Ο γνωστός συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου μιλάει στον Παναγιώτη Φρούντζο για το φυσικό και το μεταφυσικό με αφορμή τη σκηνική μεταφορά του μυθιστορήματος του Χέρμαν Μέλβιλ στο θέατρο Παλλάς.
Ο ∆ηµήτρης Παπαδηµητρίου γράφει το λιµπρέτο και τη µουσική και ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί ένα πραγµατικά γενναίο εγχείρηµα: την εκδοχή σε µιούζικαλ του συνταρακτικού έργου του Χέρµαν Μέλβιλ «Μόµπι Ντικ», το οποίο ανεβαίνει στη σκηνή του Παλλάς, µια σύµπραξη του Onassis Culture µε τις Θεατρικές Σκηνές. Το Documento αναζήτησε τον συνθέτη προκειµένου να συζητήσει µαζί του για το έργο του Μέλβιλ και τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας της µεταφοράς του στο είδος του µιούζικαλ.
Γιατί αποφασίσατε να αποδώσετε τον «Μόµπι Ντικ» στη φόρµα του µιούζικαλ;
Γιατί είναι ένα συνταρακτικό βιβλίο που διατρέχει όλα τα επίπεδα κατανόησης και όλες τις ηλικίες. Οµως είναι πολύ µεγάλο σε όγκο, τοποθεσίες και σίγουρα αντιθεατρικό µε τη συµβατική έννοια του όρου θέατρο. Η συµπύκνωση της µουσικής και ο ποιητικός υπαινιγµός µπορούν να υποκαταστήσουν µεγάλο µέρος της εσωτερικής σκέψης, της εικόνας και του συναισθήµατος συµπληρώνοντας την εµπειρία. Νοµίζω ότι το µιούζικαλ είναι η ιδανική µορφή τέχνης για να αποδώσει επικά και µεγαλειώδη κείµενα λόγω συµπυκνωτικής δυνατότητας.
Η σκηνή δεν περιορίζει αρκετά τη δυνατότητα της αποτύπωσης µιας περιπέτειας που υπερβαίνει κατά πολύ τον όρο θεαµατική;
Αυτή είναι η πρόκληση. Να σπάσεις τα όρια του θεάτρου µε όπλα την τεχνολογία αλλά και τον ποιητικό υπαινιγµό µουσικής και λόγου. Και το βιβλίο αυτό κάνει µε ακόµη λιγότερα µέσα: µόνο µε τον λόγο. Το κοινό µας εργαλείο είναι η φαντασία του αναγνώστη – θεατή – ακροατή. Η τέχνη είναι απλώς το εργαλείο που την ερεθίζει.
Διαβάστε επίσης: Θάνος Μικρούτσικος: Είμαστε ξανά σε μια ισορροπία τρόμου και το πάτωμα είναι σαθρό
Σε µια συνέντευξη που έδωσε κάποτε ο Ζαν-Ζακ Ανό όταν µετέφερε στον κινηµατογράφο το «Ονοµα του ρόδου» δήλωσε ότι µετέφερε µόνο την αστυνοµική πλοκή καθώς ήταν αδύνατο να αποδώσει την πολυπρισµατικότητα του έργου. Με ποιον τρόπο κινηθήκατε για να γράψετε το λιµπρέτο του πολυεπίπεδου «Μόµπι Ντικ»;
Πάνε πολλά χρόνια από τότε… Το σινεµά έχει το µειονέκτηµα του ρεαλισµού στην αρχική του σύµβαση ως τέχνη. Στο θέατρο παρεισφρέει η εικαστική τεχνολογία που µπορεί να υποκαταστήσει τον ρεαλισµό του κινηµατογράφου αλλά µπορεί επίσης να διατηρήσει τη θεατρική υπαινικτικότητα στην εικαστικότητα που προσφέρει. Η ζωγραφική νικάει τη φωτογραφία τελικά στη µεταφορά ποιητικού περιεχοµένου.
Τι απαιτεί η διαδικασία µεταφοράς µιας συµπαγούς κατασκευής όπως είναι ο «Μόµπι Ντικ» σε λόγο ρυθµικό;
Νοµίζω ότι η θεατρική, κινηµατογραφική και τραγουδιστική εµπειρία µου βρήκαν σηµείο επαφής. ∆εν είναι φυσικά µεταφορά, είναι ειλικρινής επανασύνθεση σε άλλη µορφή τέχνης. Στην πραγµατικότητα η στιχουργική γεννιόταν µαζί µε τη µουσική.
