Διερευνητικές για τα… χωρικά ύδατα του Σαμαρά

Υπό αμφισβήτηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης, καθώς η παρέμβαση Σαμαρά ήταν αποδομητική της στρατηγικής της κυβέρνησης για τα εθνικά ζητήματα. Η προϊούσα κοινωνική και εσωκομματική αποδυνάμωση του πρωθυπουργού θρυμματίζει το επικοινωνιακό του αφήγημα και υπογραμμίζει τις ανεπάρκειές του.

Η επανάληψη των διερευνητικών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σηματοδότησε και την έναρξη των διερευνητικών επαφών μεταξύ Μητσοτάκη και Σαμαρά… για τα μεταξύ τους χωρικά ύδατα στο εσωτερικό της ΝΔ και τις γκρίζες ζώνες της επιρροής τους.

Υπό μία έννοια επικαιροποίησε το διηνεκώς επανερχόμενο για τη ΝΔ ερώτημα «ποιος κυβερνά αυτό το κόμμα;». Εσωκομματικοί παρατηρητές αναμένουν (ή ευελπιστούν), ανάλογα

με την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών, και την παρέμβαση του έτερου πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, ο οποίος πριν από έναν και πλέον χρόνο είχε προειδοποιήσει ότι «πιέσεις εταίρων για εθνικές υποχωρήσεις δεν γίνονται δεκτές». Μπορεί ο Κ. Καραμανλής να παραμένει πιστός στο προσωπικό του δόγμα της μη επέμβασης στα εσωκομματικά («ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι εκλεγμένος αρχηγός και έχει δικαίωμα να κάνει τον κύκλο του» λέει στους ουκ ολίγους που του διαμαρτύρονται), ωστόσο οι δικοί του θεωρούν ότι έχει πάντα «ιδιοκτησιακά δικαιώματα στο κόμμα».

Πλήρης αποδόμηση

Οσο κι αν από το Μέγαρο Μαξίμου προσπαθούν να το υποβαθμίσουν, το χτύπημα Σαμαρά είναι καίριο: δεν είναι διαφοροποίηση σε επιμέρους θέματα ή κριτική σε κακούς χειρισμούς, αλλά συνολική αποδόμηση της πολιτικής Μητσοτάκη στα εθνικά ζητήματα με πολιτικές και εσωκομματικές προεκτάσεις.

Στο μεν μακεδονικό ο Αντώνης Σαμαράς αμφισβητεί τη στρατηγική της κυβέρνησης που περιγράφεται

από το «τιμούμε και τηρούμε τη συμφωνία των Πρεσπών γιατί η Ελλάδα σέβεται τις διεθνείς της υποχρεώσεις». Ο Αντ. Σαμαράς προβλέπει ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί στον βαλκανικό περίγυρο και άρα η κυβέρνηση θα έπρεπε να κινηθεί στην κατεύθυνση ακύρωσης της συμφωνίας στην πράξη και σε καμιά περίπτωση να «τιμά και να τηρεί». Στο ελληνοτουρκικό αμφισβητεί συνολικά τη στρατηγική της κυβέρνησης, την οποία εμμέσως πλην σαφώς περιέγραψε ως πολιτική κατευνασμού, τάχτηκε κατά της επανέναρξης των διερευνητικών επαφών («με τους πειρατές δεν διαπραγματεύεσαι») και σημείωσε αφενός ότι οι διερευνητικές γίνονται σε ένα πολιτικό πλαίσιο αμφισβητήσεων από την πλευρά της Τουρκίας (άρα δεν ισχύει η προϋπόθεση Μητσοτάκη περί αποκλιμάκωσης) και αφετέρου ότι η επανέναρξη ακύρωσε την προοπτική ευρωπαϊκών κυρώσεων.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τάσσεται κατά της παραπομπής στη Χάγη (υπέρ της οποίας τάσσεται ο πρωθυπουργός), αφού προβλέπει ότι θα γίνει κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Επομένως τάσσεται και κατά της συνέχισης του διαλόγου με την Τουρκία.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η παρέμβασή του αποκτά την πραγματική της διάσταση: ήταν προειδοποίηση του Αντ. Σαμαρά προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μην προχωρήσει σε έναν διάλογο που σύμφωνα με την ανάλυση του πρώην πρωθυπουργού θα σημάνει υποχωρήσεις και εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων για τη χώρα μας. Το επόμενο ερώτημα είναι τι θα κάνει ο Αντ. Σαμαράς. Θα ρίξει την κυβέρνηση; Η απάντηση είναι σαφώς όχι, καθώς υπάρχει το προηγούμενο του 1993, αλλά δεν θα αφήσει τον Κυρ. Μητσοτάκη να φτάσει σε αυτό το σημείο. Υπάρχουν κι άλλα πεδία που μπορεί να αναπτυχθεί η αμφισβήτηση, με διάφορους τρόπους και από πολλές πλευρές. Σε αυτό άλλωστε έχει διαπρέψει στο παρελθόν.

