Δήμητρα Νικητέα: Διακοσμώντας γκρεμισμένες φαβέλες

Δήμητρα Νικητέα: Διακοσμώντας γκρεμισμένες φαβέλες

Η stand-up comedian γράφει στο Docville για τις βόλτες με τον χαμαιλέοντα στην Πατησίων και την τελευταία κορίνα αξιοπρέπειας της κυβέρνησης.

Σας έχει τύχει να ξυπνάτε ύστερα από εφιάλτη και να ανακουφίζεστε που εντέλει ήταν αποκύηµα του φαντασιακού σας και δεν αντιστοιχούσε επ’ ουδενί στην πραγµατικότητα; Είµαι σίγουρη ότι αυτό συνέβαινε µέχρι το 2019. Γιατί το 2020 ξυπνάς µούσκεµα έπειτα από υπνική παράλυση και αντικρίζοντας τη θύελλα της πανδηµίας προσπαθείς να ξανακοιµηθείς παρακαλώντας γονυπετής το ασυνείδητό σου να συνεχίσει τον εφιάλτη από εκεί που τον είχες αφήσει.

Μιλώντας για εφιάλτες, το 2020 υπήρξε µε τεράστια διαφορά η πιο λειτουργική ονειροπαγίδα που έχει υπάρξει στα χρονικά των Ινδιάνων Τσιπέουα. Ολα τα όνειρά µας κατεδαφίστηκαν, αφού τα πλάνα που είχαµε προγραµµατίσει ακυρώθηκαν σαν πέναλτι του ΟΦΗ µε VAR και µε τις επακόλουθες αντιδράσεις εξίσου έξαλλες µε του Ογκουνσότο «Πώς γκένεν αυτό;».

Πολλά επαγγέλµατα –και όταν λέω «πολλά», για να είµαι ακριβής, εννοώ όλα εκτός των αυτόµατων πωλητών– βρέθηκαν σε χαώδη αναστάτωση µετά την επιβολή του lockdown, καθιστώντας τους περισσότερους κλάδους πιο άχρηστους και από ατζέντα του 2020.

H πανδηµία αύξησε µε γεωµετρική πρόοδο τα ποσοστά κατάθλιψης του πληθυσµού – χωρίς να έχω τάση περιαυτολογίας, µε θεωρώ ξέφωτο γιατί κατάφερα να µείνω ανεπηρέαστη. Υπέφερα πολλά χρόνια πιο πριν. Ως κύρια εκπρόσωπος της αγχώδους κατάθλιψης µπορώ να πω µε σιγουριά ότι τα µέτρα της κυβέρνησης µε βρήκαν σε ανύποπτο χρόνο προετοιµασµένη, σαν να παίζω στην έδρα µου. Συνεχίζω να έχω φανταστικούς φίλους, που όταν τους πετυχαίνω στον δρόµο προσποιούµαι πως δεν τους βλέπω για να µην τους χαιρετήσω. Κάποιες φορές που µου λείπει το δράµα ανοίγω αιφνιδιαστικά την πόρτα του δωµατίου µου για να πετύχω τη φανταστική µου φίλη µε το αγόρι µου από το χωριό λέγοντάς µου: «∆εν είναι αυτό που φαντάζεσαι».

∆υστυχώς δεν µπορώ να βγάλω τον σκύλο µου βόλτα γιατί συνήθως έχει κανονίσει, οπότε οργώνω την Πατησίων µε ένα λουρί στο χέρι απαντώντας σε όλα αυτά τα βλέµµατα απορίας που δέχοµαι κατά καιρούς «ναι, τι; Βγάζω βόλτα τον χαµαιλέοντά µου. Οχου». Εν ολίγοις, µπορεί να είµαι τροµακτική αλλά προσαρµόζοµαι σαν χαµαιλέοντας (ναι, τι;) στα µέτρα. Ακόµη κι αν απαγορεύσουν την κυκλοφορία του αίµατος, εγώ θα είµαι σε φάση «ντάξει, νεκρή, εύκολο, παίξ’ το όπως όταν ήσουν στο κρεβάτι τη µέρα που οι συγγενείς σου άνοιξαν αιφνιδιαστικά την πόρτα στο δωµάτιο». ∆ηλαδή φωνάζοντας «δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι».

Με αυτήν τη συνοπτική περιγραφή της καθηµερινότητας κάποιος αναγνώστης δικαίως θα φανταζόταν ότι αναλύω την «Κραυγή» του Μουνκ την ίδια στιγµή που η κυβέρνηση φαντάζεται ζωγραφιές που στέλνουν οι φαν του Χρήστου ∆ηµόπουλου στο «Ουράνιο τόξο».

Η κυβέρνηση αν δεν έχει ανώριµη ανάγνωση στα ζητήµατα που φέρνει η πανδηµία, σίγουρα φέρεται σαν επιφανειακή στερεοτυπική ερωµένη σε σεξιστικό σκετσάκι κωµικής σειράς στα 90ς και ο λαός αντίστοιχα µοιάζει µε τον –τα θέλει ο ποπός του– σύζυγο. Ενώ η σχέση µπάζει από όλα τα µέτωπα και το ψέµα πάει σύννεφο, η ερωµένη στην εµµονική και ανάρτυτη προσπάθειά της να διατηρήσει έναν κάποιο ερωτισµό και την προσοχή του συζύγου της µπαινοβγαίνει µε την πιστωτική στα µαγαζιά και τα κοµµωτήρια θέλοντας στο τέλος να εκµαιεύσει τη βελτιωµένη αλλά και άστοχη αλλαγή που έχει κάνει από τον σύζυγό της, ο οποίος, προς ενίσχυση της ειρωνείας της σκηνής, διαβάζει τους φουσκωµένους λογαριασµούς.

-Αγάπη µου, δεν βλέπεις πάνω µου κάποια διαφορά;

-Οχι.

-Ποπό αχαριστία. Εγώ φταίω. Οχι, εγώ φταίω που τρέχω για σένα.

Αυτό που θέλω να πω είναι πως η κυβέρνηση ασχολείται µε τη διακόσµηση σε γκρεµισµένες φαβέλες. Μεγαλώνει πεζοδρόµια και ενώ της λες πως είναι πεταµένα λεφτά άνευ ουσίας που θα µπορούσαν να αξιοποιηθούν στον τοµέα της υγείας, θα σκαρφιστεί ότι ήταν σχεδιασµένες για τις ανάγκες των Αθηναίων: «Κάπου πρέπει να µείνουν τόσοι άστεγοι»! ∆ηλώσεις που γίνονται µε παρρησία και ανεξήγητη αυτοπεποίθηση («αν είχαµε περισσότερες ΜΕΘ, θα είχαµε περισσότερους νεκρούς») ανταγωνίζονται την παράλογη λογική των στίχων «αν θα µπορούσα τον κόσµο να άλλαζα/ θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα» του Πλιάτσικα και της προφητείας του Παΐσιου «θα είναι σαν να έχουµε χειµώνα αλλά δεν θα έχουµε». Το µόνο που µένει για να πέσει και η τελευταία κορίνα αξιοπρέπειας από τη Νέα ∆ηµοκρατία είναι να ακουστεί ανοιχτά σε διάγγελµα το επιστηµονικά επιβεβαιωµένο στατιστικό «αν είχαµε περισσότερους θανάτους, θα είχαµε περισσότερους νεκρούς» µε τη συνοδεία παρουσίασης διαγραµµάτων παιδικών ζωγραφιών του «Ουράνιου τόξου».

Documento Newsletter