Κατά τις πρώτες δεκαετίες µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο η σοσιαλδηµοκρατία (ή κεντροαριστερά, όπως εναλλακτικά λέγεται) είχε να επιτελέσει σηµαντικό ρόλο στη δυτική Ευρώπη. Αποτελούσε την πολιτική δύναµη που ηγούνταν µεταρρυθµίσεων στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήµατος. Οι µεταρρυθµίσεις αυτές βελτίωναν τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώµατα των εργαζοµένων ενώ παράλληλα σταθεροποιούσαν το σύστηµα. Γίνονταν εφικτές επειδή οι χώρες διένυαν την περίοδο της ανοικοδόµησης αλλά και επειδή υπήρχε ο φόβος του ισχυροποιηµένου εργατικού κινήµατος τόσο στη δυτική όσο και στην ανατολική Ευρώπη.
Τη δεκαετία του 1970 αυτή η δυναµική παραχωρήσεων εξαντλήθηκε και το οικονοµικό σύστηµα γνώρισε µια ακόµη κρίση. Αρχισε η στροφή προς τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση και µαζί η σταδιακή µετατόπιση της κεντροαριστεράς σε θέσεις νεοφιλελεύθερες. Η µετατόπιση αυτή σηµειώθηκε κατά βάση σε τρία βήµατα: δεκαετία του 1980, δεκαετία του 1990 και µετά την κρίση του 2008. Η στροφή αποδυνάµωσε σταδιακά την κεντροαριστερά αφού οι διαφορές µε τα παραδοσιακά συντηρητικά κόµµατα γίνονταν ολοένα λιγότερο υπαρκτές. Αυτό ώθησε βαθµιαία µεγάλο τµήµα των ψηφοφόρων στην αποχή.
Στην Ελλάδα το φαινόµενο εκφράστηκε µε σχετική καθυστέρηση λόγω της ανώµαλης µετεµφυλιακής περιόδου και της δικτατορίας του 1967-74. Το «σύντοµο καλοκαίρι της σοσιαλδηµοκρατίας» διήρκεσε για λίγο: 1981-85. Στην τελευταία αυτή ηµεροµηνία άρχισε η βαθµιαία προσαρµογή του ΠΑΣΟΚ στα νεοφιλελεύθερα προτάγµατα της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης.
Μετά την κρίση του 2008 η ταύτιση της κεντροαριστεράς µε τις σκληρές πολιτικές λιτότητας την οδήγησε σε ακόµη µεγαλύτερη αναξιοπιστία. Απόδειξη είναι η πάγια πλέον δυσκολία του ΠΑΣΟΚ να επανέλθει στα παλαιότερα επίπεδα εκλογικής επιρροής του αλλά και η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς.
Η κακοδαιµονία που µαστίζει τον χώρο οφείλεται στο γεγονός ότι οι πολιτικές του προτάσεις και η πολιτική του πρακτική (ιδίως η κυβερνητική) δεν τον διαφοροποιούν αισθητά από την παραδοσιακή νεοφιλελεύθερη παράταξη. Τα κόµµατα της κεντροαριστεράς δεν αµφισβητούν τη µνηµονιακή νοµοθεσία, που ισχύει και θα εξακολουθήσει να ισχύει στο µέλλον κατακρηµνίζοντας κάθε λαϊκή προσδοκία για ανάταξη του βιοτικού επιπέδου. Αποδέχονται την εποπτεία της ΕΕ, η οποία µε τη σειρά της όχι µόνο καθηλώνει τα λαϊκά εισοδήµατα αλλά τα ωθεί διαρκώς προς τα κάτω.
Ετσι στην πραγµατικότητα, παρά τις όποιες φραστικές διαφοροποιήσεις, δεν έχουν να προτείνουν κάτι ουσιαστικά διαφορετικό για µια σειρά ζέοντα ζητήµατα. ∆εν µπορούν να προτείνουν (και κυρίως να εφαρµόσουν) γενναίες αυξήσεις µισθών, δεν µπορούν να προτείνουν ουσιαστικά µέτρα αντιµετώπισης της ακρίβειας, δεν τολµούν να προτείνουν και να εφαρµόσουν τη φορολόγηση του µεγάλου κεφαλαίου (ελαφρύνοντας τους µισθωτούς και τους µικροµεσαίους).
Στα ζητήµατα της εξωτερικής πολιτικής είναι επίσης δέσµια του κυρίαρχου πολιτικού πλαισίου. ∆εν µπορούν να διαφοροποιηθούν από το ΝΑΤΟ στο ουκρανικό, από την πολιτική στρατιωτικοποίησης της ΕΕ ούτε από τη στήριξη του Ισραήλ στον γενοκτονικό του πόλεµο, έστω και αν στα αντιπολιτευτικά λόγια διαφοροποιούνται λίγο.
Εντός αυτού του ασφυκτικού πλαισίου οι δυνατότητες διαφοροποίησης είναι µηδαµινές, όπως απέδειξε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Για τον λόγο αυτό η ατζέντα της κεντροαριστεράς δυσκολεύεται να γίνει πειστική. Για τον ίδιο λόγο, οι δυσαρεστηµένοι ψηφοφόροι της παραδοσιακής ∆εξιάς δεν στρέφονται προς αυτήν αλλά προτιµούν την αποχή ή τη στροφή στην ακροδεξιά, πολύ περισσότερο που η τελευταία προωθείται πανευρωπαϊκά από τµήµα του µεγάλου κεφαλαίου και από τα κυρίαρχα µέσα ενηµέρωσης.
Νοµίζω πως µε αυτά τα δεδοµένα στην παρούσα ιστορική περίοδο της κρίσης ο ρόλος της κεντροαριστεράς θα παραµείνει αναιµικός. ∆εν αποκλείεται βέβαια κάποια στιγµή να κατορθώσει να ανασυγκροτηθεί και να ανακάµψει σχετικά κάτω από το βάρος της δυσαρέσκειας του λαού από τον παραδοσιακό συντηρητικό χώρο. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση η εµπειρία της διακυβέρνησης θα οδηγήσει πάλι τους ψηφοφόρους της στη διάψευση και την απογοήτευση, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.
*Ο Δημήτρης Καλτσώνης είναι καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο