Άγκυρα και Λευκωσία βρίσκονται στην τελική ευθεία για την πολυμερή διάσκεψη της Γενεύης και τα αγκάθια παραμένουν. Τα ζητήματα της ασφάλειας, των στρατευμάτων κατοχής και των εγγυητριών δυνάμεων είναι τα πιο ακανθώδη, με το εδαφικό, με την εκ περιτροπής προεδρία και τον έλεγχο των τραπεζών να είναι επίσης ανοικτά.
Παρά το εορταστικό κλίμα των ημερών –και την αισιοδοξία που αυτό επιφέρει– προβληματισμός επικρατεί σε Αθήνα και Λευκωσία –για να μην αναφέρουμε τα Κατεχόμενα και την Αγκυρα– ως προς τις προοπτικές της πενταμερούς διάσκεψης της Γενεύης για την επίλυση του Κυπριακού.
Η αντίστροφη μέτρηση για τη 12η Ιανουαρίου, που για πολλούς θα κρίνει το μέλλον της Κύπρου, έχει ήδη ξεκινήσει – με τη συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον Νίκο Αναστασιάδη. Οπως είναι φυσικό, κυρίαρχο θέμα είναι η ασφάλεια, το κατά πόσο η συμφωνία θα προβλέπει εγγυήτριες δυνάμεις και τι μέλλει γενέσθαι με τα στρατεύματα κατοχής.
Όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι παραμένει το χάσμα μεταξύ Λευκωσίας και Αγκυρας – με την πρώτη να μη δέχεται ούτε εγγυήτριες δυνάμεις ούτε στρατεύματα και τη δεύτερη να επιμένει και στα δύο. Ωστόσο, οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων, Ν. Αναστασιάδης και Μουσταφά Ακιντζί, εμφανίζονται πιο «ρεαλιστές». Οι συνεργάτες τους κάνουν λόγο για ένα χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των στρατευμάτων και για εγγύηση της συμφωνίας από τον ΟΗΕ ή την Ευρωπαϊκή Ενωση – αν και δεν συμφωνούν στη διάρκεια του χρονοδιαγράμματος, εάν θα είναι για δεκαπέντε χρόνια και θα επαναξιολογηθεί ή οκτώ χρόνια και οριστικό και πάει λέγοντας.
Την ίδια στιγμή, μολονότι το ζήτημα της ασφάλειας είναι το πλέον ακανθώδες –λόγω της εμπλοκής της Ελλάδας και της Τουρκίας–στη συνολική ατζέντα εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα τα οποία θα πρέπει να διεξέλθουν οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων στις μεταξύ τους συνομιλίες το διάστημα 9–11 Ιανουαρίου το οποίο θα προηγηθεί της πενταμερούς. Αυτά έχουν να κάνουν από το εδαφικό – όπου τα δύο μέρη μπορεί να είναι κοντά, αλλά δεν έχουν καταλήξει– την εκ περιτροπής προεδρία, την οικονομία των Κατεχομένων, όπου οι Τουρκοκύπριοι δεν έχουν ακόμη δεχθεί τον έλεγχο των τραπεζών τους από την επιτροπή του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας κ.λπ. Εσχάτως έχει σημειωθεί εμπλοκή και στο ζήτημα του «ποιος υπογράφει», καθώς τα Κατεχόμενα δεν δέχονται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία διατηρεί δικαίωμα υπογραφής της όποιας συμφωνίας ως συμβαλλόμενο μέρος των συμφωνιών του 1960, πέραν αυτού που έχει ως ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς θα μεταβεί στη Νέα Υόρκη στις 6 Ιανουαρίου, προκειμένου να συναντηθεί με τον νέο γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες, όπου και πάλι στο επίκεντρο θα βρεθεί το θέμα της ασφάλειας. Ομως, το θρυλούμενο ραντεβού του Ελληνα πρωθυπουργού Αλεξη Τσίπρα με τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα – και διπλωματικές πηγές θεωρούν πιο πιθανό να πραγματοποιηθεί όταν πια όλοι θα βρίσκονται στη Γενεύη, όπου θα είναι δύσκολο για τον κ. Ερντογάν να «ανοίξει» την ατζέντα. Αλλωστε, πέρα των πέντε μερών που θα μετέχουν κανονικά στις συνομιλίες, στην Ελβετία θα βρίσκονται και τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας –με τις πληροφορίες να λένε ότι και η Άνγκελα Μέρκελ θα είναι παρούσα– και εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Γκρίνιες για τους χειρισμούς Κοτζιά
Παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί από Αθήνα και Λευκωσία να φανεί πως υπάρχει πλήρης σύμπνοια, γκρίνιες εξακολουθούν να υφίστανται, σύμφωνα με πληροφορίες, κυρίως όσον αφορά τη στάση του Ελληνα υπουργού Νίκου Κοτζιά. Ορισμένοι στην κυπριακή πρωτεύουσα εξακολουθούν να λένε ότι ο Ελληνας υπουργός «είναι βασιλικότερος του βασιλέως», ότι προσπαθεί να παρακάμψει την κεντρική γραμμή και ότι επιχειρεί να υπαγορεύσει στη Λευκωσία τη στάση της. Από την άλλη μεριά, κύκλοι του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών θεωρούν ότι η Γενεύη είναι ήδη υπονομευμένη από τη στιγμή που ο Νίκος Αναστασιάδης δέχθηκε την πενταμερή χωρίς να πάρει τίποτε σε αντάλλαγμα και οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων μέχρι το ραντεβού που όρισαν «δεν κάνουν τίποτε και τα έχουν αφήσει όλα για εκεί».
Φυσικά, το μέγα ζητούμενο –για όλες τις πλευρές– είναι η επίτευξη μιας συμφωνίας που να είναι αποδεκτή από τους πολίτες. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως εάν τεθεί σε δημοψήφισμα μπορεί να πάρει το «ναι» πάνω από 50%. Και γι’ αυτό όλοι –στην Κύπρο, τουλάχιστον– αναμένουν το αποτέλεσμα δικοινοτικής δημοσκόπησης που πραγματοποιούν ινστιτούτα από τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και την Ολλανδία, τα αποτελέσματα της οποίας θα γίνουν γνωστά στις 5 Ιανουαρίου. Οπως λένε, «πριν διαπραγματευθείς, πρέπει να ξέρεις τα όριά σου – και τα όρια του άλλου».