Προσωπικότητες της πολιτικής και της επιστήμης, σημαντικά κομματικά στελέχη και ανένταχτοι της Αριστεράς αναπτύσσουν τις θέσεις τους για τη συγκρότηση ενός αξιόπιστου προοδευτικού πόλου κόντρα στη ΝΔ
Στην πολιτική είναι πια συνηθισµένο να χρησιµοποιούνται όροι χωρίς προκαθορισµένο περιεχόµενο αλλά µε µια σκόπιµη ασάφεια, που δεν δεσµεύει πραγµατικά αλλά αποσκοπεί και στην ευνοϊκή αντιµετώπιση από διάφορα τµήµατα του κοινωνικού ακροατηρίου, µε διαφορετικές αφετηρίες και ετερόκλητες υποκειµενικές στάσεις. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και η χρήση του όρου του «κέντρου» ως πρώτου συνθετικού πολιτικών προσδιορισµών. Η συντηρητική παράταξη στην Ελλάδα, έχοντας πλήρη συναίσθηση του βαρύτατου –και πολλές φορές αντιδηµοκρατικού– παρελθόντος της, δεν έχει πλέον το θάρρος να αυτοορίζεται ως ∆εξιά. Χρησιµοποιεί λοιπόν κατά σύστηµα τον όρο κεντροδεξιά, όπου το πρώτο συνθετικό αποτελεί µάλλον «φερετζέ», που θέλει να κρύψει το πραγµατικό πρόσωπο. Οµως ποια ανάγκη θα είχαν οι «κληρονόµοι» της ελληνικής Αριστεράς να κάνουν κάτι αντίστοιχο; Πιθανόν εδώ να λειτουργεί µια µηχανιστική και µάλλον ανόητη αντίληψη και ελπίδα, ότι µε µόνη την προσθήκη του «κέντρου» αποκτούν αυτοµάτως ευρύτερο ακροατήριο. Αλλιώς αποτυπώνεται και εδώ (ανεξήγητη) ντροπή ή, ακόµη χειρότερα, πολιτική άρνηση για τη χρήση ενός ξεκάθαρου αυτοπροσδιορισµού της Αριστεράς…
Στην ελληνική πραγµατικότητα το πάλαι ποτέ κέντρο έχει παραδώσει προ πολλού το πνεύµα. Ο τίτλος χρησιµοποιείται πλέον από κεκτηµένη ταχύτητα ή απλώς σκοπίµως, χωρίς να έχει πραγµατικό αντίκρισµα. Η µεταπολιτευτική πορεία του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου αν κάτι έθεσε µε βεβαιότητα στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, αυτό είναι το αλήστου µνήµης κέντρο. Σαν απόπειρα αναβίωσης µιας «κεντρώας» πολιτικής θα µπορούσε ίσως να θεωρηθεί η περίοδος του λεγόµενου «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ. Αλλά έπειτα από τόσα χρόνια κανείς δεν µπορεί να αµφιβάλλει πως αυτού του είδους οι πολιτικές στην ουσία απλώς αποτελούν µια διεύρυνση της συντηρητικής παράταξης. Εξάλλου ήδη σήµερα, ακόµη και στην Ευρώπη, την κοιτίδα της σοσιαλδηµοκρατίας, τα σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα πνέουν τα λοίσθια, ακριβώς λόγω της αδυναµίας τους να έχουν διακριτή πολιτική πρόταση απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική.
Απέναντι σε αυτή την κυρίαρχη πολιτική, λοιπόν, που λειτουργεί όχι µόνο ερήµην αλλά και εναντίον των κοινωνιών, η απάντηση µπορεί να είναι µόνο µια συνολικά διαφορετική πρόταση. Καµία «διόρθωση» και καµία «βελτίωση» δεν θα αλλάξει τον χαρακτήρα ενός συστήµατος εξουσίας που λειτουργεί αυτονοµηµένο και µε τους δικούς του κανόνες, στους οποίους οι κοινωνικές ανάγκες αποτελούν αµελητέα παράµετρο.
Αυτήν τη διαφορετική πρόταση αναζητούν οι δοκιµαζόµενες κοινωνίες και δυστυχώς η Αριστερά δεν φάνηκε µέχρι τώρα ικανή να ανταποκριθεί στον ιστορικό της ρόλο. Αντίθετα, σε διάφορες χώρες υποδέχονται τη λαϊκή οργή και βρίσκουν εκλογική ανταπόκριση πολιτικοί σχηµατισµοί ή πολιτικά πρόσωπα που εµφανίζονται σαν αντισυστηµικά, προβάλλοντας όµως θέσεις ξενοφοβικές ή και καθαρά ρατσιστικές και εξαγγέλλοντας πολιτικές διακρίσεων, δηλαδή στην ουσία αντικοινωνικές.
