Έλληνες και Τούρκοι έχουν πολλά κοινά, όπως δείχνουν οι προτιμήσεις στην κουζίνα ή τη μουσική. Αλλά τι περιθώρια προσέγγισης αφήνουν οι γεωπολιτικές σκοπιμότητες;
Η γιαγιά μου στα άλλοτε τουρκοκρατούμενα Γιάννενα ήταν μία υπέροχη γυναίκα. Με αγαπούσε πολύ και τα καλοκαίρια, που κάποτε περνούσα κοντά της, μου μαγείρευε όπως κάθε γιαγιά που σέβεται τον εαυτό της. Αλλά πολλές φορές, όταν προτιμούσα να ασχοληθώ με τη μπάλα και όχι με το γιουβέτσι της, δεν δίσταζε να εκστομίσει την απειλή: «Φάε όλο το φαγητό σου, γιατί θάρθει ο Τούρκος να σε πάρει»! Ίσως είναι κι αυτός ένας λόγος που ενίοτε σέρνω μερικά κιλά παραπάνω μέχρι σήμερα, καλύτερα να μην μπλέξουμε με Τούρκους…
Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι η γιαγιά υπερβάλλει ως προς το μέγεθος της απειλής, αντιλαμβάνομαι ωστόσο τη θέση της. Άλλωστε τα Ιωάνιννα ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μόλις το 1913. Η γιαγιά είχε γεννηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα, ως πολίτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλά προσοχή στο ουσιαστικό περιεχόμενο της έννοιας: στην πραγματικότητα δεν μιλάμε για «πολίτη», αλλά για «υποτακτικό». Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν χρειαζόταν πολίτες, citoyens με αυτοπεποίθηση που αποτινάσσουν φεουδαρχικές δομές, όπως μας διδάσκει η Γαλλική Επανάσταση. Χρειαζόταν πειθήνιους υποτακτικούς. Και κάποια στιγμή οι ‘Ελληνες δεν ήθελαν πλέον να συμβιβαστούν με αυτόν τον ρόλο.
Η σημασία του «ιδρυτικού μύθου»
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 όχι μόνο ήταν επιτυχής, αλλά αποτέλεσε κύριο συστατικό για τον ιδρυτικό μύθο του σύγχρονου ελληνικού έθνους. Κάθε Έθνος έχει έναν δικό του ιδρυτικό μύθο, ο οποίος εδράζεται σε πραγματικά γεγονότα, αλλά εμπεριέχει στοιχεία υπερβολής. Και αυτό γιατί κάθε ‘Εθνος αισθάνεται την ανάγκη να αποσιωπήσει φρικαλεότητες, υπερτονίζοντας ταυτόχρονα τα επιτεύγματά του. Προφανώς το ίδιο συμβαίνει με τον ιδρυτικό μύθο της κεμαλικής Τουρκίας το 1922 ή την ενοποίηση της Γερμανίας δια της ανακήρυξης του Κάιζερ μέσα στις Βερσαλίες το 1871, για να μην μιλήσουμε για τους τετραπέρατους Ελβετούς, οι οποίοι απλώς επινόησαν τη χαριτωμένη ιστορία με τον Γουλιέλμο Τέλλο και τις επιδόσεις του στην τοξοβολία.
Στην Ελλάδα ο ιδρυτικός μύθος αναφέρει ότι η γενναία ελληνική ψυχή με την αμέριστη στήριξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας θριαμβεύει επί των αριθμητικώς υπέρτερων Τούρκων. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι πράγματι έτσι έγιναν τα πράγματα. Ωστόσο κάθε «πολίτης», κάθε citoyen με αυτοπεποίθηση, γνωρίζει ότι χωρίς έξωθεν υποστήριξη δύσκολα θα έφταναν στον θρίαμβο οι επαναστατημένοι Έλληνες. Ας θυμηθούμε τη ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827, στην οποία οι Σύμμαχοι (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), εξολόθρευσαν τον πανίσχυρο τουρκοαιγυπτιακό στόλο σε μία κρίσιμη καμπή για την πορεία της Επανάστασης.
