Προσωπικότητες της πολιτικής και της επιστήμης, σημαντικά κομματικά στελέχη και ανένταχτοι της Αριστεράς αναπτύσσουν τις θέσεις τους για τη συγκρότηση ενός αξιόπιστου προοδευτικού πόλου κόντρα στη ΝΔ.Τις αδυναμίες και τα εμπόδια του εγχειρήματος για την ανασύσταση της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα αναλύει ο Κωνσταντίνος Δημουλάς.
Η δηλωμένη επιθυμία προβεβλημένων πολιτικών στελεχών και αυτόκλητων υπερασπιστών της δημοκρατίας και της κοινωνικής προόδου για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα προκειμένου αυτή να αποτελέσει την εναλλακτική κυβερνητική πρόταση απέναντι στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της ΝΔ ή και να ανακόψει την ανοδική πορεία της ακροδεξιάς απέχει παρασάγγας από τη μέχρι σήμερα πορεία του αντίστοιχου εγχειρήματος στη Γαλλία, όπου ηγεμονεύει η ριζοσπαστική Αριστερά και προσομοιάζει περισσότερο προς μια επαρχιώτικη εκδοχή του αποστεωμένου από κάθε ριζοσπαστισμό υπό την ηγεσία του Κιρ Στάρμερ βρετανικού Εργατικού Κόμματος.
Με τον τρόπο που επιχειρείται μέχρι τώρα η ανασύσταση της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα είναι εκ των προτέρων δεδομένη η αδυναμία του εγχειρήματος να εμπνεύσει τις δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου και να οδηγήσει σε ήττα τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό που ηγεμονεύει για δεκαετίες τώρα στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Κατά την άποψή μου η ανασύσταση μιας ισχυρής και κοινωνικά προοδευτικής κεντροαριστεράς στις σημερινές συνθήκες εμποδίζεται από τις παρακάτω θεμελιώδεις αδυναμίες:
Πρώτα απ’ όλα, οι πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί μέχρι σήμερα δείχνουν ότι τα πολιτικά στελέχη που τις αναλαμβάνουν δεν έχουν κατανοήσει πως η ακροδεξιά δεν ενισχύεται πολιτικά μόνο επειδή διαθέτει αποτελεσματικούς μηχανισμούς προπαγάνδας και πόρους που της παρέχουν τα κατεστημένα και αναχρονιστικά επιχειρηματικά συμφέροντα, αλλά εδράζεται κυρίως στην απογοήτευση των πλατιών λαϊκών στρωμάτων που εγκαταλείφθηκαν πολιτικά από τα κόμματα της ελληνικής κεντροαριστεράς προκειμένου αυτά να υπηρετήσουν το νεοφιλελεύθερο όραμα της ενιαίας Ευρώπης. Τα ίδια στρώματα εγκαταλείφθηκαν πολιτικά και απογοητεύτηκαν επίσης και από τη ριζοσπαστική Αριστερά που προσκολλήθηκε δογματικά στον αταξικό δικαιωματισμό και τον νεοφιλελεύθερης έμπνευσης υποκειμενισμό των ατομικίστικων κοινωνικών ταυτοτήτων.
Δεύτερον, τα προβεβλημένα από τα ΜΜΕ ηγετικά στελέχη της ελληνικής κεντροαριστεράς με τον τρόπο που διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται τα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους και των μνημονίων (2010 μέχρι σήμερα) κατέδειξαν στα πλατιά λαϊκά στρώματα είτε ότι είναι αφελείς ιδεολόγοι που παραμένουν δογματικά προσκολλημένοι σε μη εφικτές κυβερνητικές πολιτικές είτε ότι είναι καιροσκόποι πολιτικοί καριερίστες που εξαντλούν το πολιτικό τους όραμα και την όποια εναλλακτική κυβερνητική πολιτική στην επικοινωνία και τη μονομερή ψηφοθηρική στρατηγική χωρίς να υπηρετούν ένα εναλλακτικό πολιτικό όραμα για τον κόσμο της εργασίας και για την προώθηση της ακηδεμόνευτης (από τις ΗΠΑ και την ΕΕ) εθνικής ανεξαρτησίας.
Τρίτον, η μετά το 2010 κεντροαριστερά και η μετά το 2015 ριζοσπαστική Αριστερά προσκολλήθηκαν στην εξυπηρέτηση των πολιτικών επιταγών του γερμανικού και αμερικανικού κεφαλαίου και επικεντρώθηκαν σε διαχειριστικές πολιτικές στελεχών, αδιαφορώντας για τα κοινωνικά κινήματα και τις οργανώσεις βάσης, δηλαδή τους φορείς που παραδοσιακά αποτελούν τα θεμέλια της όποιας εναλλακτικής στρατηγικής απέναντι στη Δεξιά, στο κεφάλαιο και στις πολιτικές νεοφιλελεύθερης έμπνευσης.
