Ανακοίνωση για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας για τα ΑΕΙ εξέδωσε το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Διδασκόντων του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου υποστηρίζοντας πως το νέο νομοσχέδιο δεν ενισχύει την ποιότητα και τη λειτουργικότητα των ΑΕΙ αλλά υποβαθμίζει τα Ιδρύματα και προσθέτει πως ο βασικός προσανατολισμός του έγκειται στη σύνδεση των ΑΕΙ με την αγορά και την επιδίωξη κέρδους.
Αναλυτικά η ανακοίνωση
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Διδασκόντων του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΣΔΕΑΠ) εκτιμά ότι το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξεις» κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που έχει ανάγκη η Ανώτατη Εκπαίδευση στη χώρα μας. Οι νέοι ορίζοντες που ανοίγει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν ενισχύουν την ποιότητα και τη λειτουργικότητα των ΑΕΙ αλλά υποβαθμίζουν τα Ιδρύματα και θίγουν τον συνταγματικά κατοχυρωμένο δημόσιο και πλήρως αυτοδιοίκητο χαρακτήρα τους. Ο βασικός προσανατολισμός του έγκειται στη σύνδεση των ΑΕΙ όχι με την κοινωνία αλλά με την αγορά και την επιδίωξη κέρδους.
Τούτη η κατεύθυνση υλοποιείται σε πρώτο επίπεδο μέσα από την εμπορευματοποίηση της έρευνας η οποία προσαρμόζεται ακόμα περισσότερο στις ανάγκες της αγοράς. Πολυδιαφημιζόμενοι θεσμοί όπως τα «βιομηχανικά διδακτορικά», εκτός του ότι είχαν ήδη θεσμοθετηθεί, αποτελούν απλώς ακραίες εκδοχές της αντίληψης η οποία θέτει τα Ιδρύματα στην υπηρεσία μεγάλων επιχειρήσεων. Ένα τέτοιο Πανεπιστήμιο θα πρέπει να λειτουργεί και το ίδιο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση επιχείρησης, εξ ου και αποτελούν πολυτέλεια οι δημοκρατικές διαδικασίες στο εσωτερικό του. Έτσι, επανέρχονται τα αλήστου μνήμης Συμβούλια Ιδρύματος και μάλιστα με ακόμα πιο δυσλειτουργική μορφή, που προσπαθεί απλώς να αποφύγει τον σκόπελο της αντισυνταγματικότητας στον οποίο είχαν προσκρούσει οι αντίστοιχες διατάξεις του ν. 4009/2011. Η συρρίκνωση των δημοκρατικών στοιχείων λειτουργίας του Πανεπιστημίου επεκτείνεται, επίσης, και στο μικροεπίπεδο των Τομέων, αφού επαναφέρεται το καθεστώς της καθηγητικής αυθεντίας.
Η σύνδεση με την αγορά γίνεται, μάλιστα, ο μόνος δρόμος επιβίωσης των ΑΕΙ, καθώς η χρόνια υποχρηματοδότηση των Ιδρυμάτων θεσμοποιείται. Έτσι, τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών τίθενται εκτός της κρατικής ενίσχυσης, ώστε να επεκταθεί σε όλα η επιβολή διδάκτρων, ενώ ανοίγει ο δρόμος για την επιβολή τους και στα προπτυχιακά. Ο ταξικός χαρακτήρας αυτών των ρυθμίσεων αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο εάν αναλογιστούμε και τις επιπτώσεις της ήδη ισχύουσας Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, η οποία φυσικά ισχύει μόνο για τα δημόσια ΑΕΙ και όχι για τα ιδιωτικά κολέγια. Σε αυτό το πλαίσιο, το μεταπολεμικό αίτημα-σύνθημα «να σπουδάσουν και οι φτωχοί» αποκτά ξανά επικαιρότητα, αφού τα παιδιά των φτωχότερων οικογενειών δεν έχουν καν την «ισότητα ευκαιριών» που ευαγγελίζεται ο (νεο)φιλελευθερισμός αλλά βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση τόσο σε προπτυχιακό όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Ακόμα και για όσους και όσες καταφέρουν, πάντως, να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις, η πολυδιαφημιζόμενη ευελιξία στα προγράμματα σπουδών ισοδυναμεί με υποβάθμιση των πτυχίων, εφόσον τα τελευταία δεν αντιστοιχούν σε επαγγελματικά δικαιώματα.
