Διεθνής Τύπος: Αμφίρροπο το αποτέλεσμα στις γερμανικές εκλογές – Κρίση καυσίμων στη Βρετανία

Διεθνής Τύπος: Αμφίρροπο το αποτέλεσμα στις γερμανικές εκλογές – Κρίση καυσίμων στη Βρετανία

Στα πρωτοσέλιδα του ευρωπαϊκού Τύπου κυριαρχούν οι γερμανικές εκλογές. Στη Γερμανία, η Frankfurter Allgemeine Zeitung γράφει: «Το SPD και το CDU διεκδικούν την καγκελαρία». Σολτς και Λάσετ προσπαθούν να γοητεύσουν τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP). Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση υπέστη βαριές απώλειες, ενώ η αριστερή συμμαχία δεν είναι δυνατή καθώς δεν έχει την πλειοψηφία. Στη Süddeutsche Zeitung διαβάζουμε: «Σολτς και Λάσετ διεκδικούν την καγκελαρία». Οι σοσιαλδημοκράτες βγαίνουν σημαντικά ενισχυμένοι από την εκλογική διαδικασία, η Ένωση πετυχαίνει το χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία της. Και τα δύο κόμματα είναι σχεδόν ισοδύναμα και θέλουν να ηγηθούν της επόμενης κυβέρνησης. Και η Die Welt: «Σολτς και Λάσετ διεκδικούν την καγκελαρία». Μια ιστορική βραδιά: το CDU βγαίνει περισσότερο αδύναμο όσο ποτέ άλλοτε, το SPD αυξάνει τα ποσοστά του, το FDP πιάνει διψήφιο ποσοστό και οι Πράσινοι απογοητεύουν.

Στη Γαλλία, η Le Figaro γράφει: «Μπρα ντε φερ για την καγκελαρία». Ο Όλαφ Σολτς και συντηρητικός του αντίπαλος, Άρμιν Λάσετ είναι σχεδόν στα ίδια ποσοστά στις γερμανικές εκλογές. Και οι δύο διεκδικούν την εντολή διακυβέρνησης, ξεκινώντας μια αμφίρροπη μάχη για το σχηματισμό συνασπισμού. Στη Libération διαβάζουμε: «Το εκλογικό κύμα». Οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό μιας κυβέρνησης που θα αντέξει ξεκίνησε για τα κόμματα. Από τις εκλογές της Κυριακής σήμαναν την αναγέννηση των σοσιαλδημοκρατών του Όλαφ Σολτς και μια σημαντική πτώση για τους Χριστιανο-δημοκράτες του Άρμιν Λάσετ. Η Humanité κυκλοφορεί με τίτλο: «Ποιος συνασπισμός για την Γερμανία;». Οι σοσιαλδημοκράτες και οι συντηρητικοί βρίσκονται στήθος με στήθος μετά τις εκλογές. Το SPD όπως και το CDU έχουν πέσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα κι ελπίζουν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Τέλος, η Le Monde σε διαφορετικό μήκος κύματος: «Στεγαστική αγορά: η μεγάλη επιστροφή στις μικρές πόλεις». Όλο και περισσότεροι κάτοικοι των πόλεων, ψάχνοντας για ποιότητα ζωής, μετοικούν σε μικρότερες πόλεις ή ακόμα και στην επαρχία. Το φαινόμενο αυτό εντάθηκε μέσα στην πανδημία, με την άνοδο της τηλε-εργασίας.

Στην Ισπανία, η El País γράφει: «Οι σοσιαλδημοκράτες είναι μπροστά από τους συντηρητικούς σε μια μάχη στήθος με στήθος». Ο Σολτς αναγεννά το SPD ενώ το CDU του Λάσετ καταγράφει τα χειρότερα ποσοστά της ιστορίας του. Και η El Mundo: «Οι φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι θα κρίνουν από κοινού τον νέο καγκελάριο». Η σοσιαλδημοκρατία παίρνει νίκησε με βραχεία κεφαλή που καθιστά δύσκολο το σχηματισμό κυβέρνησης από το Σολτς. Οι χριστιανοδημοκράτες του Λάσετ λαμβάνουν τα χειρότερα ποσοστά της ιστορίας τους, μετά την αποχώρηση της Μέρκελ.

