Θετικά μηνύματα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος εκπέμπουν οι διευθύνοντες σύμβουλοι των τεσσάρων συστημικών τραπεζών με την ευκαιρία της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων πρώτου εξαμήνου του 2018, επισημαίνοντας όμως ότι δεν πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός και θα πρέπει να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα και να συνεχισθούν οι μεταρρυθμίσεις προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνουν στην περαιτέρω δυναμική ώθηση των επενδύσεων για την ενίσχυση των αναπτυξιακών ρυθμών.
Στις δηλώσεις αναφορικά με τις τραπεζικές προκλήσεις επαναλαμβάνουν την δέσμευση τους για την χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και δηλώνουν αποφασισμένοι να κερδίσουν τη μάχη των «κόκκινων» δανείων που ήδη έχει θετικά αποτελέσματα.
Σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, Χρήστος Μεγάλου, αναφέρει ότι με την ολοκλήρωση του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), η Ελλάδα έχει κάνει ένα βήμα-ορόσημο προς την επιστροφή στην ομαλότητα, σημείο αφετηρίας για βιώσιμη ανάπτυξη. «Τους τελευταίους 15 μήνες, το οικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί, οδηγώντας σε αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελληνικής Δημοκρατίας και ενεργοποιώντας τις προοπτικές του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα».
Ο Χρήστος Μεγάλου ανέφερε ότι η Τράπεζα Πειραιώς είναι απόλυτα επικεντρωμένη στην περαιτέρω ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας με την αύξηση παραγωγής νέων δανείων στα 3,1 δισ. το 2018 από 2,7 δισ. ευρώ το 2017, με την παραγωγή του πρώτου εξαμήνου 2018 να είναι σύμφωνη με το στόχο που έχει τεθεί. «Τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου αποδεικνύουν την προσπάθεια της Τράπεζας Πειραιώς να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τα θέματα των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού. Παραμένουμε αφοσιωμένοι στην επίτευξη των στόχων μας και στην ανάκαμψη της τράπεζας, δημιουργώντας αξία για τους μετόχους μας» πρόσθεσε.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «τα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου 2018 της ΕΤΕ καταδεικνύουν τη συνεχή βελτίωση του ισολογισμού και σηματοδοτούν την αντιστροφή των τάσεων στα αποτελέσματα του ομίλου. Πράγματι, μετά την επιστροφή της Τράπεζας σε θετικά λειτουργικά αποτελέσματα κατά το πρώτο τρίμηνο, η οργανική κερδοφορία συνεχίζει να ισχυροποιείται στο δεύτερο τρίμηνο του 2018».
Αναφορικά με την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου ο Παύλος Μυλωνάς επισημαίνει ότι, «η ΕΤΕ ολοκλήρωσε επιτυχώς την πώληση χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων μη εξασφαλισμένων δανείων στην Ελλάδα, το ανεξόφλητο κεφάλαιο του οποίου ανέρχεται σε περίπου 2 δισ. ευρώ. Η εν λόγω συναλλαγή ενίσχυσε τον δείκτη CET 1 της Τράπεζας κατά περίπου 18 μονάδες βάσης. Επιπρόσθετα, η ΕΤΕ σημείωσε μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων για 9ο συνεχόμενο τρίμηνο, υπερβαίνοντας το στόχο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) για το Β’ τρίμηνο κατά περίπου 1,3 δισ. ευρώ. Ως αποτέλεσμα, η τράπεζα επιτυγχάνει ήδη τον στόχο του ΕΕΜ για το 2018, στοχεύοντας στη διατήρηση του σημαντικού αυτού αποθέματος κατά τη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου».
