Ο Πάνος Γαβαλάς είναι ένας οικείος άγνωστος για πολύ κόσμο που αγαπά το λαϊκό τραγούδι. Ο καλλιτέχνης που έδινε την εντύπωση αυστηρού γυμνασιάρχη που δεν του άρεσαν οι πολλές κουβέντες. Εκείνος που ό,τι είχε να πει το είπε με το τραγούδι του.
Φωτογραφίες από το βιβλίο «Πάνος Γαβαλάς – Μια φωνή όλο φως»
Και τελικά μίλησε τόσο βαθιά στην καρδιά που ακόμη και σήμερα, σχεδόν έξι δεκαετίες από τους «Γλάρους» που τον έκαναν διάσημο, έχει ένα μεγάλο κοινό που τον κρατάει ζωντανό. Για καιρό άκουγα ότι ο Δημήτρης Μανιάτης έγραφε τη βιογραφία του τραγουδιστή. Το βιβλίο «Πάνος Γαβαλάς – Μια φωνή όλο φως» κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις Εκδόσεις Λιβάνη. Είναι από αυτά που δύσκολα αφήνεις κάτω και που όταν τα τελειώσεις νιώθεις ότι βρισκόσουν μπροστά σε όσα περιγράφουν. Συναντιόμαστε με τον συγγραφέα και δημοσιογράφο σε ένα καφέ στο Κολωνάκι, όπου κουβεντιάζουμε για τον Γαβαλά και την εποχή του.
Πώς και πότε ξεκίνησες να γράφεις το βιβλίο;
Από συνοικέσιο. Δεν ήταν ευθέως έρωτας. Ο φίλος και συνθέτης, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και δάσκαλος Θανάσης Πολυκανδριώτης με ενημέρωσε ότι η οικογένεια του Πάνου Γαβαλά και συγκεκριμένα ο γιος Γιάννης ενδιαφερόταν για την έκδοση μιας βιογραφίας του πατέρα του. Ετσι ξεκίνησε, με τη μεσολάβηση του Θανάση Πολυκανδριώτη και ενός πεπειραμένου παλαιού δημοσιογράφου, του Νάσου Τσαγκανέλη, στενού φίλου του Πάνου Γαβαλά. Μπήκα αρχικά λίγο αψήφιστα, για να είμαι ειλικρινής. Στην πορεία και καθώς ξεδιπλωνόταν η δική μου έρευνα, με άξονα βασικά προφορικές μαρτυρίες φίλων και ανθρώπων που έζησαν τον Πάνο, κατάλαβα ότι το εγχείρημα ξεφεύγει από τα στενά όρια της μουσικής καταγραφής. Ξεκίνησα να γράφω πριν από πέντε και κάτι χρόνια, πιο εντατικά όμως τα τελευταία τρία.
Τι είναι αυτό που κάνει τον Γαβαλά σπουδαίο λαϊκό τραγουδιστή;
Καταρχάς είναι μεγάλος ερμηνευτικά – τον βάζω στη μεγάλη πεντάδα. Επειδή είχε τεράστια διαδρομή μέσα στη νύχτα διαμόρφωσε μια δική του περιοχή στο λαϊκό τραγούδι που συνδυάζει τον ρομαντισμό με την ψυχαγωγία, δημιουργώντας αυτό που θα λέγαμε γαβαλικό κλίμα. Εκτός των άλλων, έχει μεγάλη δισκογραφία, έχει πει τραγούδια μεγάλων συνθετών, έχει συνυπάρξει με πολύ σημαντικές ορχήστρες. Το σημαντικότερο όμως είναι η στάση του μες στη νύχτα.