Στην Ιταλία, η La Repubblica γράφει: «Σασπένς στη Γερμανία». Το SPD και το CDU μάχονται στήθος με στήθος. Το χειρότερο αποτέλεσμα της ιστορίας του για το κόμμα της Μέρκελ, η οποία δε θα φύγει αμέσως. Ο Σολτς και ο Λάσετ διεκδικούν το δικαίωμα να σχηματίσουν κυβέρνηση. Οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο. Στη διαβάζουμε La Stampa: «Γερμανία, δεν κέρδισε κανένας». Μπροστά είναι ο σοσιαλδημοκράτης Σολτς, αλλά ο Λάσετ  δεν είναι μακριά, παρά το χειρότερο αποτέλεσμα της ιστορίας του κόμματος του οποίου ηγείται. Οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι θα είναι καθοριστικοί παράγοντες στο σχηματισμό κυβέρνησης. Η Il Messaggero έχει σήμερα τίτλο: «Γήπεδα και θέατρα, θα επανεκκινήσουν με αυτό τον τρόπο». Η χωρητικότητα θα κινηθεί στο 75%, ενώ για τους χώρους διασκέδασης ο κίνδυνος διάδοσης είναι μεγάλος.  Τέλος, η Corriere de la Sera: «Το SPD έχει το πλεονέκτημα, το CDU κατέρρευσε». Ο Σολτς διεκδικεί να γίνει η νέα Μέρκελ στη συνείδηση των Γερμανών. Από την πλευρά του ο Λάσετ λέει ότι ο καγκελάριος δεν προέρχεται πάντα από το πρώτο κόμμα.

Στη Βρετανία, η κρίση των καυσίμων συνεχίζεται. Η κυβέρνηση εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να βάλει στρατιώτες να οδηγήσουν βυτιοφόρα τη στιγμή που τα πρατήρια ολοένα και «στεγνώνουν» από την πανικόβλητη αγορά καυσίμων. Η Daily Telegraph γράφει σχετικά: «Σχέδια για τον στρατό για να εξομαλυνθεί η κρίση των καυσίμων». Ο Τζόνσον αποφασίζει αν θα επιστρατευθεί στρατιωτικό προσωπικό για να οδηγήσει τα βυτιοφόρα. Στους Timesδιαβάζουμε: «Ο στρατός θα σταλεί για την αντιμετώπιση της κρίσης των καυσίμων». Η κυβέρνηση εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να θέσει στη διάθεση των εταιρειών διανομής εκατοντάδες στρατιώτες. Σχεδόν το 90% των πρατηρίων καυσίμων έχουν «στεγνώσει», ενώ οι νόμοι για τον ανταγωνισμό θα «παγώσουν» ώστε να διευκολυνθούν οι προμηθευτές. Ο Guardian κυκλοφορεί σήμερα με τίτλο: «Κρίση καυσίμων: Ο πρωθυπουργός θα αποφασίσει να στείλει το στρατό να διανείμει καύσιμα». Εκατοντάδες στρατιώτες θα κληθούν να διανείμουν καύσιμα σε πρατήρια σε όλη τη χώρα, τα οποία έχουν «στεγνώσει» από τους πανικόβλητους πολίτες που αγοράζουν όσο περισσότερο καύσιμο μπορούν να κουβαλήσουν. Τέλος, ο Independent: «Τώρα τα μισά πρατήρια ξεμένουν από καύσιμα». Η κρίση χειροτερεύει αλλά ο υπουργός Μεταφορών, Γκραντ Σαπς, κατηγορεί τις μεταφορικές εταιρείες για το χάος.

Στις ΗΠΑ, η Washington Post γράφει: «Ένα κενό εξουσίας πλανάται στην Γερμανία». Οι σοσιαλδημοκράτες έχουν το πλεονέκτημα στην μάχη για το σχηματισμό συνασπισμού κυβέρνησης, της πρώτης στη μετά-Μέρκελ εποχή. Στους Financial Times διαβάζουμε: «Οι Δημοκρατικοί σε δύσκολες συνομιλίες για να σώσουν το νομοσχέδιο ύψους $1,2 τρις του Μπάιντεν». Οι Δημοκρατικοί μπαίνουν σε μια εβδομάδα σκληρών διαπραγματεύσεων στο Καπιτώλιο. Η προοδευτική πτέρυγα κρέμεται από την υπόσχεση για το σχέδιο συνολικού ύψους $3,5 δις ενώ τα σχέδια για προϋπολογισμό κινδυνεύουν, με το κυβερνητικό shutdown να είναι στον ορίζοντα. Η Wall Street Journal κυκλοφορεί σήμερα με τίτλο: «Οι καθυστερήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα επιδεινώνονται καθώς τα λιμάνια αγωνίζονται για να προσαρμοστούν». Τα μεγαλύτερα λιμάνια της δυτικής ακτής των ΗΠΑ, Λος Άντζελες και Λονγκ Μπιτς αγωνίζονται να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των επιχειρήσεων να «χτίσουν» πάλι τα αποθέματά τους μετά την εξάλειψή τους μες την πανδημία. Τέλος, οι New York Times: «Το πολιτικό παιχνίδι αυξάνει την πιθανότητα μιας αμερικανικής στάσης πληρωμών». Κανένα από τα δύο κόμματα της αμερικανικής πολιτικής σκηνής δεν υποχωρεί για το όριο χρέους. Οι Ρεπουμπλικάνοι αντιτίθενται στην αύξηση του ορίου που μπορεί να δανειστεί η κυβέρνηση παρά το γεγονός ότι η ανάγκη δανεισμού προκύπτει από την πολιτική μεγάλων ελλειμμάτων, που ακολουθείται και από τα δύο κόμματα.

Documento Newsletter