Σε δηλώσεις του ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίωνας Καραβίας αναφέρει ότι η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος στήριξης είναι ορόσημο αλλά και πρόκληση για την ελληνική οικονομία. «Έχοντας επωμιστεί την επώδυνη δημοσιονομική προσαρμογή, η Ελλάδα οδεύει τώρα προς το να ανακτήσει την αξιοπιστία της αλλά και την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές σε ένα ομιχλώδες διεθνές περιβάλλον. Για να επιτευχθούν οι απαραίτητοι ρυθμοί ανάπτυξης, απαιτούνται μαζικές επενδύσεις για πολλά χρόνια. Ένα καθαρό σήμα ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη δεσμεύονται, να υλοποιήσουν εντός χρονοδιαγράμματος τον οδικό χάρτη που έχει συμφωνηθεί, χωρίς οπισθοχωρήσεις, και να δεχθούν την ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής ατζέντας, μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό για να μετατραπεί το υφιστάμενο ενδιαφέρον για ελληνικά περιουσιακά στοιχεία σε συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια, στα οποία η Eurobank μπορεί και είναι πρόθυμη να συμβάλει» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Φωκίωνας Καραβίας.
Αναφερόμενος στη βασική πρόκληση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, δηλαδή στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE), η Eurobank πέτυχε τον ετήσιο στόχο της. «Ο σχηματισμός νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) παρέμεινε αρνητικός και ο δείκτης των NPEs μετά την πτώση κατά 70 μονάδες βάσης που είχε καταγράψει στο πρώτο τρίμηνο του 2018, υποχώρησε περαιτέρω κατά 110 μονάδες βάσης στο δεύτερο τρίμηνο του 2018 σε 40,7%. Οι συνθήκες ρευστότητας βελτιώθηκαν περαιτέρω καθώς καταγράφεται επιστροφή καταθέσεων στην Ελλάδα, ενώ η χρηματοδότηση μέσω του ELA έχει μειωθεί δραστικά από 6,1δισ. ευρώ στο τέλος του 2017, στα 1,8 δισ. ευρώ σήμερα», είπε.
Επισήμανε επίσης ότι «οι επιχειρηματικές προτεραιότητες της Eurobank παραμένουν αμετάβλητες και εστιάζονται στη σταδιακή μείωση των NPEs, που θα οδηγήσει σε δείκτη των NPEs περίπου στο 15% μέχρι το τέλος του 2021. Επιπλέον στη σταδιακή αύξηση των χορηγήσεων κυρίως των επιχειρηματικών δανείων και των δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς οι προσδοκώμενοι ρυθμοί ανάπτυξης θα πρέπει να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη, υγιή, ζήτηση και στην παροχή των καλύτερων υπηρεσιών στους πελάτες μας, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, μέσω της συνεχιζόμενης επένδυσης στην τεχνολογία».
Ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank Δημήτριος Π. Μαντζούνης, επεσήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η έξοδος της Ελλάδος από το τρίτο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής, αποτελεί σημαντικό ορόσημο για την οικονομία. «Καθώς η χώρα αρχίζει να κινείται σε πορεία ανάπτυξης, μας δίδεται η ευκαιρία να αξιοποιήσουμε, τόσο το θετικό κλίμα για την Ελλάδα, όσο και τη συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη. Η συνέχιση των δομικών μεταρρυθμίσεων αποτελεί επιτακτική ανάγκη για την πλήρη ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, τη μείωση του κόστους δανεισμού και την επιτυχή επάνοδο στις διεθνείς αγορές χρήματος», πρόσθεσε.
Αναφερόμενος στις βασικές τραπεζικές προκλήσεις είπε ότι «η Alpha Bank παρέμεινε πρώτη σε κεφαλαιακή επάρκεια μεταξύ των ελληνικών τραπεζών και βελτίωσε περαιτέρω τη ρευστότητά της, ενώ η εισροή καταθέσεων στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά και η χρηματοδότηση από τον Έκτακτο Μηχανισμό Ρευστότητας της Τραπέζης της Ελλάδος, βαίνει προς πλήρη εξάλειψη. Επιπλέον, διατηρήθηκε αμετάβλητη η γραμμή χρηματοδοτήσεως της Τραπέζης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ύψους 3,1 δισ. ευρώ, παρά την άρση αποδοχής των Ελληνικών Ομολόγων ως ενεχύρων για αναχρηματοδότηση από την ΕΚΤ».