Τέταρτον, η ανασύσταση της κεντροαριστεράς κηδεμονεύεται μέχρι τώρα από τις αποτυχημένες πολιτικές βαρονίες των μεσαίων και ανώτερων αστικών τάξεων που διεκδικούν ρόλο στη δημόσια πολιτική προκειμένου να διασφαλίζουν τα ατομικά ή και ιδιαίτερα οικονομικά και πολιτικά τους συμφέροντα, αδιαφορώντας για τις ανάγκες και τις συνθήκες διαβίωσης των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Η απόπειρα αναγέννησης της μεγάλης κεντροαριστεράς επιδιώκεται αποκλειστικά με «κινήσεις κορυφής» και εξαντλείται σε επικοινωνιακές τακτικές που απευθύνονται σε ένα κατασκευασμένο από τα ΜΜΕ και τους γκουρού της πολιτικής επικοινωνίας εκλογικό σώμα που είναι ρευστό και απογοητευμένο από τα πρακτικά αποτελέσματα της πολιτικής συμμετοχής. Σε αυτό το εγχείρημα υποβαθμίζονται η κοινωνική θέση και σύνθεση των ψηφοφόρων και τα υλικά συμφέροντα των στηριγμάτων της κοινωνικής δημοκρατίας και της προόδου, όπως είναι οι μισθωτοί του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, οι υπάλληλοι, οι εργάτες, οι τεχνίτες, οι μικροί αγρότες, οι μικροεπαγγελματίες και οι βιοτέχνες. Αντίθετα, αναζητούν τα πολιτικά τους στηρίγματα σε ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα και στην υποστήριξη της γεωπολιτικής στρατηγικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, σε βάρος μιας ακηδεμόνευτης και εθνικά κυρίαρχης εξωτερικής πολιτικής.
Πέμπτον, το εγχείρημα της ισχυρής κεντροαριστεράς δεν στηρίζεται σε λαϊκά αιτήματα και κοινωνικά κινήματα ούτε σε επεξεργασμένα προγράμματα στρατηγικού προσανατολισμού προς ένα εναλλακτικό προς το νεοφιλελεύθερο πολιτικό πρόγραμμα. Στην καλύτερη εκδοχή του εξαντλείται σε αποσπασματικές προτάσεις που περιχαρακώνονται από τη λογική της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς», η οποία συνιστά την άλλη πλευρά του νεοφιλελεύθερου νομίσματος (γερμανικός ορντολιμπεραλισμός). Από αυτό το πολιτικό εγχείρημα απουσιάζουν όχι μόνο ένα επεξεργασμένο εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα αλλά και οι επαρκώς καταρτισμένες ηγεσίες που δεν δειλιάζουν ούτε εγκαταλείπουν τον στρατηγικό πολιτικό στόχο στην πρώτη σοβαρή αντίδραση που θα εκδηλώσουν τα εγχώρια και διεθνή επιχειρηματικά συμφέροντα.
Από την παραπάνω ανάλυση των αδυναμιών του εγχειρήματος για την ανασύσταση της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα προκύπτει ότι αυτή δεν συνιστά μια πολιτική ικανή να ανατρέψει τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Η μόνη αξιόπιστη και βιώσιμη εναλλακτική πολιτική που δημιουργεί σοβαρές και ταυτόχρονα εφικτές προοπτικές ανακοπής της ακροδεξιάς και εκτοπισμού του «ακραίου κέντρου» είναι η ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής – πατριωτικής Αριστεράς που γειώνεται στα υλικά συμφέροντα και στις προσδοκίες των πλατιών λαϊκών τάξεων της εργασίας, της παραγωγής και του πολιτισμού και αυτό το όραμα οφείλουν να επιδιώξουν οι υγιείς και κοινωνικά προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου.
Ο Κωνσταντίνος Δημουλάς είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος του δικτύου Πανελλήνιοι Διάλογοι
Διαβάστε επίσης
Έβρος: Εκτός κινδύνου ο συνοριοφύλακας – Τι εξετάζουν οι Αρχές
Η δημόσια συγγνώμη του enikos.gr στην Έλενα Ακρίτα – «Τον φόβο μου να έχουν»
Φόνοι στην καρδιά του καλοκαιριού
Σεισμική δόνηση 5,3 βαθμών στην κλίμακα Ρίχτερ, νοτιοδυτικά της Παλαιοχώρας Χανίων