Το άνοιγμα των Βαρωσίων είναι παράνομο, αλλά όχι λόγω των ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Σημείο αναφοράς των νομικών της γερμανικής βουλής είναι η Συμφωνία του Λονδίνου μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων της Κύπρου.
Η παραπομπή στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών από το 1984 και μετά για τα Βαρώσια δεν αρκεί για να τεκμηριωθεί ότι η Τουρκία παραβίασε διεθνές δίκαιο με το άνοιγμα της περίκλειστης πόλης στα κατεχόμενα. Σε αυτή την εκτίμηση καταλήγει γνωμάτευση που συνέταξε η Νομική Υπηρεσία της γερμανικής βουλής μετά από αίτημα της βουλευτού του κόμματος Η Αριστερά, Σεβίμ Ντάγκντελεν, η οποία είναι πρόεδρος της Γερμανοτουρκικής Επιτροπής Φιλίας του κοινοβουλίου. Σε 23 σελίδες η Νομική Υπηρεσία αναφέρεται στο ιστορικό του ζητήματος των Βαρωσίων και αναλύει τις νομικές πλευρές του όλου προβλήματος αναπτύσσοντας μια επιχειρηματολογία που εκ πρώτης όψεως ξαφνιάζει.
Τα ψηφίσματα του ΟΗΕ δεν είναι δεσμευτικά
Όπως υποστηρίζει, τα ψηφίσματα 550 (1984), 789 (1992) και 2537 (2020) του Συμβουλίου Ασφαλείας που αναφέρονται στα Βαρώσια δεν είναι, βάσει του διεθνούς δικαίου, δεσμευτικές αποφάσεις (decisions), αλλά πρόκειται μόνο για συστάσεις (recommendations). Συνεπώς, τα ψηφίσματα συνιστούν, σε μια πρώτη ανάγνωση, «ήπιο δίκαιο» (soft law) στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, εφάμιλλα των ψηφισμάτων της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ή του μη δεσμευτικού «παραγώγου δικαίου» άλλων διεθνών οργανισμών. Παρεμπιπτόντως, ανάλογη επιχειρηματολογία χρησιμοποιεί το καθεστώς στη Β. Κύπρο για να αιτιολογήσει το άνοιγμα των Βαρωσίων.
Η Νομική Υπηρεσία της γερμανικής βουλής εκτιμά ότι η μη τήρηση του «ήπιου δικαίου» δεν αποτελεί επί της αρχής παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Όπως διευκρινίζει στη συνέχεια, στην πραγματικότητα ο όρος «ήπιο δίκαιο» είναι παραπλανητικός: ουσιαστικά δεν πρόκειται για δίκαιο, αλλά, στην περίπτωση των ψηφισμάτων, για δηλώσεις πολιτικού χαρακτήρα με τις οποίες οι εμπλεκόμενες πλευρές θέλουν να αποφύγουν νομικές δεσμεύσεις. Συνεπώς, «θα ήταν νομικά εσφαλμένο να επικρίνεται η περιφρόνηση ή η μη τήρηση ‘ήπιου δικαίου’ ως παραβίαση του διεθνούς δικαίου», συμπεραίνουν οι ειδήμονες τις Επιστημονικής Υπηρεσίας.
Τα ψηφίσματα συνιστούν συγκεκριμενοποίηση
Παρά ταύτα, όμως, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το άνοιγμα των Βαρωσίων δεν ήταν νόμιμο. Τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν θα πρέπει να εξετασθούν μόνο υπό το πρίσμα της «παρανομίας» της διαίρεσης της Κύπρου το 1974. Στην πραγματικότητα η Τουρκία παραβιάζει διεθνές δίκαιο, επειδή δεν τηρεί τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη Συμφωνία του Λονδίνου (1960) για την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε αυτή τη συμφωνία η Ελλάδα, η Μ. Βρετανία και η Τουρκία εγγυώνται νομικά δεσμευτικά την κυριαρχία και την ακεραιότητα της Κύπρου. Από αυτή την οπτική γωνία εμφανίζονται, σύμφωνα με τους γερμανούς νομικούς, «το άνοιγμα και ο τουρκοκυπριακός εποικισμός των Βαρωσίων ως ένα απαράδεκτο βήμα προς την κατεύθυνση μιας παγίωσης της διαίρεσης της Κύπρου.»
Συνεπώς, τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για το Κυπριακό για τα Βαρώσια συνιστούν μια «συγκεκριμενοποίηση της συμφωνίας εγγύησης». Τα ψηφίσματα δεν είναι μεν νομικά δεσμευτικά με βάση το διεθνές δίκαιο, αλλά είναι «νομικά σημαντικά», δηλαδή έχουν «νομιμοποιηθεί». Συγχρόνως αντικατοπτρίζουν, σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των Βαρωσίων από την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ (UNFICYP), «σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές πεποιθήσεις της διεθνούς κοινότητας». Τα ψηφίσματα καθιστούν εκτός αυτού σαφές το τι είναι και τι δεν είναι νομικά αποδεκτό με βάση τη Συμφωνία του Λονδίνου, εξηγεί η Νομική Υπηρεσία της γερμανικής βουλής. Βάσει αυτής της συμφωνίας, το άνοιγμα των Βαρωσίων συνιστά «αλλαγή καθεστώτος» και συνεπώς παραβιάζει διεθνές δίκαιο
Δηλώσεις Ντάγκντελεν
Σε δήλωση της προς την Deutsche Welle η Σεβίμ Ντάγκντελεν επισημαίνει ότι η Επιστημονικη Υπηρεσία της γερμανικής Βουλής «επιβεβαιώνει πως με το άνοιγμα της πόλης των Βαρωσίων στο υπό τουρκική κατοχή τμήμα της Βόρειας Κύπρου η Τουρκία προωθεί τη διαίρεση της νήσου παραβιάζοντας διεθνές δίκαιο.» Οι «συνεχιζόμενες προκλήσεις και απειλές πολέμου» του τούρκου προέδρου Ερντογάν «δεν θα πρέπει να μείνουν χωρίς συνέπειες.» Απευθυνόμενη στη γερμανική κυβέρνηση η κ. Ντάγκντελεν ζητά την επιβολή ενός «πλήρους εμπάργκο όπλων» και τον τερματισμό της παροχής οικονομικής βοήθειας στην Τουρκία σε ευρωπαϊκό επίπεδο.