Υπάρχει η αίσθηση ότι οι παλιοί λαϊκοί τραγουδιστές δεν κατάφεραν να ακολουθήσουν τη νύχτα όπως αυτή διαμορφώθηκε στα τέλη του ’70 και στις αρχές του ’80. Ισχύει;
Η νύχτα γενικότερα άλλαζε. Από το ’60 έως το ’70 και από το ’70 στο ’80 υπάρχουν διαφορές – ειδικά μετά το ’81. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν μάθει σε έναν παλιό κώδικα. Είχαν μάθει, για παράδειγμα, το κουμάντο στα κέντρα να το κάνουν οι ίδιοι και οι δεξιοτέχνες του μπουζουκιού. Αυτό άλλαξε το ’70 που μπήκαν πια στα μαγαζιά οι μαέστροι – ο Γαβαλάς, για παράδειγμα, αντέδρασε έντονα στην ύπαρξη μαέστρων. Αλλαξε η κοινωνία και εκείνοι δεν δέχτηκαν τις αλλαγές που έγιναν. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι τους ξέβρασε η εποχή. Αντίθετα, μια πλαστική νύχτα πήρε τη θέση μιας κανονικής νύχτας. Ο Γαβαλάς ήταν αρκετά μοντέρνος σε όλες τις φάσεις. Και στις τέσσερις δεκαετίες που έδρασε εμφανιζόταν στα καλύτερα κέντρα, όχι σε τίποτε περιθωριακά. Παρ’ όλα αυτά, από ένα σημείο κι έπειτα ο ίδιος δεν χώνεψε το σύστημα που διαμορφώθηκε μέσα στη νύχτα.
Πώς διαμορφώθηκε το σύστημα αυτό;
Μεταξύ άλλων, παρατηρήθηκε η εισβολή των μίντια. Δηλαδή από κάποιο σημείο κι έπειτα κάποιοι καλλιτέχνες έφτιαχναν συνεντεύξεις, εξασφαλίζοντας προβολή. Αυτά ο Γαβαλάς δεν τα δέχτηκε ποτέ.
Πώς ήταν τα κέντρα της εθνικής οδού την εποχή που δούλεψε εκεί ο Γαβαλάς;
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η εθνική οδός ήταν σημείο αρκετά μοδάτο. Δεν ήταν περιθωριακό. Αυτό συνέβη στα τέλη του ’80 που δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση. Από την εθνική που πρόλαβε ο Γαβαλάς πέρασαν πολύ μεγάλοι καλλιτέχνες, με καλούς μαγαζάτορες και υψηλά μεροκάματα.
Κάποια στιγμή έφυγε από την Columbia για να ανοίξει δική του δισκογραφική. Για ποιον λόγο;
Αισθάνθηκε αδικημένος στην Columbia από τον τρόπο που αποδίδονταν τα ποσοστά. Οταν αποφάσισε μαζί με την Πόλυ Πάνου και μια ομάδα τραγουδιστών να έρθουν σε ρήξη με την εταιρεία ήταν από μόνο του σχεδόν επαναστατικό εγχείρημα, με την έννοια ότι η Columbia το 1965-66 που ο Γαβαλάς αποφάσισε να φύγει ήταν ηγεμονική μονάδα παραγωγής και διάδοσης του ελληνικού τραγουδιού. Τελικά προχώρησε μόνο με την Πόλυ, δημιουργώντας τη Βεντέττα και μετά το ’67 έως το ’72 μόνος του τη Sonata.
Εκείνη την εποχή οι μεγάλες εταιρείες, εκτός από τεράστιοι μηχανισμοί πολιτισμού και αναπαραγωγής, σχεδόν καθόριζαν τι γινόταν στα κέντρα. Αποφάσιζαν δηλαδή σχεδόν για όλο το προϊόν του τραγουδιού. Το να έρθεις σε ρήξη με τη δισκογραφική εκείνη την εποχή –και ειδικά με την Columbia– και να προχωρήσεις σε κάτι δικό σου δεν ήταν κάτι απλό. Ηταν συνολική εναντίωση με τεράστιο κόστος. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Γαβαλάς θα είχε άλλη πορεία εάν δεν προχωρούσε σε ρήξη με την Columbia. Ετσι κι αλλιώς όταν έφυγε από κει ήταν στην πρώτη γραμμή της, παρότι η εταιρεία εκείνη ακριβώς την εποχή με τον Τάκη Β. Λαμπρόπουλο αποφάσισε να κάνει στροφή στο έντεχνο-λαϊκό τραγούδι.