Εγκλωβισμένος

Υπό αυτή την έννοια ο Κυρ. Μητσοτάκης είναι εγκλωβισμένος: εάν κάνει πίσω στο πεδίο του ελληνοτουρκικού διαλόγου, δικαιώνει την κριτική του Αλέξη Τσίπρα –που δεν έχασε την ευκαιρία να παρέμβει με προσωπι

κό του άρθρο– ότι είναι πρωθυπουργός υπό κηδεμονία. Εάν συνεχίσει στην προοπτική ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου, διακινδυνεύει τα επόμενα εσωκομματικά χτυπήματα του Αντ. Σαμαρά και να χάσει ένα τμήμα τουλάχιστον της «πατριωτικής Δεξιάς». Εάν μάλιστα βασιστεί στη στήριξη του Αλ. Τσίπρα, θα διασπάσει το ετερόκλητο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που τον ανέδειξε και εν πολλοίς του διατηρεί το προβάδισμα. Σε κάθε περίπτωση η παρέμβαση Σαμαρά συνιστά αμφισβήτηση της ηγετικότητας και της «πρωθυπουργικότητας» του Κυρ. Μητσοτάκη.

Καίτοι η παρέμβαση Σαμαρά είχε προαναγγελθεί και έπρεπε να αναμένεται, το επιτελικό κέντρο του Μεγάρου Μαξίμου αντέδρασε με νευρικότητα, φορτίζοντας περισσότερο την εσωκομματική ατμόσφαιρα. Φαίνεται αυτό και από τις αντιφατικές δηλώσεις. Ο μεν κυβερνητικός εκπρόσωπος Χρήστος Ταραντίλης ερωτηθείς δήλωσε ότι «ο κ. Σαμαράς είναι πρώην πρωθυπουργός, οι θέσεις του για τα εθνικά θέματα είναι γνωστές». Θυμίζει την παλιά τοποθέτηση του Αρη Σπηλιωτόπουλου για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη –όταν έκανε δύσκολη την ηγεσία Καραμανλή– ότι «είναι πέρα και πάνω από κόμματα». Στο πλαίσιο αυτό άφησε να εννοηθεί ότι δεν υπάρχει εσωκομματικό ζήτημα με την καταψήφιση των μνημονίων συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία από τον Αντ. Σαμαρά. Δεν ξεκαθάρισε όμως τι γραμμή θα δώσει το Μαξίμου στους υπόλοιπους βουλευτές. Εάν επιτραπεί η ψήφος κατά συνείδηση, θα χρειαστεί όλη η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ για να ψηφιστούν τα μνημόνια.

Ενώ όμως ο Χρ. Ταραντίλης ήταν προσεκτικός και συγκαταβατικός ως προς τις εθνικές ευαισθησίες του πρώην πρωθυπουργού, δεν ήταν το ίδιο και ο επιτελάρχης του Μαξίμου Γιώργος Γεραπετρίτης, ο οποίος στις δηλώσεις του έδωσε συνολική απάντηση στον Αντ. Σαμαρά για τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Πρόσθεσε όμως ότι «ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν εκβιάζεται, δεν φοβάται, προχωράει με την κρίση του και την άποψή του». Ενδιαφέρον έχει ότι το Μαξίμου επιστράτευσε ακόμη και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Παναγιώτη Πικραμμένο, ο οποίος απευθυνόμενος προς τον Αντ. Σαμαρά δήλωσε: «Δεν υπάρχουν Ελληνες μη πατριώτες, ας μην τραβάμε το χαλί της ελληνικής αποστολής». Ο Γ. Γεραπετρίτης όμως επεκτάθηκε λέγοντας ότι «η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ είναι απόλυτα συμπαγής στα ζητήματα που άπτονται των σχέσεων με την Τουρκία και τη Βόρεια Μακεδονία». Αρα αφενός έστειλε το μήνυμα ότι για τους άλλους πλην Σαμαρά υπάρχει κομματική πειθαρχία και αφετέρου ότι ο Αντ. Σαμαράς έχει μία ψήφο, τη δική του.

