Υπεύθυνοι μεγάλου ιδιωτικού καναλιού αξιολογούσαν επαγγελματίες δημοσιογράφους με …ποσοστιαίο κριτήριο αποδοτικότητας.
Αν για παράδειγμα η… απόδοση ήταν 56%, ο δημοσιογράφος… χρειαζόταν βελτίωση. Από 60% κι επάνω κρινόταν ικανοποιητικός, ενώ αν ξεπερνούσε το 80% ήταν «πολύ καλός». Από 90% και πάνω απόδοση ο δημοσιογράφος τα «έσπαγε» αφού πλέον έπαιρνε τον τίτλο του «εξαιρετικού».
Η κατάσταση με αυτού του τύπου τις αξιολογήσεις, προσκομίστηκε μάλιστα ενώπιον δικαστηρίου, στο οποίο προσέφυγε δημοσιογράφος του καναλιού ζητώντας να κηρυχθεί άκυρη η απόλυση του, που έγινε μετά από 14 χρόνια συνεργασίας και την οποία χαρακτηρίζει «εκδικητική» επειδή ήταν απόρροια της άρνησης του να υποστεί μείωση αποδοχών.
Το κανάλι από την πλευρά του προκειμένου να υποστηρίξει τη θέση του ότι η απόλυση έγινε εν καιρώ οικονομικής κρίσης, όχι από εμπάθεια στο πρόσωπο του εργαζομένου αλλά λόγω «χαμηλής αποδοτικότητας», επικαλέστηκε βεβαιώσεις με τις… βαθμολογίες δημοσιογράφων. Ο σκοπός ήταν να καταδείξει ότι ο ενάγων «κόπηκε» σ΄ αυτόν τον… απίθανο διαγωνισμό επαγγελματικής αξιοσύνης (άραγε με ποια κριτήρια έμπαιναν οι… βαθμοί;), γιατί ήταν ..χαμηλά στην κατάταξη σε σχέση με άλλους συναδέλφους του.
Η δικαστική αντιδικία καναλιού – δημοσιογράφου διαρκεί σχεδόν εννιά χρόνια καθώς η ελληνική Δικαιοσύνη δεν έχει ακόμα καταλήξει σε οριστική και αμετάκλητη απόφαση και παρά το γεγονός ότι ο εργαζόμενος, πολύ γνωστός πολιτικός συντάκτης, είχε κερδίσει σε μεγάλο βαθμό την πρώτη μάχη.
Στην αγωγή του υποστήριζε ότι «η καταγγελία της σύμβασης του είναι άκυρη ως καταχρηστική γιατί έγινε για λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπο του, κι αν ακόμα θεωρηθεί ότι έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους, κατά την επιλογή του ως απολυτέου δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια της εν γένει προσωπικής κατάστασης, αρχαιότητας, ηλικίας, και οικονομικών υποχρεώσεων, με συνέπεια η εναγόμενη εταιρεία έχει καταστεί υπερήμερη εργοδότρια από την επομένη της καταγγελίας μέχρι και τρία χρόνια μετά».
Το πρωτόδικο δικαστήριο, που δεν είχε βέβαια δώσει βάση στις ποσοστιαίες αξιολογήσεις, είχε κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή του δημοσιογράφου και είχε αναγνωρίσει ότι η καταγγελία της σύμβασης του από το κανάλι είναι άκυρη γιατί η επιλογή του δεν έγινε με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά) .Υποχρέωνε έτσι το κανάλι να του καταβάλλει περισσότερα από 100.000 ευρώ, ενώ η απόφαση είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και για το ποσόν των 10.000 ευρώ.
Το κανάλι -που βέβαια δεν ήθελε να πληρώσει- άσκησε έφεση κατά της απόφασης ζητώντας την εξαφάνιση της, χαρακτηρίζοντας την ως «εσφαλμένη». Όμως και ο δημοσιογράφος επέμενε σε δεύτερη συζήτηση καθώς εκτός από τα χρήματα που κέρδισε διεκδικούσε με την αγωγή του και την επιστροφή στη δουλειά του.
Σε εντελώς μήκος κύματος όμως από το πρωτόδικο δικαστήριο, το Μονομελές Εφετείο, εξαφάνισε όντως, όπως ζητούσε ο εργοδότης, την απόφαση που δικαίωνε τον εργαζόμενο- δημοσιογράφο, δίκασε επί της ουσίας και… απέρριψε την αγωγή δίνοντας αξία στις ποσοστιαίες αξιολογήσεις που είχαν προσκομιστεί από το κανάλι. Ζύγισε δηλαδή το επαγγελματικό βάρος του δημοσιογράφου έναντι άλλων συναδέλφων του και τον βρήκε… ελαφρύτερο, βασιζόμενο στις περίφημες ποσοστιαίες βαθμολογίες .
Η υπόθεση είναι πλέον στα χέρια του Αρείου Πάγου, καθώς όπως ήταν φυσικό ο δημοσιογράφος, που σήμερα εργάζεται σε κρατικό κανάλι όπου προσελήφθη κατόπιν διαγωνισμού, υπέβαλλε αίτηση αναίρεσης της απόφασης του εφετείου, η οποία έχει προσδιοριστεί να συζητηθεί στις 3 Δεκεμβρίου του 2019 στο Β1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου.