Για μια ακόμη φορά ο προβολέας της δημοσιότητας έπεσε πάνω στην τέχνη για όλους τους λάθος λόγους. Η συζήτηση δεν ήταν ποτέ για την καλλιτεχνική αποτίμηση του έργου της Γεωργίας Λαλέ αλλά για το εάν έχει δικαίωμα ή όχι κάθε καλλιτέχνης να «παίζει» με τα εθνικά σύμβολα. Νέος γύρος δηλαδή κουβέντας γύρω από το αέναο ερώτημα –δυστυχώς στα του οίκου μας επανέρχεται συχνά– σχετικά με τα όρια της τέχνης.
Παραφράζοντας τη ρήση του Βιτγκενστάιν που έλεγε ότι «τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου», θα έλεγα ότι τα όρια της τέχνης μας είναι τα όρια του κόσμου μας. Αν δεν την αφήνουμε να αναπνεύσει, δεν θα μας ανοίγει παράθυρα στον κόσμο, δεν θα αφυπνίζει συνειδήσεις, δεν θα θέτει αναγκαία ερωτήματα, που στην προκειμένη περίπτωση αφορούν ζητήματα έμφυλης βίας. Ο Γιώργος Λάνθιμος στην τελευταία του ταινία, βραβευμένη μάλιστα με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, «Poor things», με θάρρος αλλά και τρυφερότητα σφυροκοπά τον θεατή με τα ζητήματα φύλου ανά τους αιώνες, με κορωνίδα πλέον την πατριαρχία και την αυτοδιάθεση του σώματος. Η ροζ σημαία, που πήρε το χρώμα της από κολάζ σεντονιών γυναικών που έχουν δεχτεί ενδοοικογενειακή βία, ξύπνησαν στον κ. Γεραπετρίτη το άμεσο αντανακλαστικό –συνήθως ίδιον της «γαλάζιας πολυκατοικίας»– της λογοκρισίας.
Η φράση της εικαστικού Χλόης Ακριθάκη (λίγες σελίδες παρακάτω, στο Docville) «ονειρεύομαι σημαίες να ανεμίζουν σε όλα τα χρώματα» με συγκίνησε. Γιατί αυτή η φράση είναι επίκληση στην ελευθερία της έκφρασης κι όχι μη σεβασμός στη σημαία της πατρίδας μας. Και γιατί μου θύμισε τον τόσο ευαίσθητο και ρομαντικό στίχο της Κατερίνας Γώγου: «Οι άνθρωποι –σκέψου!– θα μιλάνε με χρώματα κι άλλοι με νότες» από το ποίημα «Θα ’ρθει καιρός». Με αυτή την κυβέρνηση είναι ουτοπικό να ονειρευόμαστε να ’ρθει καιρός. Μη φτάσουμε μόνο να ζητάμε διαχωρισμό τέχνης – κράτους.