Deutsche Bank: «Η Ελλάδα το 2018: Επιτέλους κάποιο φως στην άκρη του τούνελ».

Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας για αποπληρωμές ομολόγων για τα επόμενα λίγα χρόνια είναι πολύ μικρότερες απ’ ό,τι στο παρελθόν και συνολικά λίγο πάνω από 10 δισ. ευρώ έως το 2020, αναφέρει η Deutsche Bank στην έκθεσή της με τίτλο: «Η Ελλάδα το 2018: Επιτέλους κάποιο φως στην άκρη του τούνελ».

Συγκεκριμένα, η έκθεση σημειώνει τα εξής: «Με βάση το σημερινό δημοσιονομικό πρόγραμμα, το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας αναμένεται να καλύπτει περίπου τις πληρωμές τόκων της χώρας για τα επόμενα λίγα χρόνια. Αν εξαιρεθούν τα έντοκα γραμμάτια, που χρηματοδοτούνται εγχώρια, υπάρχει μόνο μία μεγάλη αποπληρωμή ομολόγων, ύψους 4 δισ. ευρώ, που λήγει τον Ιούλιο του 2019 και συνολικά λίγο περισσότερο από 10 δισ. ευρώ ωριμάνσεις έως το 2020. Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική, επειδή ο φάκελος του σημερινού προγράμματος προβλέπει ένα μεγάλο απόθεμα διαθεσίμων, ύψους 9 δισ. ευρώ, το οποίο, σε συνδυασμό με μία πολύ συγκρατημένη έκδοση (σ.σ.: τίτλων) στην αγορά θα επέτρεπε στην Ελλάδα να εξυπηρετεί το χρέος της χωρίς καμία πρόσθετη χρηματοδότηση».

«Θα στηρίξουν οι Ευρωπαίοι μία “καθαρή” έξοδο για την Ελλάδα (από το πρόγραμμα, που λήγει τον Αύγουστο του 2018)», είναι το ερώτημα που θέτει η γερμανική τράπεζα. «Τι θα συμβεί με την ελάφρυνση του χρέους και το ΔΝΤ», είναι ένα δεύτερο ερώτημα. «Αρχίζοντας με το τελευταίο ερώτημα, είναι εύλογο ότι το ΔΝΤ θα υποχωρήσει στη λήψη αποφάσεων το επόμενο έτος», σημειώνει η Deutsche Bank, προσθέτοντας: «Δεν συμμετέχει ούτως ή άλλως στη χρηματοδότηση και αυτό θα κάνει ευκολότερη τη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των Ευρωπαίων. Από την πλευρά των Ευρωπαίων, θα υπάρχει μικρότερη ανάγκη να βασισθούν στο ΔΝΤ για την επιβολή πειθαρχίας στους όρους του προγράμματος, δεδομένου ότι το πρόγραμμα λήγει. Ένας μειωμένος ρόλος για το ΔΝΤ θα έρθει σε ένα πολιτικά βολικό χρονικό διάστημα, καθώς εντείνονται οι συζητήσεις σχετικά με τη μετατροπή του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας) σε ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο». Για την ελληνική πλευρά, η μείωση της επιρροής του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις «θα μειώσει τις απαιτήσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική σύσφιξη, ακόμη και να αυτό γίνει με κόστος την προσφορά μικρότερης εμπροσθοβαρούς ελάφρυνσης χρέους από τους Ευρωπαίους», σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας: «Το βασικό μας σενάριο είναι ότι η εμπλοκή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα θα είναι σημαντικά χαμηλότερη το επόμενο έτος, κάτι που συμπίπτει βολικά με την αποχώρηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών».

Στο ερώτημα πώς θα μοιάζει η έξοδος της Ελλάδας, η γερμανική τράπεζα σημειώνει: «Αν και η αγορά εστιάζει στη διάκριση μίας “καθαρής” έναντι μίας “υποβοηθούμενης” εξόδου, το πιο σημαντικό ερώτημα είναι αν η έξοδος θα είναι “άτακτη” ή “συνεργατική”. Μία συνεργατική έξοδος θα απαιτούσε αμοιβαία συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρώπης για τον τρόπο λειτουργίας μετά τον Αύγουστο του 2018. Η ελληνική πλευρά είναι πιθανό να ζητήσει μία έξοδο που δεν θα προβλέπει όρους πολιτικής μέσω ενός νέου μνημονίου (δηλαδή, χωρίς πιστωτική γραμμή από τον ESM). Η ευρωπαϊκή πλευρά είναι πιθανόν να ζητήσει τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αν και με μεγαλύτερη διέξοδο απ’ ό,τι προβλέπεται σήμερα με βάση το επικυρωμένο από το ΔΝΤ πρόγραμμα. Αν δεν υπάρξει πιστωτική γραμμή του ESM, η πρόβλεψη μίας συγκρατημένης και σταδιακής ελάφρυνσης χρέους, που θα προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα διατηρεί τη δημοσιονομική πειθαρχία και θα εξαρτάται από τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, είναι πιθανόν να προσφέρει έναν βασικό μεσοπρόθεσμο μηχανισμό επιβολής. Η ενδεχόμενη συμμετοχή στις επανεπενδύσεις του QE της ΕΚΤ καθώς και η διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος μπορεί να αποτελεί ένα άλλο έμμεσο κίνητρο και επίσης μηχανισμό επιβολής».

Η επιτυχής και βιώσιμη έξοδος της Ελλάδας από την κρίση, αναφέρει η Deutsche Bank, θα εξαρτηθεί από τρεις κρίσιμους παράγοντες: Πρώτον, την αποφυγή υποχωρήσεων στις δημοσιονομικές και διαρθρωτικές προσαρμογές. Δεύτερον, στην ομαλοποίηση του τραπεζικού συστήματος, περιλαμβανομένης της σταδιακής μείωσης του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και της χαλάρωσης των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων. Τρίτον, την πολιτική σταθερότητα, η οποία σε συνδυασμό με μία σταθερή δημοσιονομική στάση θα οδηγήσει σε περαιτέρω άνοδο της καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, που δεν έχουν επανέλθει ακόμη στα προ της κρίσης επίπεδα. «Οι προοπτικές για το 2018 παραμένουν θετικές, αλλά ο δρόμος προς την ομαλοποίηση θα παραμείνει μακρύς και δύσκολος», σημειώνει η έκθεση.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ετικέτες