Ο εικαστικός Δημήτρης Αληθεινός γράφει στο Docville μια “απλή χριστουγεννιάτικη ιστορία” για τη σχετικότητα του έρωτα και του ονειρικού χρόνου σε κάποιες γιορτές στην αφρικανική ήπειρο
Η αχνοκίτρινη λάμπα κρεμασμένη παράκεντρα στο ταβάνι του δωματίου έτρεμε απ’ το αγκομαχητό του ανεμιστήρα˙ ένα μάτσο χριστουγεννιάτικα φωτάκια κρεμασμένα «τιμής ένεκεν» σε μια πρόκα πάνω απ’ τον φτηνό καθρέφτη έστελναν κυματιστές αντανακλάσεις στους άδειους τοίχους. Παραμονή Χριστουγέννων και η αφρικάνικη ζέστη γινόταν αφόρητη, περιπαίζοντας τη συνήθεια των λευκών να συνδέουν τη γέννηση του θεού τους με έναν κρύο χιονισμένο Δεκέμβρη.
Στις απόμερες γειτονιές της πρωτεύουσας, στους σκοτεινούς σκονισμένους δρόμους, στα χαμόσπιτα με τις λαμαρινένιες στέγες, στο μικρό απόμακρο ξενοδοχείο που την περίμενε, όλοι, ακόμη και οι πιο ανθεκτικοί, αποζητούσαν μάταια μια ελάχιστη πνοή δροσερού αέρα. Το ιδρωμένο κορμί του, κλεισμένο σχεδόν μια ώρα στο μικρό δωμάτιο, απορροφούσε το μουσκεμένο πουκάμισο σαν δεύτερο δέρμα˙ αισθανόταν πως αν το έβγαζε θα ξεκολλούσαν μαζί και οι σάρκες, υποβάλλοντάς τον σ’ ένα μαρτύριο ίδιο με εκείνο του Ηρακλή όταν ανέμελος φόρεσε τον βουτηγμένο στο μίσος του Νέσσου χιτώνα.
Άναψε άλλο ένα τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό κι άπλωσε τα μακριά του πόδια στην άκρη του κρεβατιού. Κοίταξε το ρολόι: έντεκα και τριάντα δυο. Τις τελευταίες φορές ερχόταν αργοπορημένη με την ψυχή στο στόμα και τον φόβο έκδηλο στα υγρά της μάτια. Την αγκάλιαζε με λαχτάρα, τη γέμιζε φιλιά και χάδια, κατανοώντας ότι έπρεπε να πάρει τον χρόνο της, να ξεγλιστρήσει απ’ τη δική της μουντή πραγματικότητα για να γλιστρήσει αβίαστα στο δικό τους αβέβαιο όνειρο, να το αγγίξει, να το ζήσει, να το απολαύσει, να το μαστιγώσει ηδονικά κι ακατάπαυστα με τα μακριά της μαλλιά, να το χορτάσει μέχρι την επόμενη συνάντηση. «Αν κάποια φορά δεν έρθω στο ραντεβού μας, αν δεν δώσω σημεία ζωής, υποσχέσου μου ότι θα φύγεις την επομένη από τη χώρα» του είπε χθες καθώς τον άφηνε. «Φοβάμαι την οργή του, τρέμω τη δύναμή του». Δεν απάντησε˙ την κοιτούσε μαγεμένος απ’ τη φωνή, τη μορφή, την ύπαρξή της. Ηταν τρελά ερωτευμένος με την πιο όμορφη γυναίκα της Αφρικής. Πανέμορφο μαύρο φως μου, έτσι την έλεγε από τότε που εντελώς απερίσκεπτα έμπλεξαν τις ψυχές, τις ζωές, τα κορμιά τους, σαν άχυρα πλεγμένα σε ψάθινο πανέρι: περίπλοκο αραβούργημα, ανήμπορο να συγκρατήσει μια χούφτα νερό, μια σταλιά ζωής ανέμελα δική τους.
Εκείνη τριάντα χρόνων, αυτός σαράντα δύο, ο άντρας της εβδομήντα πέντε. Εκείνη σύζυγος και μητέρα, αυτός κυνηγός χαμένων ονείρων, ο άλλος γνώστης μυστικών της δικής του κουλτούρας.
Πώς έγινε; Οπως γίνονται όλα όσα απεύχεται κάθε λογικό ον. Ενα σπρώξιμο της μοίρας την πιο ακατάλληλη (ή μήπως την πιο κατάλληλη για τις ορέξεις της) στιγμή, το επακόλουθο παραπάτημα, η αναπόφευκτη πτώση και η αναπάντεχη ανατροπή του νόμου της βαρύτητας: αντί να βρεθεί στο χώμα, ανυψώθηκε στην αγκαλιά μιας ψυχής συμπάσχουσας.
Nihil est ab omni parte beatum.
Τίποτε δεν είναι ευλογημένο σε όλες του τις διαστάσεις, έλεγαν οι Ρωμαίοι, μα ποιος ερωτευμένος μπόρεσε ποτέ να δει πέρα από μια διάσταση; Ούτε θεός ούτε άνθρωπος. Ο έρωτας είναι μονοδιάστατος, αγνοεί τον χρόνο, αγνοεί τον κίνδυνο, αγνοεί τη φθορά, εμπιστεύεται την ουτοπία και ζει τη στιγμή.