Ίσως γι αυτό κάποιοι πολιτικοί ιθύνοντες στην Τουρκία, ακόμη και σήμερα, πιστεύουν ότι η Ελλάδα είναι το κακομαθημένο παιδί της Δύσης. Φυσικά στην Αθήνα η οπτική γωνία είναι διαφορετική: κακομαθημένη είναι η Τουρκία που εξακολουθεί να εξοπλίζεται από το ΝΑΤΟ αν και κατέχει στρατιωτικά τη μισή Κύπρο, εισβάλλει σε γειτονικές χώρες, προκαλεί αντιπαράθεση για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο και επιπλέον έχει ανακηρύξει έναν εθνικιστή, τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί, σε ρυθμιστή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Τα μυστικά της «πολίτικης κουζίνας»
Η συνήθης διατύπωση- και ίσως γενικολογία- είναι ότι οι δύο λαοί θέλουν να συνυπάρξουν ειρηνικά, αλλά δεν τους αφήνουν οι πολιτικοί και οι σκοπιμότητές τους. Δεν ξέρω αν είναι τόσο απλό. Αλλά βλέπω ότι πολλοί άνθρωποι, και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, αισθάνονται έλξη ο ένας για τον άλλον και βρίσκουν εύκολα κοινό έδαφος, στη μουσική, στο φαγητό, στο χιούμορ, στην κοινή μελαγχολία για τα δεινά του κόσμου. Φτάνει όμως αυτό;
Στην εξαιρετική ταινία «Πολίτικη Κουζίνα» (τουρκικός τίτλος: Bir tutam baharat) ο σκηνοθέτης Τάσος Μπουλμέτης περιγράφει τα δεινά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να αγνοεί τις τουρκικές ευαισθησίες. Κεντρικός πρωταγωνιστής είναι ο Φάνης, ένας Έλληνας της Πόλης, ο οποίος εκδιώκεται στα πολιτικά συμφραζόμενα της κρίσης στην Κύπρο στη δεκαετία του ’60 και μάταια προσπαθεί να ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία της εποχής. Οι συμπατριώτες του τον αποκαλούν «Τούρκο» με την έννοια του «ξενομερίτη», εκείνου που ανήκει αλλού.
Συναίσθημα και πολιτική
Να ένα παράδειγμα για το πως ο μεμονωμένος άνθρωπος, η αυθύπαρκτη προσωπικότητα, δεν κρίνεται κατά περίπτωση, αλλά γίνεται υποχείριο πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η πλειοψηφία σιωπά. Οι πάντες εκφράζουν λύπη γι’ αυτό που συμβαίνει, αλλά δεν κάνουν και πολλά για να συμβεί κάτι διαφορετικό. Η «Πολίτικη Κουζίνα» προκαλεί έντονα συναισθήματα νοσταλγίας, αλλά και πικρία για την έλλειψη ορθολογισμού στην αντιμετώπιση του άλλου. Ίσως αυτό είναι ένα δίδαγμα για τους πολιτικούς μας.
Ακόμα και σε εποχές ευφορίας, το έντονο συναίσθημα δεν απέφερε και πολλά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ας θυμηθούμε τις αρχές της δεκαετίας του ’70 όταν όλη η Ελλάδα (σε εποχές στρατιωτικής δικτατορίας μάλιστα) τραγουδούσε «Μες στου Βοσπόρου τα στενά» για τους δύο φίλους, τον Γιάννη και τον Μεμέτη, που αναστενάζουν για τα κοινά δεινά τους. «Εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας άχ και βάχ», έλεγε το τραγούδι, αλλά μετά από λίγα χρόνια η χούντα κάνει το πραξικόπημα και η Τουρκία εισβάλλει στην Κύπρο, καταλαμβάνοντας το 50% του νησιού. Ο Γιάννης και ο Μεμέτης σιωπούν, για μία ακόμη φορά…
Επίλογος
Πρώτον, χρειάζεται περισσότερος ορθολογισμός. Όχι για να αναιρέσουμε φιλικά συναισθήματα που ίσως υπάρχουν μεταξύ μας, αλλά ακριβώς για να αποκτήσουν τα συναισθήματα πιο στέρεα θεμέλια. Και το πρώτο συμπέρασμα μίας ορθολογιστικής αντιμετώπισης είναι ότι εάν, ο μη γένοιτο, ξεσπάσει στρατιωτική σύγκρουση, οι δύο λαοί είναι οι πρώτοι που θα χάσουν και θα μετανιώσουν γι αυτό.
Δεύτερον, χρειάζεται περισσότερο θάρρος. Ορκισμένοι εχθροί όπως ο Βενιζέλος και ο Ατατούρκ δεν δίστασαν να μιλήσουν ακόμη και για «ελληνοτουρκική ομοσπονδία», όταν το έκριναν σκόπιμο. Το εγχείρημα δεν έχει πιθανότητες υλοποίησης, δεν το θέλουν ούτε οι Τούρκοι, καθώς αναβιώνει σενάρια διάσπασης ή διχοτόμησης, προαιώνιους φόβους πολλών κεμαλιστών. Καλύτερα όμως να διαβουλεύεσαι για την ουτοπία, παρά να αναλώνεσαι σε επίδειξη πυγμής χωρίς αντίκρισμα.
Αλλά για να γίνουν αυτά χρειάζονται ικανοί και διορατικοί πολιτικοί, όχι εθνικιστές ως ρυθμιστές της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Και πάνω απ’ όλα χρειάζονται «πολίτες», citoyens με αυτοπεποίθηση και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.