Aπό τους πιο έµπειρους πολυοργανίστες της ελληνικής σκηνής και δεξιοτέχνης της λαϊκής κιθάρας, ο ∆ηµήτρης Μυστακίδης εδώ και τριάντα χρόνια µελετά µε αφοσίωση τη λαϊκή µουσική παράδοση, από την οποία αντλεί τη θεµατολογία του τόσο στις βιβλιογραφικές και δισκογραφικές του καταγραφές όσο και στις συναυλίες που παρουσιάζει.
Αυτό τον καιρό έχει καταπιαστεί µε την εγκληµατολογία και ετοιµάζει µια παράσταση µε θέµα τα εγκλήµατα στο ρεµπέτικο – πράξεις άδικες, καταλογιστέες από τον νόµο, που συντάραξαν την Ελλάδα του µεσοπολέµου. Το λαθρεµπόριο, τα ναρκωτικά, η πορνεία, οι απαγωγές, τα εγκλήµατα πάθους και τιµής αλλά και τα πολιτικά εγκλήµατα αποτυπώθηκαν µε τον πιο παραστατικό τρόπο σε αυτό το ρεπερτόριο. Η δολοφονία του ∆ηµήτρη Αθανασόπουλου στο τραγούδι «Καηµένε Αθανασόπουλε» που έγραψε ο Ιάκωβος Μοντανάρης, η υπόθεση Ροκαµβόλ που αφορά τα αδέρφια Ανδρέα και Κούλα Χριστοφιλέα στο τραγούδι «Η Κούλα» του Κώστα Μισαηλίδη, το µαχαίρωµα του ταβερνιάρη Πίκινου στο οµώνυµο τραγούδι του Κώστα Ρούκουνα είναι κάποια χαρακτηριστικά παραδείγµατα από το περιεχόµενο της θεµατικής παράστασης που ο ∆. Μυστακίδης θα παρουσιάσει από τις 3 Νοεµβρίου στο Ιλιον Plus στην Αθήνα πλαισιώνοντας µάλιστα τα τραγούδια µε ιστορικά ντοκουµέντα που τα τεκµηριώνουν.
Το περιεχόµενο της παράστασης προέκυψε µελετώντας αυτήν τη φορά εγκληµατολογικά και όχι µουσικά αρχεία;
Το ρεπερτόριο του µεσοπολέµου το ξέρω καλά και στη θεµατολογία του συναντάς πολλά εγκλήµατα. Οµως, ναι, προχώρησα και σε µια έρευνα έξω από τα δικά µου όρια. Εδώ και δύο µήνες διαβάζω εγκληµατολογικές διατριβές για να καταλάβω τι και γιατί θεωρείται έγκληµα, ώστε να επιλέξω τα τραγούδια της παράστασης.
Πού κατέληξες;
∆εν έχουν καταλήξει ούτε οι ίδιοι οι εγκληµατολόγοι. Αυτό που επικρατεί είναι ότι έγκληµα είναι µια άδικη πράξη, καταλογιστέα σε κάποιον, που τιµωρείται από τον νόµο, µια παρεκκλίνουσα συµπεριφορά. Το θέµα όµως είναι ποιος και πότε φτιάχνει τους νόµους για το τι είναι κανονικό και τι όχι. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο στα εγκλήµατα είναι ότι δεν έχουν ιδιότητα. Μια πράξη δεν έχει την ιδιότητα του εγκλήµατος, είναι ένας χαρακτηρισµός που δίνεται στην πράξη. Πρώτα γίνεται ο νόµος και µετά χαρακτηρίζεται ως έγκληµα. Για παράδειγµα, η χρήση του χασίς ήταν νόµιµη µέχρι το 1928. Μετά µε νόµο χαρακτηρίστηκε εγκληµατική πράξη.
