Tο Documento συνεχίζει τον διάλογο σχετικά με τις δυνατότητες και τα εμπόδια για την ανασυγκρότηση του κεντροαριστερού χώρου. Οι πολιτικές δονήσεις από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών δεν έχουν σταματήσει, ενώ παράλληλα έχουν ενταθεί οι διεργασίες στο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα και όχι μόνο. Λίγες ώρες πριν από τον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών και τη συντριπτική νίκη των Εργατικών στη Βρετανία επί των Συντηρητικών, πολιτικά στελέχη και πανεπιστημιακοί τοποθετούνται γύρω από το ερώτημα «Ποια κεντροαριστερά;».
Αναπτύσσουν τις θέσεις τους για τα πολιτικά επίδικα της επόμενης μέρας και τη διαμόρφωση ενός αξιόπιστου κεντροαριστερού πόλου απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ.
Λίγες ώρες απομένουν από την ετυμηγορία του γαλλικού λαού στον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών – ενός λαού που καλείται σε ασφυκτικό χρόνο και λίγες μέρες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων να επιλέξει αν προτιμάει να κυβερνηθεί από μια έστω σχετική πλειοψηφία αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων ή από ένα μεταφασιστικό μόρφωμα που διογκώθηκε και εδραιώθηκε με την αρωγή των ολιγαρχών. Η στιγμή είναι κομβική αφού όποιο κι αν είναι το άμεσο αποτέλεσμα, σηματοδοτεί μια ρήξη με το κοινωνικό συμβόλαιο όπως διαμορφώθηκε διαδοχικά από την Επανάσταση, την Παρισινή Κομμούνα και την Απελευθέρωση – μια νέα συνθήκη νευραλγικά συνδεδεμένη με τις τύχες των ευρωπαϊκών δημοκρατιών συνολικά.
Η εξέλιξη αυτή εγκαινιάζει μια περίοδο αστάθειας με απρόβλεπτες συνέπειες που δεν έχει προηγούμενο στην 5η Γαλλική Δημοκρατία, δηλαδή στην περίοδο ισχύος του τωρινού συντάγματος, από το 1958 και μετά – ενός συντάγματος αναχρονιστικού, φτιαγμένου στα μέτρα του Ντε Γκωλ, που ευθύνεται εν πολλοίς για την παρατεταμένη θεσμική και πολιτική κρίση των τελευταίων χρόνων. Η όποια «συγκατοίκηση» προκύψει από τις κάλπες μεταξύ του προέδρου Μακρόν και μιας κυβέρνησης ακροδεξιάς ή αριστερής θα βασιστεί σε μια εύθραυστη ισορροπία που θα μπλοκάρει την πολιτική ζωή του τόπου τουλάχιστον για την επόμενη τριετία– εφόσον δεν υπάρξει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, η οποία σημειωτέον δεν είναι δυνατή προτού περάσει ένας χρόνος. Μια κυβέρνηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου ή ακόμη και μιας ευρύτερης συμμαχίας των δυνάμεων του «δημοκρατικού τόξου» απέναντι στη Λεπέν θα είναι πύρρειος νίκη, αφού θα διεγείρει τα ακροδεξιά αντανακλαστικά ενός πληθυσμού που έχει πλέον εξοικειωθεί με το «τέρας», το έχει νομιμοποιήσει και θα διψάει στο εξής για τη ρεβάνς.
Η διακυβέρνηση Μακρόν φέρει σαφώς τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση που μοιάζει δύσκολα αναστρέψιμη. Εκλεγμένος με το μότο «ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά», ο εκλεκτός των ολιγαρχών πρώην τραπεζίτης εφάρμοσε ένα ακραία νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα ανηλεούς επίθεσης στα κοινωνικά αγαθά, προσφεύγοντας συχνά στη βία και την άγρια καταστολή – οι νεκροί και οι μονόφθαλμοι του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων» είναι μόνο ένα μέρος της αυταρχικής πολιτείας του Γάλλου προέδρου. Η ταύτιση στο σημείο αυτό με το πρόγραμμα της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης μόνο τυχαία δεν είναι: απολαμβάνοντας σήμερα τη στήριξη των ίδιων εκπροσώπων του μεγάλου κεφαλαίου που είχαν αναδείξει τον Μακρόν στην εξουσία, όπως ο μιντιάρχης Μπολορέ, η Λεπέν προαναγγέλλει την κατάργηση ή συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και των δημόσιων φορέων, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης – που ήδη επί Μακρόν είχε καταστεί φερέφωνο της εξουσίας, όταν μόλις λίγα χρόνια πριν λειτουργούσε ως πόλος κριτικής για την εκάστοτε κυβέρνηση.
Η στήριξη αυτή αποτυπώνεται έμπρακτα στο εύρος αναπαραγωγής των ακροδεξιών θέσεων στα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα αλλά και στη δημιουργία σχολών μέσα από τις οποίες εκπαιδεύονται τα στελέχη του χώρου. Σημαντικό μέρος του σχεδίου είναι και η προπαγάνδα που στήθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα ενάντια στα αριστερά κόμματα και ιδίως στην Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν-Λικ Μελανσόν, με πρωτοφανείς και ανυπόστατες συκοφαντίες για αντισημιτισμό και μεροληψία υπέρ του μουσουλμανικού στοιχείου.
Η ευθύνη βαρύνει εντούτοις το σύνολο των δημοκρατικών δυνάμεων για το ολοένα βαθύτερο ρήγμα μεταξύ των μεγάλων αστικών κέντρων και της περιφέρειας, ο πληθυσμός της οποίας βίωσε το σκληρότερο πρόσωπο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης – μια πραγματικότητα που έχει καταδείξει στα έργα του ο Εντουάρ Λουί. Η Αριστερά δεν στάθηκε ικανή να ανταποκριθεί στον ιστορικό της ρόλο και να ενσαρκώσει το αίτημα των πλέον ευάλωτων για κοινωνική δικαιοσύνη. Εχασε το στοίχημα της ταύτισης με τους κοινωνικούς αγώνες, που είναι το φυσικό της πεδίο. Η συρρίκνωση των ποσοστών της ουσιαστικά αποτυπώνει τον κατακερματισμό των λαϊκών αγώνων, από το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» στο κίνημα των προαστίων, το περιβαλλοντικό, το κοινωνικοασφαλιστικό. Τα κινήματα αυτά λειτούργησαν εν πολλοίς παράλληλα είτε διαδοχικά και όχι ως συγκοινωνούντα δοχεία ως όφειλαν, με βασικούς υπεύθυνους τα συνδικάτα αλλά κυρίως τις αριστερές ηγεσίες, που τις περισσότερες φορές ήταν τραγικά απούσες – με εξαίρεση ίσως την Ανυπότακτη Γαλλία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το άλλοτε κραταιό ΚΚ κατέληξε με ισχνό εκλογικό ποσοστό, με αποτέλεσμα ο γγ του να χάσει τη βουλευτική του έδρα από τον ακροδεξιό υποψήφιο από τον πρώτο κιόλας γύρο!
Η πληγωμένη αυτή Αριστερά διεκδικεί σήμερα συντεταγμένα την εξουσία στη βάση ενός συνεκτικού πολιτικού προγράμματος που διατυπώθηκε σε χρόνο-ρεκόρ. Η ελπιδοφόρα αυτή εξέλιξη αφενός αντικατοπτρίζει την ύπαρξη μιας στέρεης κοινής πολιτικής και κοινωνικής αφετηρίας, με κοινές προγραμματικές θέσεις και χρονοδιάγραμμα για την κοινωνική δικαιοσύνη που προϋπήρχαν ήδη από την εμπειρία της NUPES· αφετέρου αναδεικνύει την πολιτική ωριμότητα και τόλμη των δρώντων που καλούνται να αναλάβουν τον ιστορικό αυτό ρόλο.
Εξηγώντας την απόφασή του να συστρατευτεί στον νέο φορέα ως υποψήφιος βουλευτής, ο πρώην πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ τόνιζε ότι στο εγχείρημα αυτό σημασία έχουν οι προτάσεις και όχι τα πρόσωπα που θα τις ενσαρκώσουν. Τα λόγια αυτά ηχούν εξαιρετικά επίκαιρα και ως υπόμνηση και πυξίδα για τα υπαρξιακά διλήμματα που ταλανίζουν τον προοδευτικό χώρο και στην Ελλάδα. Φαίνεται ότι η γαλλική Αριστερά στην ύστατη στιγμή της κρίσης έχει επίγνωση της ιστορικής της ευθύνης απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Απέναντι στον πολιτισμό. Γιατί, έναν αιώνα μετά, το δίλημμα που έθεσε η Ρόζα παραμένει ακέραιο: Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.
Η Δέσποινα Σίνου είναι επίκουρη καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου, αναπληρώτρια Κοσμήτορας Σχολής Νομικών, Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Sorbonne Paris Nord, μέλος της Γραμματείας του τμήματος Εξωτερικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.