Ποια ήταν η αντίδραση των μεγάλων εταιρειών;
Σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν να επιτύχουν τα μικρά εγχειρήματα σαν τη Βεντέττα, τη Sonata ή τη Standard που έκανε για μικρό διάστημα ο Καζαντζίδης. Δεν ήθελαν γιατί διαμόρφωναν ένα εναλλακτικό μοντέλο. Οταν ο Γαβαλάς και οι άλλοι μπήκαν σε διαδικασία ρήξης, αμέσως προσπάθησαν να δέσουν τους καλλιτέχνες με αποκλειστικά συμβόλαια.
Με αυτό τον τρόπο χάνει από συνεργάτη τον Βασίλη Βασιλειάδη. Τι συνέβη τότε στον γαβαλικό ήχο;
Η περίοδος που μάλλον περνούσε πολύ καλά ο Γαβαλάς ήταν και η περίοδος που συνέπραξε και ο ίδιος ανέδειξε τον μάγο της φαρφίσας Βασίλη Βασιλειάδη, τον λεγόμενο ΒΒ. Ο ήχος του γαβαλικού κλίματος είναι σχεδόν αδιαίρετος με τη φαρφίσα του ΒΒ. Μπουζούκια μπορεί να εναλλάσσονταν – κατά καιρούς είχε άλλα δίδυμα μπουζουκιών δίπλα του. Η φαρφίσα του ΒΒ όμως έμενε σταθερή και πιο αντιπροσωπευτική της χρυσής γαβαλικής περιόδου. Ο Βασιλειάδης και ο Ζαφειρίου έγραψαν για τον Γαβαλά τραγούδια όπως το «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» (σε μουσική Ζαφειρίου και στίχους Γαβαλά) που είχε λίγο αραβικό ήχο. Με αφορμή αυτό, ο μεγάλος Καζαντζίδης μπήκε στη λογική να ζητήσει από τον ΒΒ, με τον οποίο πλέον συνεργάζονταν, να του γράψει κάτι αντίστοιχο. Κι έτσι έχουμε το «Δεν σε πιστεύω». Αυτό λέει πολλά, δεδομένου ότι ο Καζαντζίδης είναι το κεντρικό πρόσωπο του λαϊκού τραγουδιού.
Ποια είναι η ουσιαστική διαφορά του Καζαντζίδη από τον Γαβαλά;
Είναι διαφορετικές περιπτώσεις, παρότι υπήρξαν φίλοι και υπήρξε μεταξύ τους αλληλοσεβασμός. Νομίζω ότι ο Καζαντζίδης είχε μεγαλύτερη έγνοια στο κοινωνικό λαϊκό τραγούδι ακόμη και αν αυτό κατηγορείται σήμερα –μετανάστες, φτώχεια, φάμπρικες κ.λπ.–, σε αντίθεση με τον Γαβαλά που, παρότι ήταν κοινωνικά ενταγμένος, περισσότερο τον ενδιέφερε η ποιοτική πλευρά της διασκέδασης.
Ποιο ήταν το κοινό του Γαβαλά;
Το κοινό που τον ακολουθούσε ήξερε μουσική, ήξερε να εκτιμά τις φωνές, γι’ αυτό ήταν σιωπηλό κι όχι θορυβώδες. Το κοινό του Γαβαλά συμπεριφερόταν σαν να έμπαινε στο πατριαρχείο για να ακούσει τον μεγάλο ψάλτη.