Τα βήματά της ακούστηκαν στον διάδρομο αχνά, σαν ψίθυρος. Πετάχτηκε προτού ολοκληρωθούν τα τρία συνθηματικά χτυπήματα στην πόρτα, την άνοιξε κι έμεινε να κοιτάζει έκπληκτος έναν άντρα που θα μπορούσε ηλικιακά να είναι πατέρας του. Φορούσε κάτασπρο buba και καπέλο abeti-aja. Η εκλεκτή υφή του ρούχου έδινε στο λευκό χρώμα λάμψη, τόνιζε το μαύρο του δέρματος και δήλωνε υψηλή κοινωνική θέση. Κοιτάχτηκαν μερικές στιγμές στα μάτια, τα δικά του ήταν έκπληκτα, του άλλου τρεμούλιαζαν σαν θολό ζελέ. Μίλησε πρώτος: «Καλησπέρα σας, κύριε», η φωνή του ακούστηκε βαθιά, χαμηλή, ίσως κουρασμένη. «Υποθέτω δεν περιμένατε εμένα, όμως σίγουρα μαντέψατε ποιος είμαι. Μπορώ να περάσω;».
Το αψεγάδιαστο σύνολο της εικόνας, η προχωρημένη ηλικία, το ανέκφραστο πρόσωπο σε απέτρεπαν να πιστέψεις ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ικανός να τους βλάψει. Πισωπάτησε αμήχανα, χωρίς να αφήσει το χερούλι της πόρτας. Ο άλλος πέρασε, κάθισε στη μοναδική καρέκλα και δίχως να εξετάσει τον περίγυρο του έδειξε το κρεβάτι.
«Δεν θα μπορέσει να έρθει η ίδια…» είπε προφέροντας τις λέξεις αργά, τελετουργικά, σαν να μετέφερε όντως το μήνυμά της, «όμως με παρακάλεσε να σας φέρω ένα δώρο, το δώρο των Χριστουγέννων» συνέχισε βγάζοντας από τις πτυχές του φαρδιού ρούχου ένα μακρόστενο κουτί, περίπου σαράντα εκατοστά μήκος.
«Την αγαπώ, ξέρετε, την αγαπώ πολύ, την αγαπώ από πάντα ή πιο σωστά από τότε που ξέρω τον εαυτό μου… εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Φανταστείτε ότι στα δεκαπέντε μου ορκίστηκα να την παντρευτώ, όμως τότε εκτός από μικρός, ήμουν φτωχός κι ασήμαντος, κανείς δεν θα μου την έδινε». Μιλούσε με το κεφάλι σκυφτό, δεν τον κοιτούσε, μιλούσε στο κουτί. «Μου την πήρε ο πλούσιος λευκός αφέντης κι έκανε μαζί της πολλά παιδιά, αγόρια και μία κόρη… Είναι μυστήριο πώς μπορεί δυο άνθρωποι να μοιάζουν τόσο, σαν δυο σταγόνες νερό, χωρίς να είναι δίδυμοι». Πήρε βαθιά ανάσα, έβγαλε αθόρυβα τον καυτό αέρα και συνέχισε. «Μητέρα και κόρη ήταν όμοιες, η μόνη διαφορά βρισκόταν στα πλούσια μακριά μαλλιά που η μικρή κληρονόμησε απ’ τον πατέρα της. Την έβλεπα να μεγαλώνει κι ο έρωτας φούντωνε, κυρίευε την ύπαρξή μου, τώρα πια δεν ήμουν φτωχός, ήμουν πλούσιος, δυνατός, ώριμος, μπορούσα να την παντρευτώ, αλλά εκείνη είχε άλλες βλέψεις, διαφορετικά όνειρα, κι έφυγε… Εφυγε μακριά μου για δεύτερη φορά, μα όταν επέστρεψε έφερε μαζί την κόρη της, ένα σπάνιο λουλούδι το οποίο γνωρίζετε… τη γυναίκα μου, αυτή που περίμενα πάνω από εξήντα χρόνια ν’ αποκτήσω και δεν θα αφήσω κανέναν, ποτέ, να μου την πάρει».
Σώπασε, σηκώθηκε αργά, απόθεσε το κουτί στο κρεβάτι κι έφυγε. Η σιωπή θα ήταν ακίνητη κι εκκωφαντική αν δεν έτριζαν ταυτόχρονα ο ανεμιστήρας και η καρδιά του. Πήρε διστακτικά το κουτί, το άνοιξε και είδε με φρίκη απλωμένη την κοτσίδα της, κομμένη σύρριζα. Πόνος αιματηρός, δάκρυα καυτά πλημμύρισαν τα μάτια και την ψυχή του. Την πήρε στα χέρια, τη χάιδεψε, τη μύρισε, τη φίλησε, την τύλιξε στον λαιμό του και τότε συνειδητοποίησε με τρόμο ότι καιγόταν, λαμπάδιαζε ολόκληρος σαν τον Ηρακλή, θύμα ζήλιας και μίσους του μαύρου κένταυρου. Χτυπιόταν απελπισμένος στο πάτωμα μέχρι που ξύπνησε από τα ουρλιαχτά του.
Ήταν κάθιδρος.
Κατέβασε με δυσκολία τα πόδια απ’ το κρεβάτι, σηκώθηκε, κοίταξε πρώτα ολόγυρα κι έπειτα το ρολόι του. Έδειχνε έντεκα και τριάντα τέσσερα.