Στο πεδίο της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών αναγκαστήκαμε να μεταφέρουμε το ερώτημα που θα υποβάλλαμε στον Κυριάκο Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, αφού για μία ακόμα χρονιά ως πρωθυπουργός απέκλεισε το Documento από την δυνατότητα υποβολής ερωτήματος, την ώρα που έδωσε τρεις και τέσσερις ερωτήσεις σε φίλια συγκροτήματα Τύπου, σε ιστοσελίδες και μέσα ενημέρωσης με ισχνή αναγνωσιμότητα, αλλά ακόμα και σε δημοσιογράφους της ΕΡΤ που εμφανίστηκαν να εκπροσωπούν κάποιο άλλο ιδιωτικό ΜΜΕ.
Το ερώτημα που επρόκειτο να τεθεί στον Κυριάκο Μητσοτάκη έρχεται από το παρελθόν, από το στόμα ενός πρώην πρωθυπουργού και μέρος της οικογενειακής κληρονομιάς του πρωθυπουργού. Ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που το 1993, όταν η Βουλή αποφάσισε τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής για τις τότε τηλεφωνικές υποκλοπές, και πριν οι κατηγορίες αποσυρθούν, δήλωσε ευθαρσώς την πρόθεσή του να πάει στην επιτροπή της Βουλής και να καταθέσει ο ίδιος. Σε πλήρη αντιδιαστολή -δηλαδή- με τον υιό του, που σήμερα κρύβεται από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, παρά τα αιτήματα σύσσωμης της αντιπολίτευσης.
«Σας διαβάζω τη δήλωση ενός πρώην πρωθυπουργού, αμέσως μετά την απόφαση της Βουλής το 1993 για τη διερεύνηση μιας προηγούμενης υπόθεση τηλεφωνικών υποκλοπών: “Εγώ θα πάω στη Βουλή, εάν υπάρξει πρόταση της προανακριτικής επιτροπής. Θα μιλήσω ο ίδιος. Θα αποκαλύψω όλες τις πλευρές αυτής της θλιβερής σκευωρίας και θα είμαι ιδιαίτερα σκληρός” Τι εμποδίζει τον κύριο Κυριάκο Μητσοτάκη να κάνει μια αντίστοιχη δήλωση;» ήταν το ερώτημα που τελικά αναγκαστήκαμε να κάνουμε στον Γιάννη Οικονόμου, ο οποίος ήταν σε πολύ πιο άνετη θέση να απαντήσει από ότι ο πρωθυπουργός.
«Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ήδη πάει στη Βουλή και έχει μιλήσει με πολύ μεγάλη σαφήνεια για όλο το εύρος της υπόθεσης αυτής» αρκέστηκε να απαντήσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, διαστρέφοντας ουσιαστικά το ερώτημα, αφού αυτό αφορούσε τη «σύγκριση» με την πρόθεση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να πάει αυτοπροσώπως και να καταθέσει στην τότε προανακριτική επιτροπή.
Η απάντηση του εκπροσώπου αφορά την Ολομέλεια που έγινε για τις παρακολουθήσεις στα τέλη του Αυγούστου, όταν σύρθηκε από την αντιπολίτευση να ανοίξει εκτάκτως τη Βουλή, υπό το βάρος των ζοφερών αποκαλύψεων για το σκάνδαλο που φέρει την υπογραφή του. Ωστόσο, μετά τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής, παρά τις συνεχείς αποκαλύψεις και τα αιτήματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, οι βουλευτές της πλειοψηφίας φρόντισαν να χτίσουν ένα τείχος προστασίας στον Κυρ. Μητσοτάκη, αλλά και σε κομβικά πρόσωπα του σκανδάλου, όπως ο ανιψιός του, Γρηγόρης Δημητριάδης.
Τώρα, όσον αφορά το ερώτημα για ποιον λόγο το Documento έμεινε εκτός ερωτήσεων στον πρωθυπουργό για τέταρτη συνεχή χρονιά, και μάλιστα σε μία συνέντευξη Τύπου που κράτησε τρεις και πλέον ώρες, η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου δεν αντέχει σε κριτική, αφού επιχειρεί να υποκαταστήσει την υποβολή ερωτήματος στον Κυρ. Μητσοτάκη με την συμμετοχή μας στην καθημερινή ενημέρωση πολιτικών συντακτών, που αποτελεί δικαίωμα για κάθε μέσο ενημέρωσης πανελλαδικής εμβέλειας.
«Η συνέντευξη τύπου του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ κράτησε πάνω από τρεις ώρες, ρώτησαν πάνω από 52 συνάδελφοί σας» απάντησε αρχικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, δικαιολογώντας εμμέσως τον αποκλεισμό του Documento με τη δικαιολογία της μεγάλης συμμετοχής, χωρίς απάντηση όμως για το γεγονός πως αυτό συμβαίνει για τέταρτη συνεχή χρονιά.
«Νομίζω ότι έχουμε μία άριστη συνεργασία και ανταλλαγή απόψεων εδώ, κυρίως από τότε που μας κάνετε την τιμή εσείς να έρχεστε. Αν θυμάμαι καλά πρέπει να έχετε το ρεκόρ ερωτήσεων σε κάθε briefing» συνέχισε, και πάλι αντιμετωπίζοντας το κατοχυρωμένο δικαίωμά μας να συμμετέχουμε και να υποβάλλουμε ερωτήματα στην ενημέρωση πολιτικών συντακτών ως «απόδειξη» ελευθεροτυπίας, καταλήγοντας πως «δεν βλέπω κανένα θέμα».
Το θέμα όμως είναι εκεί και παραμένει. Μία εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας, με δύο ιστοσελίδες με μεγάλη επισκεψιμότητα αποκλείστηκαν για μία ακόμα φορά από την δυνατότητα ερωτήματος στον πρωθυπουργό, αντιμετωπιζόμενες ως «ειδική περίπτωση». Ο πρωθυπουργός κρύφτηκε από το Documento για μία ακόμα χρονιά.