Διαρροές

Αυτό το τελευταίο δεν ακούστηκε καλά στην πλευρά του πρώην πρωθυπουργού. Πολύ περισσότερο που συνοδεύτηκε από διαρροές κύκλων της Πειραιώς ότι «οι συνεργάτες του Σαμαρά αναζητούσαν βουλευτές για να αναπαράγουν τη συνέντευξη που έδωσε στην “Καθημερινή” στις προσωπικές τους ιστοσελίδες ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά δεν έβρισκαν». Δεν συνάδει με αυτή την εκτίμηση ότι πλειάδα βουλευτών της ΝΔ επισκέπτονται τον Αντ. Σαμαρά στο Λουτράκι, όπου περνά μεγάλο μέρος της καραντίνας.

Ειρήσθω εν παρόδω, μόλις προ δύο εβδομάδων δύο σαμαρικοί βουλευτές του σκληρού πυρήνα, οι Ανδρέας Κατσανιώτης και Δημήτρης Βαρτζόπουλος, ζήτησαν με ερώτησή τους στη Βουλή την επέκταση της αλιευτικής ζώνης στο Αιγαίο στα δώδεκα μίλια, εκφράζοντας αμφισβήτηση της επίσημης πολιτικής. Το εσωκομματικό θερμόμετρο όμως ανέβηκε ακόμη περισσότερο από την παρέμβαση της Ντόρας Μπακογιάννη, η οποία με το ειδικό της βάρος και την προαιώνια αντιπαλότητά της ανέλαβε (αυτόκλητα άραγε;) να απαντήσει πολιτικά στον Αντ. Σαμαρά λέγοντας: «Ο κ. Σαμαράς έχει παγίως αυτές τις απόψεις, με ένα διάλειμμα όταν ήταν πρωθυπουργός, γιατί όταν ήταν πρωθυπουργός οι διερευνητικές προχωρούσαν». Παρομοίως υποβάθμισε και την καταψήφιση των μνημονίων με τα Σκόπια λέγοντας «δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα». Εάν τα υπόλοιπα μπορεί να τα αντιπαρέλθει ο Αντ. Σαμαράς, δύσκολα θα ξεπεράσει το «κάρφωμα» από την άσπονδη εσωκομματική του εχθρό.

Αυξάνει τη δυσαρέσκεια με τη διαχείριση της πανδημίας το «επιτελικό κράτος»

Η αποδυνάμωση του πρωθυπουργού αναδεικνύεται από τα αδιέξοδα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος και τα οποία το «επιτελικό κράτος» δημιουργεί με τα λάθη και τη διαχειριστική του ανεπάρκεια. Το σημαντικότερο αφορά τη διαχείριση της πανδημίας. Ηδη το παρατεταμένο lockdown αυξάνει τη δυσαρέσκεια και γονατίζει την οικονομία. Η δε επιχείρηση «Ελευθερία» για τον εμβολιασμό είναι εμφανές ότι έχει πέσει έξω, παρότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε αυτήν πόνταρε επικοινωνιακά από τον Οκτώβριο και την πήρε επάνω του. Καθώς έβαλε όλα τα αυγά στο καλάθι της ΕΕ για τις παραγγελίες των εμβολίων, η χώρα έχει μείνει εκτεθειμένη. Φυσικά δεν θα έχουν έρθει μέχρι τον Μάρτιο τα 4 εκατομμύρια δόσεις που έχει αναγγείλει. Η αποδόμηση όμως του «επιτελικού κράτους» καταδεικνύεται από το ότι δεν έχει δημιουργήσει ακόμη και τώρα τον μηχανισμό για μαζικούς εμβολιασμούς των πολιτών, έστω για τις περιορισμένες παραλαβές εμβολίων. Ενώ οι άλλοι πρωθυπουργοί αναζητούν λύσεις για τον λαό τους, ο Κυρ. Μητσοτάκης ζητά ευρωπαϊκό πιστοποιητικό εμβολιασμού και δέχτηκε ψυχρολουσία ακόμη και από την Ανγκελα Μέρκελ για τον στιγματισμό των πολιτών που επιδιώκει.

Καθώς όμως οι εμβολιασμοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο καθυστερούν θα γίνεται πιο βαθιά και η κρίση στην οικονομία αφού μάλιστα θα χαθεί και η επόμενη τουριστική σεζόν. Η κυβέρνηση έχει αφήσει σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού χωρίς καμία βοήθεια, ενώ τα πιο δύσκολα είναι μπροστά. Φυσικά διαψεύστηκαν οι ασυναρτησίες για ανάκαμψη τύπου V στην οικονομία, ενώ αντίθετα σωρεύεται ένα δυσθεώρητο χρέος για το 2021 και το 2022 που δεν υπάρχει πρόβλεψη για αντιμετώπισή του. Για το 2021 οι τόκοι και τα χρεολύσια υπολογίζονται περίπου στα 10,5 δισ. ευρώ και για το 2022 στα 24,4 δισ. ευρώ. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το δημοσιονομικό κενό από τις δύο χρονιές. Η κυβέρνηση επαναπαύεται στο ότι «είναι συνέπειες της πανδημίας» και ότι «θα αντιμετωπιστούν στο ευρωπαϊκό πλαίσιο». Ωστόσο καμία άλλη χώρα της ΕΕ δεν αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα. Η κατάσταση θυμίζει αντιστοίχως το 2011 και το 2012 και, όπως και τότε, θεωρείται μαθηματικά βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ένα ακόμη χειρότερο μνημόνιο.

Διευρύνεται η αμφισβήτηση προς τον πρωθυπουργό

Ορισμένοι εκτιμούν ότι η νευρικότητα αυτή στην αντίδραση του Μεγάρου Μαξίμου αντανακλά την προϊούσα αποδυνάμωση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ενδεικτικό της αντίληψης αλλά και του πανικού του Μεγάρου Μαξίμου είναι ότι εμφανίζει δυσαρέσκεια κατά της «Καθημερινής» που δημοσίευσε τη συνέντευξη, όπως στράφηκε και κατά του δικηγόρου Γιάννη Μαντζουράνη γιατί (κάνοντας τη δουλειά του) ανέλαβε τις αγωγές του Αλέξη Τσίπρα κατά του Γιάννη Κουρτάκη, του Γιώργου Παπαχρήστου και των εφημερίδων τους.

Η πολιτική και εσωκομματική αμφισβήτηση δεν περιορίζεται στην εξωτερική του πολιτική. Δεν είναι δίχως σημασία η διάσταση απόψεων ως προς τους χειρισμούς των εξωτερικών θεμάτων με τον αρμόδιο υπουργό Νίκο Δένδια. Πρόσφατα ο υπουργός Εξωτερικών αναφέρθηκε στους χειρισμούς της Ελένης Σουρανή (ερήμην του), υπενθυμίζοντας ότι είναι μεν διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού αλλά παραμένει πάντα υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών.

Ωστόσο είναι κοινό μυστικό ότι υπάρχει γενικότερη διάσταση απόψεων μεταξύ Μητσοτάκη και Δένδια για τους χειρισμούς στην εξωτερική πολιτική, η οποία έχει και εσωκομματικές προεκτάσεις. Ο Ν. Δένδιας δεν έχει εγκαταλείψει τις ηγετικές του φιλοδοξίες, ενώ στο παρελθόν δοκίμασε να εμφανιστεί ως εκφραστής της καραμανλικής πτέρυγας και έκανε πίσω.

Αμφισβήτηση όμως υπάρχει και από την πλευρά του Αδωνη Γεωργιάδη. Παρότι έμεινε υπουργός της… Mercedes στον ανασχηματισμό, ο αντιπρόεδρος του κόμματος ακόμη δεν έχει χωνέψει την αποψίλωση των αρμοδιοτήτων του υπέρ του αναπληρωτή του στο υπουργείο. Ισως γι’ αυτό στο εσωτερικό πεδίο τα μεγαλύτερα πλήγματα ο Κυρ. Μητσοτάκης τα έχει δεχτεί από τον Αδ. Γεωργιάδη, το πρώτο με τη δήλωση «πέσαμε έξω στο άνοιγμα του τουρισμού» και το δεύτερο ότι «είχαμε εισηγήσεις λοιμωξιολόγων για τη Θεσσαλονίκη, αλλά σεβαστήκαμε την παράδοση». Ο Αδ. Γεωργιάδης δεν έχει πάψει να απευθύνεται στο σκληρό δεξιό κοινό της ΝΔ και να διαχειρίζεται την απειλή της αποχώρησης. Τυχαίως δε παραμένει πάντα στο σαμαρικό στρατόπεδο, αν και, όπως όλοι συμφωνούν, «δουλεύει για τον εαυτό του».