Δημήτρης Τζανακόπουλος: «Η ΝΔ και συγκεκριμένα ΜΜΕ λειτουργούν ως κατασκευαστές σκανδάλων»

Δημήτρης Τζανακόπουλος: «Η ΝΔ και συγκεκριμένα ΜΜΕ λειτουργούν ως κατασκευαστές σκανδάλων»

Συναντήσαμε τον υπουργό Επικρατείας και κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Τζανακόπουλο στο γραφείο του στον δεύτερο όροφο του Μεγάρου Μαξίμου, λίγες ώρες μετά την εισήγηση-πρόταση της Κομισιόν να βγει η χώρα μας από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.

Λίγα λεπτά πρωτύτερα είχε δεχθεί στο γραφείο του 25 καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών που είχαν ζητήσει να δουν κάποιον από το Μαξίμου. Συνεπώς η πρώτη και η τελευταία ερώτηση ήρθαν σχεδόν από μόνες τους. Τον ρωτήσαμε πότε θα βγούμε στις αγορές και αν όλη αυτή η κυβερνητική αισιοδοξία για τους αριθμούς και τα μεγέθη της οικονομίας θα έχει αντίκρισμα στην καθημερινότητα των πολιτών.

Κύριε εκπρόσωπε, μετά την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για έξοδο της Ελλάδας από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος θεωρείτε ότι άνοιξε ο δρόμος για μια πρώτη έξοδο στις αγορές;

Ο δρόμος για την έξοδο στις αγορές έχει ανοίξει μετά την απόφαση της 15ης Ιουνίου του Eurogroup, η οποία αποτελεί θετικό ορόσημο στην πορεία για την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Η πρόταση της Κομισιόν έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από θετικές ειδήσεις για την ελληνική οικονομία και επικυρώνει την ανάκαμψη όλων των θεμελιωδών μεγεθών. Το πρώτο τρίμηνο του 2017 έκλεισε με ανάπτυξη 0,4% η οποία αναμένεται να αυξηθεί, ειδικά στο δεύτερο εξάμηνο, οι δείκτες της παραγωγής, της κατανάλωσης και των επενδύσεων ανακάμπτουν, ενώ και στο πεδίο της εργασίας έχουμε θετικό ισοζύγιο 270.000 νέων θέσεων την τελευταία διετία με μείωση της ανεργίας κατά 5%. Ολα αυτά είναι σημάδια ανάκαμψης και επιστροφής στην κανονικότητα. Το ζητούμενο τώρα για την κυβέρνηση είναι η ανάκαμψη αυτή να μη μείνει στους αριθμούς αλλά να φτάσει στην κοινωνία υπέρ της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Υπέρ όλων αυτών που έχουν πληγεί περισσότερο μέσα στην κρίση και βρέθηκαν στο περιθώριο από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.

Επειδή ο στόχος είναι στο τέλος του προγράμματος, το φθινόπωρο του 2018, να μπορεί η χώρα να αναχρηματοδοτεί το χρέος της από τις αγορές, χρειάζεται μέχρι τότε να βγούμε δοκιμαστικά στις αγορές και πόσες φορές; Γιατί είχαμε και μια τοποθέτηση του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα ότι αυτήν τη στιγμή δεν χρειάζεται και ότι προέχει το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων.

Φυσικά και χρειάζεται, εμείς το έχουμε πει ότι αποτελεί προτεραιότητά μας να υπάρξουν δοκιμαστικές έξοδοι στις αγορές ώστε να προετοιμαστεί το έδαφος για τον Αύγουστο του 2018. Και από την καθημερινή παρακολούθηση της πορείας των ελληνικών ομολόγων και την ανάλυση των χαρακτηριστικών των αγορών χρήματος προκύπτει ότι παρά τις πιέσεις που δέχονται τα ευρωπαϊκά ομόλογα στο σύνολό τους, οι αποδόσεις των ελληνικών μειώνονται συνεχώς. Ωστόσο το ζήτημα του χρόνου της εξόδου είναι κάτι το οποίο μελετάμε. Αυτό που θέλουμε είναι η πρώτη έξοδος να γίνει στο καλύτερο δυνατό χρονικό σημείο. Σας βεβαιώ πάντως ότι δεν θα γίνει για επικοινωνιακούς λόγους αλλά θα εντάσσεται στο πλαίσιο μιας συνολικής στρατηγικής για την απόκτηση οριστικής πρόσβασης στις αγορές χρήματος. Οσο για την άποψη του κ. Στουρνάρα είναι καλοδεχούμενη. Ολοι εξάλλου εκφράζουν τελευταία την άποψή τους για τον καταλληλότερο χρόνο εξόδου.

Ο κ. Μητσοτάκης μιλώντας την περασμένη Τετάρτη στην Πολιτική Επιτροπή της ΝΔ επιτέθηκε στην κυβέρνηση και προσωπικά στον πρωθυπουργό κατηγορώντας τον για παρεμβάσεις στον χώρο της Δικαιοσύνης, κάνοντας μάλιστα λόγο για διάφορα σχέδια «παρακρατικού- καθεστωτικού χαρακτήρα».

