Διεθνής ανησυχία: Ο πόλεμος των σιτηρών

Διεθνής ανησυχία: Ο πόλεμος των σιτηρών

Η εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, η οποία προμηθεύει την Ευρώπη με μεγάλο μέρος των σιτηρών που χρειάζεται, πυροδότησε ανησυχίες για την επισιτιστική ασφάλεια της υφηλίου.

Αυτές οι ανησυχίες προκάλεσαν με τη σειρά τους μια αλυσιδωτή αντίδραση κερδοσκοπίας στις αγορές αγροτικών εμπορευμάτων, οδηγώντας τις τιμές των σιτηρών σε πρωτόγνωρα ύψη.

Πέντε μήνες μετά την έναρξη της σύγκρουσης ο πυρετός των τιμών –αν και παραμένει υψηλός– έχει υποχωρήσει λίγο. Την Παρασκευή 1η Ιουλίου ένας τόνος μαλακού σιταριού είχε τιμή διαπραγμάτευσης 334 ευρώ στην ευρωπαϊκή αγορά Euronext. Αυτή η τιμή είναι αισθητά χαμηλότερη από το ιστορικό ρεκόρ των 438 ευρώ ανά τόνο, που σημειώθηκε στα μέσα Μαΐου.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η πτώση είναι ακόμη πιο έντονη. Στο χρηματιστήριο του Σικάγου η τιμή ενός μπούσελ μαλακού σιταριού υποχώρησε στα 8,40 δολάρια στις αρχές Ιουλίου, έναντι των 13,60 δολαρίων που βρισκόταν στο απόγειο της εκτίναξης της αγοράς. Μια τιμή που αντιστοιχεί στο επίπεδο τιμών πριν από την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία.

Η πτώση των τιμών δεν περιορίζεται στο σιτάρι για ψωμί. Οι τιμές του καλαμποκιού αλλά και των ελαιόσπορων, όπως η ελαιοκράμβη ή η σόγια, ακολουθούν τροχιές ανάλογες με αυτή του μαλακού σιταριού. Η ελαιοκράμβη, που η τιμή διαπραγμάτευσής της ανά τόνο ήταν στα 881 ευρώ τον Απρίλιο, έχασε σχεδόν 200 ευρώ ανά τόνο.

Αποσύνδεση από την πραγματικότητα

Παράλληλα όμως με τη σταδιακή πτώση των τιμών, η ξαφνική άνοδος του πληθωρισμού και η αύξηση των επιτοκίων ενέχουν κίνδυνο ύφεσης ή τουλάχιστον εγείρουν πολλά ερωτήματα για την παγκόσμια οικονομία. Αναλύσεις οδηγούν τους επενδυτές στα εμπορεύματα ώστε να επανεξετάσουν τη θέση τους. Η πτώση των τιμών του πετρελαίου, αλλά και η διόρθωση των τιμών των μετάλλων ή των χρηματιστηριακών αξιών καταδεικνύουν μια στροφή στις αγορές. Οι αγροτικές πρώτες ύλες δεν αποτελούν εξαίρεση σε αυτή την κινητικότητα. Όταν τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στην ουκρανική επικράτεια στις 24 Φεβρουαρίου η αβεβαιότητα που σχετίζεται με αυτή την κατάσταση εκτόξευσε τις τιμές των σιτηρών στα ύψη.
Επίσης, για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊού τα κράτη έχουν διοχετεύσει δισεκατομμύρια στις οικονομίες. Αυτή η πληθώρα χρήματος ήταν ένας από τους παράγοντες που διατήρησαν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα, άσχετα με την πραγματική αξία του εμπορεύματος. Ετσι η οικονομική κερδοσκοπία ενέτεινε τις διακυμάνσεις των τιμών.

Το παράδειγμα της Γαλλίας

Στη Γαλλία, τη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα σιταριού της ΕΕ, παρά το πρόσφατο κύμα καύσωνα η σοδειά θα φτάσει περί τους 7 τόνους ανά εκτάριο, μειωμένο κατά 2% σε σύγκριση με την προηγούμενη σεζόν. Ακόμη κι αν υπογραμμίσει κανείς την έντονη ετερογένεια από τη μια περιοχή στην άλλη και μερικές φορές ακόμη και μες στο ίδιο αγρόκτημα, μετά και τις καιρικές ιδιοτροπίες της περασμένης άνοιξης, η απόδοση κρίνεται ικανοποιητική.

