Στις δημοσκοπήσεις, εάν θέλουμε να αποτελούν εργαλείο καταγραφής των τάσεων της κοινής γνώμης, έχουν σημασία τα γιατί και τα πώς. Αυτά που δηλώνονται και αυτά που επιτηδείως αποσιωπώνται. Οταν λοιπόν στις 19 Νοεμβρίου σχεδόν όλοι οι τίτλοι στα συστημικά ΜΜΕ ήταν του τύπου «Μένει μέχρι να φύγει η oμάδα Αχτσιόγλου» και στις 21 του μηνός τα περισσότερα δημοσιεύματα περιέγραφαν την επόμενη ημέρα χρησιμοποιώντας τίτλους όπως «Τι περιμένει η ομάδα Αχτσιόγλου λίγο πριν από την έξοδο», είναι περίεργο από τις 22 μέχρι τις 28 Νοεμβρίου –και ενώ πραγματοποιείται η έξοδος που αναμενόταν– να γίνονται «έρευνες τάσεων» όπως αυτή που παρουσιάστηκε στις 30 του μήνα από το Mega, οι οποίες να αγνοούν αυτή την εξέλιξη επειδή τυπικά δεν την πρόλαβαν.
Το να κρύβονται ειδικοί και μη πίσω από τέτοιες δικαιολογίες είναι εύκολο. Δύσκολο είναι να γίνεται μια έρευνα που να φωτίζει αυτό που ήδη από τις 22 Νοεμβρίου «φώναζαν» οι εφημερίδες αυτών των καναλαρχών που αρέσκονται σε πολιτικές λαθροχειρίες: «Σε λίγες ημέρες η συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ 2».
Θα το πούμε απλά, όπως απλές είναι και οι επιλογές που κάνουν οι συστημικοί παράγοντες: όταν θέλεις να χτυπήσεις τον ΣΥΡΙΖΑ αρκεί να καταγράψεις ότι έπεσε 1-2 μονάδες από την προηγούμενη έρευνά σου, προσπερνώντας την πιο λογική εξήγηση. Oτι αυτή η σχετικά μικρή πτώση οφείλεται ακριβώς σε αυτούς που αποχωρούν και σε κάποιους που παίρνουν αποστάσεις από όλους, κάτι αναμενόμενο την ώρα μιας διάσπασης.
Το κρίσιμο δηλαδή δεν είναι τα κόλπα που επιβεβαιώνουν το προφανές, ότι μια διάσπαση ανοίγει πληγές. Ούτε οι εκατέρωθεν βολές που συχνά είναι και ανοίκειες ή μια γενικόλογη «αριστερή διέξοδος». Το ζήτημα είναι οι συγκεκριμένες πολιτικές αντιμετώπισης της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Και σε αυτό η πληθυντική Αριστερά παραμένει μετεξεταστέα.