Κοιτάξτε, η ΝΔ έχει ένα νέο μάντρα: την καταγγελία των υποτιθέμενων παρεμβάσεων της κυβέρνησης στη Δικαιοσύνη. Η ΝΔ αλλά και διάφοροι δημοσιογράφοι, παρουσιαστές και ΜΜΕ έχουν ξεχειλώσει την έννοια της διάκρισης των εξουσιών, ώστε ακόμη και ο σχολιασμός επί δικαστικών αποφάσεων να θεωρείται παραβίαση της αρχής. Το να σχολιάσει όμως κάποιος πολιτικά ή νομικά ή ηθικά μια δικαστική απόφαση, ακόμη κι αν ανήκει στην εκτελεστική εξουσία, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί παραβίαση της αρχής ή παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. Δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά στην ιστορία των δυτικών δημοκρατιών που η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται γύρω από αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δικαστικές αποφάσεις δεν δεσμεύουν τη διοίκηση, αλλά αλίμονο αν απαγορεύσουμε και την πολιτική, τη νομική ή ακόμη και την ηθική συζήτηση. Αυτά είναι πρωτάκουστα πράγματα, απίστευτες ανοησίες που μηχανεύεται η αντιπολίτευση. Νομίζω πάντως ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει άλλου είδους σκοπιμότητες. Καταρχάς, προσπαθεί να δημιουργήσει αντιπερισπασμό με τη φανταστική αυτή κατασκευή περί δήθεν παρεμβάσεων στην ελληνική Δικαιοσύνη διότι δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στο πεδίο της οικονομίας και καταστροφολογεί ανέξοδα όπως έκανε και πριν από το κλείσιμο της αξιολόγησης. Η κριτική του όμως έχει και ιδεολογικό βάθος και πρέπει να το αναγνωρίσουμε αυτό. Διότι επαναλαμβάνει τα πιο παρωχημένα επιχειρήματα της φιλελεύθερης θεωρίας, σύμφωνα με την οποία κάθε πολιτική δύναμη που δεν ταυτίζεται με τις επιταγές των αγορών και με την ιδεολογία τους οδηγεί άνευ άλλου τινός στον ολοκληρωτισμό. Και ο κ. Μητσοτάκης με μια επικίνδυνη πολιτική επιλογή θέλει για άλλη μία φορά στην ιστορία αυτής της χώρας να ταυτίσει την Αριστερά με τον ολοκληρωτισμό. Θα έπρεπε όμως να γνωρίζει ότι στη δυτική Ευρώπη οι δυνάμεις που αμφισβήτησαν τη δημοκρατία και οδήγησαν στον ολοκληρωτισμό προήλθαν αποκλειστικά από τη μήτρα της Δεξιάς.

Συμφωνώντας μαζί σας ότι είναι άλλο πράγμα η κριτική των αποφάσεων της Δικαιοσύνης και άλλο πράγμα η συμμόρφωση σε αυτές, θέλω να σας ρωτήσω αν βλέπετε κάποια υπερβολή στις δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών για τις αποφάσεις αυτές;

Θεωρώ ότι κάθε υπουργός έχει το προσωπικό του ύφος, τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται. Δεν θα δώσω λοιπόν εγώ οδηγίες σε κανέναν να τηρεί αυτό το οποίο ο κ. Μητσοτάκης, οι δικαστές ή διάφοροι δημοσιογράφοι θεωρούν πολιτικώς ορθό. Τέτοιου τύπου σχόλια πάντως ο κ. Μητσοτάκης ας τα κάνει για τα στελέχη της δικής του παράταξης.

Η ΝΔ βάζει ψηλά στην αντιπολιτευτική της ατζέντα και την υπόθεση του «Noor 1» και των συνομιλιών του υπουργού Εθνικής Αμυνας Πάνου Καμμένου με τον ισοβίτη Γιαννουσάκη.

Πρόκειται για κατασκευασμένο σκάνδαλο, το οποίο δεν θα ενδιέφερε κανέναν αν δεν υπήρχε ολόκληρη επιχείρηση μετατροπής του σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Ποιο είναι όμως τα σκάνδαλο; Το γεγονός ότι ο κ. Καμμένος μίλησε με τον κ. Γιαννουσάκη ύστερα από προσέγγιση του τελευταίου και στη συνέχεια παρέπεμψε το ζήτημα στον υπουργό Δικαιοσύνης και αυτός στην εισαγγελία; Ή μήπως το πραγματικό σκάνδαλο, η ουσία της υπόθεσης, είναι ότι μπορεί να υπάρχει συγκάλυψη ποινικών ευθυνών κάποιων για τη μεταφορά της μεγαλύτερης ποσότητας ηρωίνης που κατασχέθηκε ποτέ στην Ευρώπη; Αυτό είναι το πραγματικό θέμα και η σιωπή πολλών γύρω από αυτό είναι εκκωφαντική.

