Δημήτρης Χατζηνικόλας: «Δεν πιστεύω σε παραδείσους»

Εχουν περάσει 32 χρόνια από τη στιγµή που ο ∆ηµήτρηςΧατζηνικόλας πέρασε την πόρτα του πρώτου δηµοσιογραφικού µαγαζιού όπου εργάστηκε.

Πλέον παράλληλα µε τη δηµοσιογραφία περνά και στην ποίηση. Το «Γράµµα στο παιδί που ήµουνα κάποτε» εστιάζει στην αγωνία αλλά και τη χαρά της καθηµερινότητας και αναζητάει τους όρους της µελλοντικής πολιτείας που θα κάνει σηµαία της τους απλούς ανθρώπους.

Πώς ένας δηµοσιογράφος αποφασίζει να ασχοληθεί µε την ποίηση, που κινείται στον αντίποδα της δηµοσιογραφίας;

Ο Πικάσο έλεγε ότι «η τέχνη ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθηµερινότητας». Και η δηµοσιογραφία ασκείται εν µέσω αµµοθύελλας. Το δε πολιτικό ρεπορτάζ είναι σαν να κρατάς την πένα σου για αλεξικέραυνο. Προσωπικά προσπαθώ να γειώσω την πένα µε τις αγωνίες µου και να ταυτίσω τις τελευταίες µε τις αγωνίες των απλών ανθρώπων.

Ποιες σκέψεις σε ώθησαν να απευθύνεις ένα «γράµµα στο παιδί που ήσουν κάποτε»;

Ο τίτλος ήρθε όταν διάβασα ένα ποίηµα του Πολωνολιθουανού ποιητή ΤσέσλαφΜίλος. Εγραφε ότι είµαστε όλοι µας ναυαγοί στο χωριό των παιδικών µας χρόνων. Εγώ ναυάγησα στο χωριό που περνούσα τα καλοκαίρια µου πιτσιρίκος και σ’ αυτό που έπλασα στο µυαλό µου ενήλικος στην πόλη. Το πρώτο είναι υπεύθυνο για τις εικόνες αφού αυτές απαιτούν βιωµατικήεµπειρία, το δεύτερο είναι υπεύθυνο για τα οράµατα. Για την ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα, τη respublica του Κικέρωνα και κυρίως το βασίλειο των τελών του Καντ. Αυτός ο δηµόσιος χώρος συντίθεται από εκατοµµύρια προσωπικές αγωνίες και η άποψη ότι µπορεί να αυτορρυθµιστεί είναι τόσο αφελής όσο και η άποψη πως µπορεί να επιβληθεί εκ των άνω. Τα δύο µεγάλα πολιτικά ρεύµατα αγνόησαν σκανδαλωδώς τον ρόλο της πολιτείας ως δασκάλου της αγωνίας των ανθρώπων. Η κοινωνική πολιτική δεν είναι αποτέλεσµαανθρωπισµού, είναι προσπάθεια εξανθρωπισµού.

Θεσσαλονικιός ο ίδιος, µε πατέρα Αιγυπτιώτη και µητέρα από τη Χαλκιδική, αλλά µέσα σου κοχλάζει η Ιωνία.

Η Ιωνία είναι το φανταστικό χωριό που έλεγα. Γιατί διάλεξα την Ιωνία; Ισως γιατί η δική µου Θεσσαλονίκη είναι η φυσική της συνέχεια. Οι ταρσανάδες της Αρετσούς που φιλοξένησαν δεκαετίες µετά –σαν καφετέριες πια– τα εφηβικά µας όνειρα και τα καρνάγια στην παραλία του χωριού µου στην Ιερισσό Χαλκιδικής µε οδήγησαν στην Ιωνία. Στη δική µου φανταστική ιδανική πολιτεία.

«Χωρίς προσδοκίες µελλοντικών παραδείσων» είναι η φράση που τέµνει το έργο σου. Εγκαταλείπεις τους µελλοντικούς παραδείσους για να ρυµοτοµήσεις τις Εδέµ του παρελθόντος.

