Αλλη μια πολυδιαφημιζόμενη παροχή της κυβέρνησης στο παιδί και στην οικογένεια είναι το πρόγραμμα «Νταντάδες της γειτονιάς». Από το όνομα και μόνο ξεκαθαρίζεται ότι κάποιες γυναίκες θα νταντεύουν, θα φυλάνε κάποια παιδάκια. Από το όνομα και μόνο υποτιμούνται η αναγκαιότητα και η σπουδαιότητα των δομών προσχολικής αγωγής.
Παρουσιάζεται ως άλλη μια καινοτομία και απόδειξη της έγνοιας που έχουν για την ενίσχυση και διευκόλυνση της οικογένειας. Υποστηρίζουν ότι ενισχύουν το κοινωνικό κράτος, ότι είναι ένα πρόγραμμα που έρχεται για να καλύψει ένα μεγάλο κενό για τις σύγχρονες οικογένειες και ότι στηρίζουν τις μητέρες που θέλουν να εργαστούν αλλά δυσκολεύονται να το πράξουν καθώς δεν έχουν βοήθεια στη φύλαξη των παιδιών τους.
Αφορά τη φύλαξη βρεφών ηλικίας από δύο μηνών έως δυόμισι ετών, των οποίων οι εργαζόμενες μητέρες θα λαμβάνουν σε μηνιαία βάση οικονομική ενίσχυση από το κράτος και θα μπορούν να επιλέξουν «νταντά» για τα παιδιά τους από κάποιο μητρώο επιμελητών. Δηλαδή, απ’ ό,τι μπορώ να αντιληφθώ, πρόκειται στην ουσία για κάποιο επίδομα που θα δίδεται για τη φύλαξη παιδιών από άτομα με αδιευκρίνιστα μέχρι στιγμής προσόντα.
Ομως αυτό που δεν λέγεται είναι γιατί επιλέγεται το συγκεκριμένο πρόγραμμα αντί να ενισχυθούν και να αναβαθμιστούν οι βρεφονηπιακοί σταθμοί έτσι ώστε να παρέχεται σε όλα τα παιδιά η προσχολική αγωγή-εκπαίδευση σε οργανωμένες δομές, οι οποίες πληρούν όλα τα απαραίτητα προβλεπόμενα κριτήρια με το εξειδικευμένο και εκπαιδευμένο παιδαγωγικό προσωπικό.
Στην πραγματικότητα αυτό το πρόγραμμα υπονομεύει την ίδια την προσχολική αγωγή και όλες τις προσπάθειες που έχουν γίνει για την αναβάθμιση και την παιδαγωγική της εξέλιξη. Είναι απολύτως αναχρονιστικό και παλιομοδίτικο, αναπαράγει στερεότυπα που μας γυρίζουν ολοταχώς στο παρελθόν, όταν η προσχολική αγωγή εστιαζόταν στη φύλαξη και στο απλοποιημένο επιχείρημα που λέγεται και σήμερα από την κυβέρνηση, ότι στηρίζουν τις μητέρες που θέλουν να εργαστούν.
Οι πρώτες δομές προσχολικής αγωγής δημιουργήθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου λόγω της κοινωνικής και οικονομικής αναγκαιότητας που δημιουργήθηκε από τη βιομηχανική επανάσταση, την αντικατάσταση της εκτεταμένης οικογένειας από την πυρηνική στις αστικές περιοχές και την είσοδο της γυναίκας στην αγορά εργασίας.
Τότε αρχικά λειτουργούσαν ως χώροι φύλαξης, αλλά με την πάροδο του χρόνου και τη συμβολή σημαντικών παιδαγωγών όπως ο Ρουσσώ, ο Λοκ και τις σύγχρονες τάσεις της προσχολικής αγωγής που εκφράστηκαν από τους Φρέμπελ, Μοντεσόρι, Πιαζέ, Ντιούι φτάσαμε στη σημερινή προσχολική αγωγή-εκπαίδευση που είναι αποτέλεσμα αιώνων σκέψης και πειραματισμού.
Οταν αρχίζουν να προβάλλουν ως επιτεύγματα τα ελάχιστα και δεν γίνεται καμιά προσπάθεια για τον πραγματικό εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση της προσχολικής αγωγής γίνεται ξεκάθαρο ποιες είναι οι προτεραιότητες της κυβέρνησης. Οταν μπαίνει σε δεύτερη μοίρα η αναγκαιότητα των δομών προσχολικής αγωγής στην ανάπτυξη του παιδιού και επιλέγονται τέτοια προγράμματα, αντί να χρησιμοποιήσουν πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και σωστό προγραμματισμό με στόχο τη δημιουργία 120.000 θέσεων σε βρεφικούς σταθμούς, είναι απόδειξη ότι οι ανισότητες και οι αποκλεισμοί είναι πολιτική επιλογή.
Παρομοίως είναι πολιτική επιλογή να δημιουργηθούν «βρέφη δύο ταχυτήτων»: αυτά στις «Νταντάδες της γειτονιάς» που θα στοιχίζουν πιο φτηνά στο κράτος και εκείνα στους βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Είναι μια ταξική λογική, άδικη και εντελώς αντιπαιδαγωγική. Τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από συμπληρώματα και υποκατάστατα αλλά από αυτά που δικαιούνται. Είναι απαράδεκτο να προωθείται η παιδεία πολλών ταχυτήτων και κοινωνικά άδικο να διαχωρίζονται τα παιδιά και να υποτιμούνται. Δυστυχώς αυτή την κοινωνία θέλουν και τη σχεδιάζουν δημιουργώντας τα θεμέλια, τα στερεότυπα και τις νοοτροπίες από την τρυφερή βρεφική-νηπιακή ηλικία.
Η Ευαγγελία Μανιτσούδη είναι εκπαιδευτικός