Ευτυχώς, οι ανησυχητικές προβλέψεις συνδικαλιστών του αγροτικού τομέα που ανακοίνωσαν στα μέσα Μαΐου –κατά τη διάρκεια του ισχυρού καύσωνα και της ξηρασίας που… εισέβαλαν στη Γαλλία– μείωση των σοδειών των δημητριακών από 20-30% δεν επιβεβαιώθηκαν. Στο τέλος της περιόδου η Γαλλία βρίσκεται με μεγαλύτερο απόθεμα σιτηρών από το αναμενόμενο, αφού μετά τη γρίπη των πτηνών μέρος των σιτηρών δεν καταναλώθηκε.

Μάλιστα, ακόμη και αν οι τιμές των δημητριακών έχουν υποστεί διόρθωση, παραμένουν πολύ υψηλές. Το σιτάρι διαπραγματευόταν στα 230 ευρώ ανά τόνο το καλοκαίρι του 2021 και στο 180 ευρώ ανά τόνο το καλοκαίρι του 2020. Οι αγοράστριες χώρες, που δύσκολα θα πληρώσουν την υψηλή τιμή των αγορών, φαίνεται ωστόσο να θέλουν να επωφεληθούν από αυτήν τη μικρή πτώση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Αιγύπτου, του μεγαλύτερου εισαγωγέα σιταριού στον κόσμο, που παρήγγειλε 350.000 τόνους σιταριού από τη Γαλλία. Μένει να δούμε εάν αυτή η πτώση θα διαρκέσει και θα βάλει φρένο στον πληθωρισμό των τροφίμων.

Από τη Ρωσία ανακοινώνεται ρεκόρ παραγωγής σιταριού, άνω των 86 εκατομμυρίων τόνων. Ωστόσο, τα στοιχεία της Μόσχας πρέπει να ληφθούν υπόψη με φειδώ, ενώ παράλληλα παραμένει μεγάλο το μελανό σημείο των υλικοτεχνικών προβλημάτων στις εξαγωγές σιτηρών από τη Ρωσία και ιδιαίτερα από την Ουκρανία. Οι ανησυχίες γι’ αυτές τις δύο χώρες οφείλονται στην αβεβαιότητα που επικρατεί λόγω του πολέμου. Δεν είναι πιθανό για την Ουκρανία να ξεπουλήσει τα αποθέματά της μέσα σε λίγους μήνες, ενώ δεν είναι γνωστό αν θα μπορέσει να αποθηκεύσει τις αρκετά καλές σοδειές που βρίσκονται σε εξέλιξη.

Επανεκτίμηση για την παγκόσμια παραγωγή

Στην έκθεσή του που δημοσιεύτηκε στα τέλη Ιουνίου το Διεθνές Συμβούλιο Σιτηρών (ICC) επανεκτίμησε, έστω και ελαφρώς, τις προβλέψεις του για την παγκόσμια παραγωγή σιτηρών για την περίοδο 2022-2023, η οποία μόλις ξεκίνησε. Πρόσθεσε 4 εκατομμύρια τόνους σε σχέση με την υψηλότερη από την αναμενόμενη έκταση αραβοσίτου στην Ουκρανία και τώρα υπολογίζει το σύνολο για την επόμενη παγκόσμια σοδειά σε 2.255 εκατομμύρια τόνους. Πρόκειται για μικρή πτώση σε σύγκριση με τους 2.290 εκατ. τόνους, επίπεδο-ρεκόρ της περιόδου που ολοκληρώθηκε στα τέλη Ιουνίου του 2022. Πιο συγκεκριμένα, για το σιτάρι η ICC αναμένει παγκόσμια παραγωγή 769 εκατ. τόνων, έναντι 781 εκατ. τόνων ένα χρόνο νωρίτερα. Στην Ευρώπη η Κομισιόν υπολογίζει τη σοδειά της επόμενης περιόδου σε περίπου 279 εκατ. μετρικούς τόνους, μειωμένη κατά 4% από την προηγούμενη σοδειά λόγω ξηρασίας.

Documento Newsletter