Οι προβλέψεις είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να εκτεθείς. Ειδικά, όταν μιλάμε για τις κρισιμότερες εκλογές των τελευταίων δεκαετιών στις ΗΠΑ. Και οι δημοσκοπικές εταιρείες στις ΗΠΑ έκαναν αυτό ακριβώς: εξετέθησαν.
Όπως συνέβη αντίστοιχα και στην προεδρική κούρσα του 2016, έτσι και τώρα, οι δημοσκοπήσεις έπεσαν για μία ακόμα φορά έξω. Απέτυχαν παταγωδώς να δικαιολογήσουν τον ρόλο τους και να σκιαγραφήσουν τον εκλογικό σφυγμό, όπως σε πλείστες όσες περιπτώσεις.
Αντίθετα, δημιούργησαν σε αμφότερες τις περιπτώσεις ένα «ρεύμα» νίκης των δημοκρατικών υποψηφίων. «Τότε» της Χίλαρι και «τώρα» για λογαριασμό του Μπάιντεν. Το αμέσως προηγούμενο διάστημα, είχαν δημιουργήσει «αέρα» νίκης του δημοκρατικού υποψηφίου, αφήνοντας -μάλιστα- ελάχιστο περιθώριο στον «πολύ σκληρό για να πεθάνει» -όπως αποδείχτηκε- Τραμπ.
Ενδεικτικά, λίγα 24ωρα νωρίτερα, μέτρηση που δημοσίευσαν WSJ και NBC έδειχνε ξεκάθαρο προβάδισμα, δέκα ποσοστιαίων μονάδων, του Μπάιντεν σε εθνικό επίπεδο (52% έναντι 42% του Τραμπ) ενώ έδειχναν -ελαφρύ μεν προβάδισμα δε- σε όλες τις κρίσιμες πολιτείες. Υπήρχαν μάλιστα έρευνες με διαφορές μεγαλύτερες των 15 μονάδων. Με λίγα λόγια, σκιαγραφούσαν έναν… υγιεινό εκλογικό «περίπατο» εν μέσω πανδημίας. Κάτι που πιθανότατα δεν λειτούργησε προς όφελος του 77χρονου υποψήφιου των Δημοκτικών, αν αναλογιστεί κανείς πως η μάχη της κάλπης ήταν κυριολεκτικά στήθος με στήθος, ενώ τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η διαφορά είναι πολύ μικρότερη από αυτή που περιέγραφαν οι «σφυγμομετρήσεις». Δεν είναι η πρώτη φορά, άλλωστε, μήτε η τελευταία, στα σίγουρα. Γινόταν, γίνεται και θα γίνεται.
Σε κάθε περίπτωση, η επόμενη ημέρα στις ΗΠΑ παραμένει «θολή», σε ένα ιδιαίτερο ψηφιδωτό πόλωσης, με τους πολίτες εγκλωβισμένους σε αδιέξοδες πολιτικές σε μία σειρά από τομείς όπως η οικονομία, η διαχείριση της πανδημίας, τα συνεχώς αυξανόμενα περιστατικά ρατσιστικής βίας. Αυτά είναι ορισμένα από τα φλέγοντα ζητήματα στα οποία οφείλει να έχει απαντήσεις ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου.
Στο δια ταύτα, τώρα. Πρώτον, είτε τελικά εκλεγεί ο Μπάιντεν είτε ο Τραμπ ανανεώσει τη θητεία του, οι δημοσκοπήσεις είναι οι πρώτες που απέτυχαν και οι δημοσκόποι εξετέθησαν. Δεύτερον, ΜΜΕ – κολοσσοί (New York Times, CNN κ.α.) δεν κατάφεραν να αποδομήσουν πλήρως την πολιτική και το αφήγημα του μεγιστάνα παρά τις ατελείωτες παλινωδίες του επί μία ολόκληρη θητεία. Τρίτον, ο αμερικανικός λαός παραμένει βαθιά διχασμένος. Τέταρτον, πρέπει να υπογραμμιστεί και η οφθαλμοφανής αδυναμία των Δημοκρατικών να εμπνεύσουν τους ψηφοφόρους με τον υποψηφιό τους, ειδικά με τις υφιστάμενες συνθήκες. Ιδίως αν αναλογιστεί κανείς και την τελευταία γκάφα του Μπάιντεν, που σε λίγες ημέρες γίνεται 78 ετών, όταν κατά τη διάρκεια ομιλίας του μπερδεύτηκε και αντί να παρουσιάσει την εγγονή του, είπε το όνομα του γιου του, Μπο, ο οποίος έχει πεθάνει από το 2015…
Σε κάθε περίπτωση το δημοσκοπικό «Βατερλώ», όπως και αν προκλήθηκε, παραμένει «Βατερλώ» στη συνείδηση του κόσμου που κοιτάζει -δικαίως- καχύποπτα τις σφυγμομετρήσεις.
*Το άρθρο δημοσιεύεται πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία της καταμέτρησης.