Μιλώντας για τον Γαβαλά είναι αναπόφευκτη η σύνδεση με τη Ρία Κούρτη. Τι ρόλο έπαιξε σε όλο αυτό;
Ο Γαβαλάς αναζήτησε από την πρώτη στιγμή να είναι ντουέτο με τραγουδίστρια. Εξάλλου και τα περισσότερα τραγούδια του είναι γραμμένα για ντουέτα. Πολύ λίγα τραγουδάει μόνος του. Ας μην ξεχνάμε ότι και πριν από τη Ρία υπήρξε ντουέτο και με άλλες τραγουδίστριες, για παράδειγμα την Εφη Λίντα, την Μπέμπα Φινέτη, τη Βούλα Γκίκα, τη Μαίρη Λίντα πριν από τον Χιώτη. Μελετώντας τον Γαβαλά μελετάμε αναπόφευκτα και τη Ρία, η οποία υπήρξε κορυφαία τραγουδίστρια. Επίσης εκείνη πριν από τη συνεργασία της με τον Γαβαλά ήταν περιζήτητη σε αυτό που λέμε δεύτερες φωνές, που είναι μια πονεμένη ιστορία στο ελληνικό τραγούδι. Με τον Γαβαλά δεν υπήρξαν μόνο δισκογραφικό ντουέτο αλλά ήταν μαζί και στη νύχτα, που είναι ακόμη σημαντικότερο. Υπήρξε συμπαραστάτρια.
Θεωρείς ότι ο Γαβαλάς είχε την αναγνώριση που του άξιζε;
Στον ενεστώτα χρόνο του την είχε και με το παραπάνω. Ο κόσμος τον λάτρεψε και πούλησε χιλιάδες δίσκους. Για τον κόσμο του είναι εκεί που πρέπει να είναι. Το λέω αυτό για να μη γίνεται η παρανόηση ότι τα βιβλία αποκαθιστούν τους ανθρώπους. Ενα βιβλίο δεν μπορεί ποτέ να αποκαταστήσει ή να τοποθετήσει έναν τραγουδιστή εκεί που πρέπει να είναι. Αυτό είναι κεντρικότερης μέριμνας θέμα, δηλαδή η κοινωνία και η κεντρική πολιτική του πολιτισμού μπορούν να ψηλαφίσουν τα κάδρα των τεράστιων αυτών καλλιτεχνών. Ωστόσο και μόνο το γεγονός ότι η Ελλάδα στερείται εθνικό αρχείο λαϊκής μουσικής συνεπάγεται ότι όλοι έχουν αδικηθεί μαζί με τον Γαβαλά. Με το βιβλίο αυτό δεν πάμε να αποκαταστήσουμε μια αδικία, πάμε να υπενθυμίσουμε πού βρισκόταν και πού βρίσκεται η κοινωνία, καθώς και να προσφέρουμε υλικό στον μελλοντικό ερευνητή.
Πώς ορίζεται κατά τη γνώμη σου η λαϊκότητα;
Συνήθως το πραγματικά λαϊκό είναι αυτό που αμφισβητείται τη στιγμή στην οποία παράγεται. Λαϊκό σήμερα είναι η Πάολα, γι’ αυτό ακριβώς αμφισβητείται, γι’ αυτό προσπαθούν να την προσεταιριστούν αυτοί που θέλουν να έχουν μια σχέση με το λαϊκό. Αρα υπό αυτή την έννοια δεν είναι τυχαίο ότι το λαϊκό είναι κάθε φορά ρευστό, γιατί είναι παράγωγο του ενεστώτα χρόνου και αν δεν είναι δεν είναι λαϊκό. Νομίζω λοιπόν ότι αφορά τον χρόνο και όχι το ύφος.
= = = = =
Info
Το βιβλίο του Δημήτρη Μανιάτη «Πάνος Γαβαλάς – Μια φωνή όλο φως» (Εκδόσεις Λιβάνη) θα παρουσιαστεί στις 23/5 στις 20.30, στο Iδρυμα εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη (Βασ. Σοφίας 9 & Μέρλιν 1). Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι Κώστας Μπαλαχούτης (δημοσιογράφος, συγγραφέας), Θανάσης Πολυκανδριώτης (μουσικοσυνθέτης), Γιώργος Τσάμπρας (δημοσιογράφος) και ο συγγραφέας του βιβλίου. Θα τραγουδήσουν οι Γιώτα Γιάννα, Φοίβος Δεληβοριάς, Σταμάτης Κραουνάκης, Γιώργος Μαργαρίτης, Σοφία Παπάζογλου. Θα συμπράξει η ορχήστρα του Γιώργου Αλτή.