Συνολικά, το νομοσχέδιο φαίνεται ότι αποτελεί τον «οδικό χάρτη» της κυβέρνησης για ένα πανεπιστήμιο πλήρως ευθυγραμμισμένο με την αγορά εργασίας και απαλλαγμένο από δημοκρατικές διαδικασίες. Εξάλλου, είχε προηγηθεί η παγκόσμιας πρωτοτυπίας ίδρυση των ΟΠΠΙ («Πανεπιστημιακή Αστυνομία») με βάση το ν. 4777/2021, με στόχο την καταστολή των αντιδράσεων απέναντι σ’ αυτά τα σχέδια.
Ως διδάσκουσες και διδάσκοντες του ΕΑΠ έχουμε επίγνωση, μέσα από την ίδια την εμπειρία μας, τα προβλήματα που φέρνει η εμπορευματοποίηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, η γενίκευση επισφαλών σχέσεων εργασίας και η απουσία αυτοδιοίκητου. Αυτό είναι που μας κάνει να ανησυχούμε ακόμη περισσότερο για την προτεινόμενη μεταρρύθμιση. Επιπλέον, δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε ότι για άλλη μια φορά προτείνεται συνολικό νομοθέτημα για την Ανώτατη Εκπαίδευση, χωρίς καμία πρόβλεψη για την επίλυση των χρόνιων προβλημάτων που αντιμετωπίζει το ΕΑΠ γενικά και τα μέλη ΣΕΠ ειδικότερα.
Με τέτοιες ρυθμίσεις, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το σύνολο της Πανεπιστημιακής κοινότητας έχει τοποθετηθεί αρνητικά απέναντι στο εν λόγω νομοσχέδιο. Η ΠΟΣΔΕΠ και οι επιμέρους σύλλογοι ΔΕΠ των Πανεπιστημίων, οι φοιτητικοί σύλλογοι, οι σύλλογοι μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψηφίων διδακτόρων, τα σωματεία των εργαζομένων στην έρευνα, όλοι οι εμπλεκόμενοι στην εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία φορείς ζητούν την απόσυρσή του.
Με τέτοιες ρυθμίσεις, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το σύνολο της Πανεπιστημιακής κοινότητας έχει τοποθετηθεί αρνητικά απέναντι στο εν λόγω νομοσχέδιο. Η ΠΟΣΔΕΠ και οι επιμέρους σύλλογοι ΔΕΠ των Πανεπιστημίων, οι φοιτητικοί σύλλογοι, οι σύλλογοι μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψηφίων διδακτόρων, τα σωματεία των εργαζομένων στην έρευνα, όλοι οι εμπλεκόμενοι στην εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία φορείς ζητούν την απόσυρσή του.
Ως Σύλλογος Διδασκόντων του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου ενώνουμε τη φωνή μας με τη δική τους και θα συντονιστούμε μαζί τους γι’ αυτόν τον κοινό στόχο, ξαναπιάνοντας το νήμα των αγώνων που υπερασπίστηκαν τη δημόσια δωρεάν παιδεία στη χώρα μας, από τις καταλήψεις ενάντια στο ν. 815/1978 και τη «μεταρρύθμιση» Κοντογιαννόπουλου μέχρι το νικηφόρο «κίνημα του άρθρου 16» το 2006-2007 και τους αγώνες της εποχής των Μνημονίων.
Για το διοικητικό συμβούλιο του ΣΔΕΑΠ
O πρόεδρος
Παναγιώτης Σωτήρης
Η γραμματέας
Άννα Κουμανταράκη
O πρόεδρος
Παναγιώτης Σωτήρης
Η γραμματέας
Άννα Κουμανταράκη