Ποιες επιρροές έχει δεχτεί η µουσική σας πρόταση για τον «Μόµπι Ντικ»;
Νοµίζω ηθεληµένα και αναπόφευκτα έχει επηρεαστεί από τις εθνικές µουσικές επιρροές των ναυτικών αυτής της κιβωτού, από την πολύ γοητευτική πειρατική µουσική, από τη θεατρική και κινηµατογραφική µουσική µου γλώσσα… Ετσι, εκτός από τη συµφωνική ορχήστρα υπάρχουν µπάντζο, γιουκαλίλι, µαντολίνο, αλλά και ηλεκτρική κιθάρα, keyboards, drum set, taiko drums, djembe, dundu, log drum, Irish flute, slide flute… Ολα αυτά βέβαια χωνεµένα και ενοποιηµένα στο όποιο κατακτηµένο συµφωνικό ύφος έχω αναπτύξει µε τη δουλειά µου την τελευταία δεκαπενταετία. Ηταν πολύ πολύ µεγάλη διασκέδαση για µένα το γράψιµο αυτής της µουσικής. ∆υστυχώς κράτησε πολύ λίγο.
Η πορεία του καπετάνιου οδηγεί από το πραγµατικό στον κόσµο του υπερβατικού. Το ταξίδι του είναι ένα ταξίδι στο άπειρο της γνώσης, πέρα από τα όρια της ανθρώπινης εµµονής. Αυτό το έργο εκφράζει τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου;
Στα συγκεκριµένα ζητήµατα γεννιόµαστε πάντα στο σηµείο µηδέν. Εκφράζει ο Μόµπι Ντικ εξίσου τον Οιδίποδα και τον Νιλ Αρµστρονγκ, τον Πυθαγόρα και τον Στίβεν Χόκινγκ. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ακριβώς στο ίδιο σηµείο µε τον Homo erectus. Ισως να έχει µεγαλύτερη πίεση και ένταση από παλαιότερα.
Ποια µορφή παίρνει σήµερα ο Μόµπι Ντικ;
Η µεταφυσική αγωνία είναι τεράστια καθώς οι ετοιµατζίδικες λύσεις έχουν καταπέσει. Ο κάθε άνθρωπος λοιπόν έχει έναν Μόµπι Ντικ· τον δικό του. ∆εν µπορώ εγώ να σκοτώσω τον δικό σου Μόµπι Ντικ γιατί αν γινόταν αυτό θα ακύρωνα ίσως εσένα τον ίδιο. Θα σε σκότωνα.
Υπάρχουν θετικοί και αρνητικοί ήρωες στο σύµπαν του έργου;
Καλοί και κακοί υπάρχουν πλέον µόνο στα γουέστερν. Ούτε καν στα καρτούν. Το µεγαλείο του ανθρώπου είναι ο πόνος. ∆εν υπάρχει η κλασική έννοια της τιµωρίας – ο θάνατος σίγουρα από µόνος του δεν είναι τιµωρία, γιατί τότε και η ζωή θα ήταν τιµωρία αφού καταλήγει αναπόφευκτα στον θάνατο, είτε είσαι ενάρετος είτε όχι. Ο κάθε θεατής µας σίγουρα έχει το ηθικό του κριτήριο, είτε δογµατικό είτε προσωπικής επινόησης, είτε θολό είτε καταγραµµένο σε ένα αόρατο µικρό εγχειρίδιο ίσως και στην οπίσθια τσέπη του. Εννοείται ότι θα κρίνει τον κάθε ήρωά µας διαρκώς. Κρίνει τα όσα ασεβή ή µη λέγονται και γίνονται. Οµως όσο η ιστορία εκτυλίσσεται, τα ηθικά κριτήρια αναµορφώνονται ή συντρίβονται ή ανασυντίθενται. Βγαίνει από το έργο µε µια ανακουφιστική αίσθηση µιας αποκάλυψης. Της αποκάλυψης µιας πλατύτερης ηθικής πραγµατικότητας, πιο σύνθετης από το εύκολο κακό και το αυτονόητο καλό. Ηθική, δικαιοσύνη και µεταφυσική κάνουν την εµφάνισή τους ζητώντας νέα δεδοµένα. Μια νέα, πολύ πλατύτερη έννοια θείας δίκης αχνοπροβάλλει. Ακρως απαραίτητα όλα αυτά στον σύγχρονο κόσµο.
INFΟ
«Moby Dick» του Χέρμαν Μέλβιλ Κείμενο – μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου, Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας
Θέατρο Παλλάς, 28/2 – 29/3