«…πρέπει να µιλήσουµε απλά… χωρίς προσδοκίες µελλοντικών παραδείσων» είναι το σωστό. Συνεπώς δεν εγκαταλείπω τους µελλοντικούς παραδείσους, απλώς δεν πιστεύω σε αυτούς. ∆εν χτίζω σπίτια µε πλάκα για µελλοντικές προσδοκίες• προτιµώ τα σπίτια µε κεραµίδια που υµνούν την καθηµερινότητα των απλών ανθρώπων. Εναστρωµένο τραπέζι, δυο ποτήρια, δυο «στην υγειά µας», ένα βλέµµα, µια χειρονοµία, ένα τίναγµα των µαλλιών, ένας στίχος και ένα µινοράκι, αν υµνηθούν ορθά, αποκτούν διαστάσεις αιωνιότητας. Οσο για το παρελθόν, υπάρχει για να οµορφαίνει ή για να υπονοµεύει το παρόν. Από το παρελθόν κρατώ τις όµορφεςστιγµές.

«Πρέπει πάση θυσία να πείσουµε τους ισχυρούς/ πως οι φτωχοί διαθέτουν και µνήµη και κρίση». Οµως δεν διαθέτουν τα εργαλεία για να αφαιρέσουν την ισχύ από τους ισχυρούς. Αυτό δεν είναι το ζητούµενο «για τους σεισµούς που µέλλονται να ’ρθουν»;

Το ζητούµενο είναι να βάλουµε στα θρανία τις αγωνίες των απλών ανθρώπων. Να διδάξουµε και να διδαχθούµε την πολύτιµη αίσθηση ότι διάγουµε εν κοινωνία, ότι γνώση είναι η ανάλυση και όχι η περιγραφή, ότι κανένας πολιτισµός δεν προχώρησε αναµασώντας και αναπαράγοντας γνώση αλλά γεννώντας γνώση, ότι το ζήτηµα είναι να πάµε παρακάτω όσα µας δόθηκαν, να τα εµπλουτίσουµε. ∆εν πιστεύω στους παραδείσους, γι’ αυτό αγαπώ τους απλούς ανθρώπους.

«Κάθε συγγραφέας είναι ριζωµένος στη γλώσσα του». Μιλώντας ειδικά για τη νεοελληνική γλώσσα –ένα «εργαστηριακό» κατασκεύασµα που επιβλήθηκε έξω από τα όρια της Αθήνας µε την τηλεόραση–, αναρωτιέµαι τι είδους συγγραφείς γεννά αυτή η χώρα.

Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισµός. Είναι η φωτογραφία του σήµερα. Ζούµε στην εποχή της οθόνης. Αυτό σηµαίνει ότι µειώνεταιδραµατικά ο δηµιουργικός χρόνος µας. Εκείνα τα πολύτιµα λεπτά που περιµέναµε το λεωφορείο στη στάση και σκεφτόµασταν τη ζωή µας, τι κάναµε λάθος και τι σωστά, σκεφτόµασταν το κορίτσι µε τα κόκκινα µαλλιά που είδαµε προχθές στο µπαρ. Καµία τέχνη δεν µπορεί να γεννηθεί χωρίς αυτό τον αναστοχασµό.

Δεν θα μπορέσω να αποφύγω τον πειρασμό να βάλω και τον ΠΑΟΚ στη συζήτησή μας. Το ερώτημα αν υπάρχει ποίηση στο ποδόσφαιρο έχει απαντηθεί επαρκώς. Για τον ΠΑΟΚ δεν θα έλεγα ότι ισχύει το ίδιο.

Ο ΠΑΟΚ είναι το χωριό των παιδικών μου χρόνων. Είναι ο προσωπικός μου μύθος που αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να τον εφεύρω. Η Τούμπα τη δεκαετία του ’80 στα εφηβικά μου μάτια ήταν η ποίηση του πάθους. Η φτωχολογιά που ανηφόριζε τη Γρηγορίου Λαμπράκη ήταν για μένα ποίηση. Η μυσταγωγία της Κυριακής, η αίσθηση της αδικίας από το αδηφάγο κέντρο, όπως η αδικία της ζωής, ήταν και είναι για μένα ποίηση. Μην υποβαθμίζεις την αξία της εξιδανίκευσης… μπορεί να είναι το προσωπικό μας καταφύγιο. Εκεί που κλείνοντας την πόρτα αφήνουμε πίσω όσα μας ταλαιπωρούν. Ο μπισίμ ΠΑΟΚ είναι πάθος. Τα πάθη πρέπει να τα αφήνουμε στους έχοντες την ανάγκη τους.

INFΟ

Η ποιητική συλλογή «Γράμμα στο παιδί που ήμουνα κάποτε» του Δημήτρη Χατζηνικόλα κυκλοφορείαπό τον εκδοτικό οίκο Α.Α. Λιβάνη