Οσο επιδεινώνεται η κοινωνική πραγµατικότητα τόσο η οντότητα της Αριστεράς αποκτά όλο και πιο κρίσιµη σηµασία – και θα έπρεπε να αποκτά και µεγαλύτερη απήχηση. Οι αρχές και οι αξίες της, όπως αυτές της ανυποχώρητης προστασίας των λαϊκών τάξεων (χωρίς διακρίσεις), της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, είναι οι µόνες που µπορούν να δώσουν διέξοδο και προοπτική απέναντι στις απάνθρωπες συνθήκες που δηµιούργησε το κυρίαρχο πολιτικό σύστηµα.
Αλλά διέξοδος και λύση µπορεί να υπάρχουν µόνο από µια Αριστερά σε διαρκή επαφή και αλληλεπίδραση µε την κοινωνία, µια κινηµατική Αριστερά µε συναίσθηση του ρόλου της. Και πραγµατικό κίνηµα υπάρχει µόνο µε τη µαζική ενεργή συµµετοχή. Η αυτοεπιβεβαιωτική εκτονωτική ανάλωση σε περιθωριοποιηµένες κινητοποιήσεις δεν είναι Αριστερά, είναι µια καρικατούρα της που αρκείται σε µια πρακτική που λειτουργεί σαν υπαρξιακό άλλοθι. Αλλο χαρακτηριστικό παράδειγµα παθογένειας: η προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωµάτων είναι βασικό συστατικό στοιχείo των αρχών και αξιών της Αριστεράς. Αλίµονο, όµως, αν θεωρήσουµε ότι εκεί εξαντλείται ο ρόλος της. Μια Αριστερά χωρίς προτεραιότητα στην προάσπιση των συµφερόντων της µεγάλης µάζας των λαϊκών τάξεων, στους όρους διαβίωσης και ανάπτυξης αυτών των ανθρώπων, είναι και ελλειµµατική και ευάλωτη. Ευάλωτη γιατί ο λεγόµενος δικαιωµατισµός µπορεί να βρίσκει, όπως θα έπρεπε όλοι πλέον να έχουµε καταλάβει, εύκολες και ανέξοδες απαντήσεις από το κυρίαρχο σύστηµα.
Οµως η εναλλακτική πρόταση και λύση µπορούν να είναι πειστικές µόνο αν απαντούν εξαρχής στο βασικότερο από όλα τα ζητήµατα: Ποιες είναι οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν –και θα γίνουν– την εποµένη της ανάληψης της διακυβέρνησης, πριν από τη στρατηγική αποδέσµευση από το σύστηµα; Πριν από το όραµά µας για το µέλλον υπάρχουν οι ανάγκες της κοινωνίας στο πραγµατικό, το απτό δικό της αύριο. Συγκεκριµένος και δεσµευτικός προγραµµατικός λόγος, λοιπόν, και όχι αοριστίες και υποσχέσεις. Αποφασιστικότητα και όχι παιχνίδια µε τις προσδοκίες και τις ανάγκες του κόσµου. Ειδικά στη χώρα µας, µε όσα βιώνουµε όλοι, ιδίως από το 2010 και µετά, και µε τις δραµατικές συνέπειες της κυρίαρχης πολιτικής, η εναλλακτική διέξοδος αποτελεί απόλυτη αναγκαιότητα.
Μια τελευταία παρατήρηση, σαν κατακλείδα: λύση χωρίς ενεργό λαϊκό ρόλο, χωρίς λαϊκή συµµετοχή, δεν µπορεί να υπάρξει. Οι παρασκηνιακές µεθοδεύσεις και συνεννοήσεις ακόµη κι αν οδηγήσουν σε συµφωνίες µέσα στα γραφεία –κατά πλήρη αντιγραφή του παραδοσιακού αστικού πολιτικού συστήµατος–, ακόµη κι αν φέρουν το επιθυµητό για τους οργανωτές τους αποτέλεσµα, αυτό θα είναι οπωσδήποτε θνησιγενές, καταδικασµένο σε αποτυχία. Και δεν υπάρχουν πια περιθώρια για ανακύκλωση των προβληµάτων ούτε για αποτυχηµένες προσπάθειες ή άκυρα (πολιτικά) άλµατα.