Πάντως, είναι πάρα πολύ περίεργο το γεγονός ότι τα ζητήματα τα οποία ο κ. Μητσοτάκης επιλέγει να θέσει στην κορυφή της ατζέντας ξαφνικά αποτελούν και πρώτο θέμα σε κεντρικά δελτία ειδήσεων μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών. Εγώ δεν το θεωρώ σύμπτωση αυτό, θεωρώ ότι είναι σε εξέλιξη μια τεράστια αντικυβερνητική επιχείρηση που υλοποιείται με τη συνεργασία οικονομικών συμφερόντων και πολιτικών δυνάμεων. Και η αιτία είναι πολύ απλή. Εχει να κάνει με το ότι σε πάρα πολλά πεδία η κυβέρνηση έχει αλλάξει πρακτικές του παρελθόντος που δημιούργησαν ένα πολιτικό, οικονομικό και μιντιακό σύμπλεγμα εξουσίας το οποίο σήμερα αμφισβητείται. Πώς αλλιώς εξηγείται αυτός ο διαρκής παροξυσμός εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ; Από τα χρόνια της αντιπολίτευσης –θυμηθείτε το «φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ»–, στην περίοδο της διαπραγμάτευσης και του δημοψηφίσματος αλλά και σήμερα. Για να μας επιτίθενται λοιπόν οι φορείς και οι εκπρόσωποι της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της χώρας με τέτοια σφοδρότητα, μάλλον κάτι σωστό κάνουμε.

Προσπάθησε ή προσπαθεί η κυβέρνηση να αλλάξει υπέρ της το στάτους στα ΜΜΕ, όπως σας κατηγορεί η αντιπολίτευση;

Η κυβέρνηση από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε προσπάθησε να ρυθμίσει το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, καθώς επιχειρηματίες και μιντιάρχες επί 25 χρόνια είχαν βρει τον μήνα που τρέφει τους έντεκα. Τώρα είναι λοιπόν υποχρέωση του ΕΣΡ να συνεχίσει αυτή την προσπάθεια. Και ο πήχης έχει μπει πολύ ψηλά. Αυτό είναι το μόνο που μας απασχολεί.

«Βελτίωση της καθημερινότητας σημαίνει και οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους»

Αυτήν τη θετική αλλαγή στους οικονομικούς δείκτες που λέτε ότι υπάρχει πότε θα τη δουν οι πολίτες στην καθημερινότητά τους;

Οι άνθρωποι που βρίσκουν εργασία ύστερα από πολλά χρόνια βλέπουν ήδη αυτήν τη βελτίωση στην καθημερινότητά τους. Το ζήτημα είναι ότι αυτό θα διαχυθεί στο σύνολο της κοινωνίας. Πρέπει να σας πω πάντως ότι όταν μιλάμε για βελτίωση της καθημερινότητας, δεν αναφερόμαστε σε ρουσφετολογική πολιτική, όπως ήταν η συνήθεια των παλαιότερων κυβερνήσεων. Για μας καθημερινότητα είναι να βελτιώνουμε το επίπεδο διαβίωσης των Ελλήνων πολιτών, των εργαζομένων, των νέων, των συνταξιούχων, των μικρομεσαίων. Αυτό χρειάζεται πολύ συγκεκριμένο αναπτυξιακό σχέδιο που θα βασιστεί στην οικοδόμηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου. Ενός μοντέλου που δεν θα βασίζεται στη μείωση του μισθολογικού κόστους αλλά στην ενίσχυση τομέων με υψηλή προστιθέμενη αξία, στην ενίσχυση της καινοτομίας και της έρευνας και σε παραγωγικές επενδύσεις που θα αξιοποιούν το υψηλότατο επίπεδο δεξιοτήτων του ελληνικού εργατικού δυναμικού. Αυτό εξάλλου αντιστοιχεί και στην καταστατική πολιτική διαίρεση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Βελτίωση της καθημερινότητας σημαίνει όμως και οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, υψηλή ποιότητα υπηρεσιών, βελτίωση της λειτουργίας και των διαδικασιών της δημόσιας διοίκησης, καταπολέμηση της διαφθοράς.

Δεν απαιτεί όμως χρόνο αυτό που περιγράφετε;

Φυσικά και απαιτεί χρόνο, όμως τα πρώτα αποτελέσματα φαίνονται ήδη. Στον τομέα της εργασίας έχει αντιστραφεί η τάση υπέρ της πλήρους απασχόλησης με μια πρωτοφανή κινητοποίηση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, στην υγεία 2,5 εκατ. ανασφάλιστοι έχουν πλέον δικαίωμα δωρεάν πρόσβασης στα νοσοκομεία, γίνονται νέες προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού και το ΕΣΥ αρχίζει να στέκεται στα πόδια του. Ηδη 600.000 άνθρωποι λαμβάνουν το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης. Πρέπει ωστόσο να γίνουν ακόμη πολλά, κυρίως στο πεδίο της βελτίωσης των παρεχόμενων υπηρεσιών και στην ταχύτητα αντίδρασης της δημόσιας διοίκησης.

Documento Newsletter