∆εν πρόκειται δηλαδή για ένα διασκεδαστικό πρόγραµµα µε ρεµπέτικα τραγούδια;
∆εν είναι όµως και ακαδηµαϊκό. Ηδη από πρόπερσι που ξεκίνησα να κάνω συναυλίες βασισµένες σε µια θεµατική προσπαθώ να κρατάω µια ισορροπία ανάµεσα στις πληροφορίες που δίνει η παράσταση και την ευεξία που προκαλούν έτσι κι αλλιώς τα τραγούδια αυτά στον κόσµο. Το ρεµπέτικο άλλωστε εκτός από είδος τραγουδιού αποτελεί και ένα είδος ιστορικής καταγραφής. Οσον αφορά τα εγκλήµατα, µέσα από τα τραγούδια µπορείς να δεις ποια ήταν η αντίληψη γι’ αυτό που ονοµάζουµε παρεκκλίνουσα συµπεριφορά. Υπάρχει µια έκπληξη στον τρόπο που θα παρουσιαστούν τα εγκλήµατα στο πρόγραµµα που φτιάξαµε, την οποία δεν θα αποκαλύψω. Πάντως πριν από την ακρόαση κάθε τραγουδιού ή των τραγουδιών –για κάποια εγκλήµατα έχουν γραφτεί περισσότερα από ένα τραγούδια– οι θεατές θα µάθουν πολλά για την ιστορία του τραγουδιού, του εγκλήµατος και της εποχής.
Η σχέση σου µε τη µουσική και την κιθάρα µετρά πλέον τρεις δεκαετίες. Πώς ξεκίνησε;
Στην έκτη δηµοτικού είχα έναν δάσκαλο που κάθε µέρα µάς έκανε τρεις ώρες µουσική και τρεις ώρες τα υπόλοιπα µαθήµατα. Παίζαµε παραδοσιακά τραγούδια µε µελόντικες και φλογέρες. Ηταν ο πρώτος µου δάσκαλος και ο πιο σηµαντικός. Εκανε αυτό που πρέπει να κάνει κάθε δάσκαλος: να ανοίγει δρόµους στους µαθητές του. Ωστόσο στο σπίτι είχε έρθει τυχαία µια κιθάρα. Επειδή µε το που πήρα το µικρόβιο ήθελα να είµαι σε ορχήστρες και να παίζω, η κιθάρα εκείνη την εποχή, αρχές του ’80, ήταν όργανο που δεν το ήθελε κανείς. Οι πιο πολλοί ήθελαν να είναι σολίστες και περιφρονούσαν το όργανο συνοδείας, την κιθάρα. Οπότε εγώ βρήκα τρόπο να παίζω µουσική. Συνοικέσιο ήταν. Το οποίο όµως εξελίχτηκε σε έρωτα. Και αφού τη διάλεξα την αγάπησα. Και κυρίως δεν πίστεψα ότι ένα όργανο που υπάρχει σε όλες τις ορχήστρες από την αρχή της ελληνικής µουσικής δεν είναι σηµαντικό. Και άρχισα να το ψάχνω.
Τα περισσότερα χρόνια της µουσικής σου πορείας τα έχεις αφιερώσει στη µελέτη της λαϊκής κιθάρας;
Είναι ένα ταξίδι που ξεκίνησε πριν από είκοσι δύο χρόνια και συνεχίζεται µέχρι σήµερα. Αφορµή τότε ήταν η συµµετοχή µου σε έναν δίσκο µε τον Αγάθωνα για ένα αφιέρωµα στον Κώστα Σκαρβέλη, έναν κιθαρίστα που για µένα είναι η επιτοµή της λαϊκής κιθάρας· διαθέτει στο παίξιµό του συµπυκνωµένο όλο αυτό που εγώ θεωρώ τεχνική της λαϊκής κιθάρας. Κάθε δίσκος µου έχει ένα τραγούδι του τιµής ένεκεν. Με αφορµή αυτό τον δίσκο τότε έκατσα και έγραψα όλα τα κοµµάτια σε παρτιτούρες και συνειδητοποίησα πόσο σπουδαίο όργανο είναι η λαϊκή κιθάρα και πόσα πράγµατα δεν παίζαµε εµείς στις ορχήστρες. Η δεύτερη µεγάλη τοµή ήταν το 2001, όταν µε κάλεσαν να διδάξω αυτό το όργανο στο τµήµα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής στην Αρτα. Η διδασκαλία ήταν καταλύτης. Μπήκα πιο βαθιά, βελτιώθηκα ακόµη περισσότερο ως µουσικός και νοµίζω ότι όσο µου έκοβε το µυαλό αναλύθηκε πολύ µια τεχνική που είχε ξεχαστεί. ∆εν ανακαλύψαµε κάτι καινούργιο. Επαναφέραµε κάτι που υπήρχε και για πολλά χρόνια είχε χαθεί. Η λαϊκή κιθάρα είναι ο κεντρικός άξονας στις προσωπικές µου δουλειές.
Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του οργάνου;
Η λαϊκή κιθάρα καθορίζεται από το ρεπερτόριο αλλά και από την τεχνική της. Ο τρόπος που παίζεις ένα κοµµάτι είναι µια ολόκληρη αλληλουχία τεχνικών. Εχει έναν ιδιαίτερο τρόπο παιξίµατος. ∆εν είναι το όργανο, είναι η τεχνική που κάνει τη διαφορά. Είτε χρησιµοποιείται σολιστικά είτε συνοδευτικά. Είναι όργανο που έχει πολλά κοµµάτια ανεξερεύνητα. Η τεχνική της τσιµπητής κιθάρας, για παράδειγµα, µε την οποία ασχολήθηκα στον τελευταίο µου δίσκο, στο «Αµέρικα», είναι ένα κοµµάτι της λαϊκής κιθάρας που βρίσκεται σε νηπιακή µορφή. Μπορεί να εξελιχτεί πάρα πολύ.
Θεωρείς ωστόσο ότι επανέφερες τη λαϊκή κιθάρα στη θέση που της αρµόζει;
∆εν µου αρέσει να περιαυτολογώ, αλλά ήδη από τον πρώτο δίσκο και µετά βγήκε ένα µεγάλο κύµα νέων κιθαριστών που έχουν πολύ υψηλή κατάρτιση και παίζουν λαϊκή κιθάρα πια µε τον τρόπο, που πρέπει να παίζεται. Βέβαια υπάρχουν και άλλοι κιθαρίστες που παίζουν µε έναν άλλο τρόπο ιδιαίτερο, που ακόµη δεν τον έχουν καταγράψει. Και πιστεύω ότι πρέπει να το κάνουν και βιβλιογραφικά και δισκογραφικά. Να υπάρχουν αναφορές. Να γίνουν καταθέσεις. Ετσι ώστε σιγά σιγά να καταλήξουµε σε µια κοινά αποδεκτή τεχνική αλλά και σε ένα θεωρητικό σύστηµα για τη λαϊκή µουσική όπως ισχύει στις άλλες µουσικές. Υπολειπόµαστε σε αυτό το κοµµάτι και βρίσκουν πάτηµα οι επίσηµοι φορείς, αλλά και όσοι αντιµάχονται αυτήν τη µουσική –γιατί την αντιµάχονται πολλοί στην Ελλάδα– και λένε ότι δεν είναι εξελιγµένο το είδος και δεν µπορεί να αναγνωριστεί. Και µιλάω απλώς για την ίση αναγνώριση της µουσικής του λαϊκού µας πολιτισµού στην εκπαίδευση. ∆ηλαδή τι; ∆εν αναγνωρίζουµε τον λαϊκό µας πολιτισµό;
INFO
«Εγκλήματα στο ρεμπέτικο»
Δημήτρης Μυστακίδης (κιθάρα, μπουζούκι, λαούτο και τραγούδι), Ιφιγένεια Ιωάννου (κανονάκι, τραγούδι), Δημήτρης Παππάς & Γιώργος Τσαλαμπούνης (κιθάρα, μπαγλαμάς και τραγούδι), Σάκης Καρακώστας (βιολί) και Δημήτρης Τσεκούρας (κοντραμπάσο)
3, 10 και 17 Νοεμβρίου,
Ιλιον Plus (Πατησίων & Κοδριγκτώνος 17, Αθήνα)