βουλευτή του κυβερνώντος κόμματος επέβλεπε τις εργασίες και κάποιος που διαμαρτυρήθηκε ότι αυτό δεν ήταν σωστό, παραγκωνίστηκε στη δουλειά του.
Ακούστηκαν ηχητικά με ανθρώπους που φώναζαν βοήθεια, δεν μπορώ να αναπνεύσω, δεν έχω οξυγόνο. Καταγγελίες ότι οι 27, κάηκαν ζωντανοί από την έκρηξη του εύφλεκτου χημικού ξυλολίου που μετέφερε παράνομα η εμπορική αμαξοστοιχία, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης.
Ο πρωθυπουργός που πριν από τις εκλογές διαμαρτυρόταν ότι οι καταγγελίες για συγκάλυψη ήταν συκοφαντίες και σκευωρίες, σε συνέντευξή του δυό χρόνια αργότερα είπε, δεν ξέρω, δεν είδα, αυτά μου είπαν, αυτά λέω. Το θέμα θα διαλευκανθεί από τη δικαιοσύνη.
Γίνεται γνωστό ότι απομακρύνει από την υπόθεση την εισαγγελέα αρμόδια για την υπόθεση και την αντικαθιστά με έναν άλλον εισαγγελέα λόγω του κατεπείγοντως του θέματος.
Σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό βγαίνει μια γυναίκα που επέζησε του δυστυχήματος, που τώρα πια κανείς δεν το λέει έτσι, αλλά το λέει έγκλημα, και μάλιστα πολιτικό, και περιγράφει λεπτό προς λεπτό την τραγική και σοκαριστική εμπειρία της.
Μετά το «δυστύχημα», λέει, ήρθαν μια πυροσβεστική, αστυνομικά, και ένα ασθενοφόρο. Εμάς μας έβγαζαν όσοι φοιτητές είχαν επιζήσει και ήταν σε θέση να βοηθήσουν, σπάζοντας τα παράθυρα γιατί πολλοί από μας είμασταν εγκλωβισμένοι μέσα στο τραίνο, εγώ και μια κοπέλα απέναντί μου στο τρίτο βαγόνι, που ήταν μπλοκαρισμένα τα πόδια της κάτω από σπασμένα σίδερα και δεν μπορούσε να κουνηθεί και φώναζε βοήθεια. Μας τράβηξαν τα παιδιά και μας έβγαλαν έξω από το παράθυρο. Εγώ είχα χτυπήσει το κεφάλι μου και το πόδι μου. Άκουγα από μακριά να φωνάζουν βοήθεια βοήθεια, έβλεπα μέσα στις φλόγες χέρια να κουνιούνται κι εγώ δεν μπορούσα να αναπνεύσω καλά, μύριζε κάτι σαν από καθαριστήριο.
Οι αστυνομικοί, οι πυροσβέστες και οι διασώστες, καθόντουσαν μακριά, απέναντι, πάνω από τα πρανή και κοίταζαν, ενώ υπήρχε μονοπάτι για να κατέβουν, δεν έκαναν τίποτα, μόνο κοίταζαν, μάλιστα πέταξαν κάτι σχοινιά για να τραβήξουν τους ανθρώπους τους τραυματισμένους έξω. Δεν μπήκαν μέσα στα βαγόνια για να βγάλουν τους εγκλωβισμένους. Οι φοιτητές μας έβγαλαν. Την κοπέλα που ήταν στο ίδιο βαγόνι με μένα την έβαλαν πάνω σε ένα φορείο και τη άφησαν για μιάμιση ώρα έξω στο χώμα. Η κοπέλα έμαθα ότι πέθανε. Εμάς δεν μας έδωσαν ούτε ένα μπουκάλι νερό. Ήρθε κάποια στιγμή ένα πούλμαν και μας πήρε και μας πήγε στην πόλη και μας άφησαν εκεί, μέσα στη μαύρη νύχτα , μόνους μας, τραυματισμένους, χωρίς πορτοφόλια, χωρίς ταυτότητες χωρίς τίποτα. Δεν με φώναξαν ούτε τότε ούτε την άλλη μέρα για κατάθεση. Το ζήτησα από μόνη μου.
Λίγες μέρες πριν γραφτούν αυτές οι γραμμές με την κυβέρνηση σε πανικό και τα άλλα κόμματα προσπαθώντας να παίξουν το ρόλο τους ως αντιπολίτευση, κυκλοφόρησε σε όλα τα ΜΜΕ ένα βίντεο που δείχνει ένα εμπορικό τραίνο να βγαίνει από το τούνελ της γραμμής με τα βαγόνια του γεμάτα με «άδεια» εμπορευματοκιβώτια. Να, είπε τότε ο πρωθυπουργός, βλέπετε, δεν υπάρχει παράνομο φορτίο στο τραίνο αυτό. Η εμπορική αμαξοστοιχία που έδειχνε το βίντεο, περνούσε λίγα λεπτά αφού είχε γίνει το «δυστύχημα». Ένα νέο βίντεο κυκλοφόρησε την επόμενη που έδειχνε το μανιτάρι της φωτιάς να σκάει μέσα στο σκοτάδι λίγο πιο μακριά από τον μοιραίο τόπο, δίπλα στις ράγες, και φωτιές να σκάνε στα πρανή από εκρήξεις προφανώς κάποιου χημικού στοιχείου.
Στο μεταξύ οι δικαστές και εισαγγελείς με δηλώσεις τους μιλούν για παρεμβάσεις στο έργο τους και για πιέσεις από την πολιτική εξουσία και ζητούν να αφεθεί η δικαιοσύνη να κάνει το καθήκον της.
Στις 26 Ιανουαρίου, γίνονται μεγαλειώδεις διαδηλώσεις στις μεγάλες αλλά και στις μικρές πόλεις της χώρας, ακόμα και σε χωριά, με κεντρικό σύνθημα, «δεν έχω οξυγόνο», «δεν ήταν δυστύχημα, ήταν έγκλημα», «ζητάμε δικαιοσύνη».
Οι άνθρωποι βγήκαν από τη σπηλιά και ήταν πολύ θυμωμένοι με αυτά που είδαν. Ήρθε ο καιρός της μεγάλης οργής. Το ραντεβού με την δικαιοσύνη ανανεώθηκε. Ίσως και με τη θεία δίκη. 28 Φεβρουαρίου.
*Η Αλκμήνη Ψιλοπούλου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας