O Θουκυδίδης, αν και ορθολογιστής, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει νομοτέλεια στην Ιστορία, διότι ένας απρόβλεπτος παράγοντας μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να φέρει τα πάνω κάτω.
Ταυτίζεται απολύτως μαζί του και ο Αϊνστάιν λέγοντας πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός γελάει. Κάπως έτσι συνέβη και κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Eλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ με τις απρόσμενες εξελίξεις της αμερικανοϊρανικής κρίσης, όπου αρκέστηκε –τουλάχιστον στη συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόεδρο– σε μια επαιτεία στήριξης επιλέγοντας δουλοπρεπή στάση αντί των διπλωματικών ελιγμών. Μέχρι και η φιλοκυβερνητική «Καθημερινή» στο άρθρο της με τίτλο «Ο Μητσοτάκης τα είπε, ο Τραμπ τα άκουσε;» παραδέχεται ότι η ελληνική αντιπροσωπεία δεν βρήκε την ανταπόκριση που επιδίωκε.
Δεν ευθύνονται όμως μόνο οι ατυχείς συγκυρίες. Ας παραδεχτεί η κυβέρνηση ότι στην εξωτερική της πολιτική δεν έχει καν σχέδιο, πόσο μάλλον εθνική στρατηγική. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα τους τελευταίους μήνες με την κλιμακούμενη ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η πολυφωνία απόψεων εντός της ΝΔ στην ουσία οδηγεί τα εθνικά συμφέροντα να τσαλαβουτούν σε αχαρτογράφητα νερά, ίδια με αυτά που παρουσιάζει στους χάρτες της κάθε τόσο η γειτονική χώρα. Πότε ακούγεται η άποψη περί προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης, πότε η διασφάλιση ισχυρών συμμαχιών, πότε η πιθανότητα συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο, ενώ δεν λείπουν και οι θερμόαιμοι που κραυγάζουν «στ’ άρματα, στ’ άρματα!». Επίσης ο καταγγελτικός λόγος στο εξωτερικό και στην ΕΕ για την προκλητικότητα της Τουρκίας αντιφάσκει με τον λόγο στο εσωτερικό υποβαθμίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης και υποστηρίζοντας ότι οι διεκδικήσεις του Ερντογάν δεν είναι τίποτε άλλο παρά κούφια επίδειξη μεγαλείου.
Στους οπαδούς της τελευταίας άποψης αλλά και σε όλους τους καθ’ ύλην αρμόδιους προτείνουμε να διαβάσουν το βιβλίο του Φρανκ Βέμπερ «Ο επιτήδειος ουδέτερος». Ο Αμερικανός πανεπιστημιακός, έπειτα από πολύχρονη έρευνα στα ιστορικά αρχεία, εξετάζει πώς η Τουρκία κατάφερε χάρη στη διπλωματική της πανουργία και στις μυστικές συμφωνίες να μείνει αλώβητη στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ούτε θύματα θρήνησε ούτε υλικές ζημιές υπέστη. Αντίθετα, με τη λεγόμενη στάση της ενεργού ουδετερότητας μόνον οφέλη αποκόμισε. Ο αξιωματούχος του Φόρεϊν Οφις Τζ. Λ. Κλάτον είχε σχολιάσει σχετικά: «Αυτή η πολιτική επιτρέπει στη χώρα να διατηρήσει την ουδετερότητά της, αλλά συγχρόνως της δίνει τη δυνατότητα να την εξαργυρώσει με την πλευρά οποιουδήποτε από τους εμπλεκόμενους νικήσει στον πόλεμο».
Από το βιβλίο επομένως προκύπτει ότι η γειτονική χώρα από την εποχή του Κεμάλ έχει αναπτύξει σταθερή και ενιαία στρατηγική, ανεξάρτητα από τον εκάστοτε ηγέτη της, συνδυάζοντας επεκτατική πολιτική με παρασκηνιακές διπλωματικές κινήσεις. Ο Θάνος Βερέμης γράφει στην εισαγωγή: «Μπορούσε να ζητάει από τους Γερμανούς και τους Αγγλους τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, εντολή στην Αλβανία, εδαφικές ρυθμίσεις σε βάρος της Βουλγαρίας, έλεγχο του λιμανιού της Θεσσαλονίκης κ.ά. Ζητούσε ακόμη από τους Γερμανούς να της αναθέσουν τη φύλαξη της Χίου, Σάμου και Λέσβου, εδάφη της Συρίας, του Ιράκ και της Σοβιετικής Ενωσης και εντολή στη Συρία, το Ιράκ και την Αίγυπτο. Απαιτήσεις δηλαδή που ισοδυναμούσαν με αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Θα επανέλθουμε…
Η Χρύση Κακατσάκη είναι φιλόλογος – ιστορικός τέχνης