Detritus: Νέα μουσική με παλιά μέσα

Detritus: Νέα μουσική με παλιά μέσα

Μαγνητόφωνα, πικάπ, γραμμόφωνα, cd και walkman παίρνουν ξανά ζωή. Οι ξεπερασμένες τεχνολογίες γίνονται αφορμή και μέσο για απρόσμενους ηχητικούς πειραματισμούς, συνθέσεις, συναυλίες, εγκαταστάσεις και συζητήσεις.

Μουσική φτιαγμένη από τις ατέλειες και τους ανεπιθύμητους θορύβους παλιών συσκευών. Σε διάφορους χώρους τη Στέγης, μαγνητόφωνα, πικάπ, γραμμόφωνα, cd και walkman μετατρέπονται σε επιφάνειες εντατικού ηχητικού πειραματισμού από τις 26 έως 28 Ιανουαρίου στο Detritus. Μια ματιά στις παρυφές της sound art και της ηλεκτροακουστικής σύνθεσης, με συναυλίες, εγκαταστάσεις και συζητήσεις που εξερευνούν τις απρόσμενες ηχητικές δυνατότητες των ξεπερασμένων τεχνολογιών και τη διαχρονική σχέση μας με εφήμερα μέσα καταγραφής και ακρόασης των ήχων.

Οι τεχνολογίες αναπαραγωγής ήχου και εικόνας φέρουν πάντα την υπόσχεση της πιστότητας, της ακρίβειας και της σταθερότητας. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, η σύνθετη σχέση μας με αυτά τα μέσα εμπλουτίστηκε ποικιλοτρόπως από τα αναπόφευκτα ελαττώματα, τις αστάθειες και τις ανακρίβειες που προέκυψαν από τη χρήση τους.

Από τότε που δημιουργήθηκαν οι συγκεκριμένες τεχνολογίες, τα ελαττώματά τους διερευνήθηκαν συνειδητά και αξιοποιήθηκαν δημιουργικά από καλλιτέχνες που είδαν σε αυτά ένα αναδυόμενο πεδίο αισθητικού ενδιαφέροντος ή ένα σύνολο ισχυρών συμβολισμών για την ανθρώπινη συνθήκη.

To Detritus έχει σκοπό να αναδείξει αυτή την πολύμορφη αισθητική και το εννοιολογικό της πλαίσιο, τα οποία εδραιώθηκαν σταδιακά κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, διαγράφοντας μια παράλληλη πορεία δίπλα σε αυτήν των διαρκώς εξελισσόμενων τεχνολογικών μέσων επικοινωνίας και καταγραφής. Παρουσιάζει συναυλίες, εγκαταστάσεις και ομιλίες που θα καταστήσουν ορατές αυτές τις καλλιτεχνικές ανησυχίες και διαδικασίες, προβάλλοντας το έργο δημιουργών με σημαντική συνεισφορά στο εν λόγω πεδίο.

Συντελεστές

Επιμέλεια: Γιάννης Κοτσώνης

Οργάνωση: Πάσκουα Βοργιά

Συμμετέχουν: Giovanni Lami, Stephen Cornford, Sandra Boss, Graham Lambkin, Marc Baron, Robert Millis, Olivia Block, Πάνος Χαραλάμπους, Παναγιώτης Πανόπουλος

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου

Εκθεσιακός χώρος | Ηχητική περφόρμανς

21:00 | Sandra Boss: Acoustic Appraiser (30΄)

22:00 | Giovanni Lami (40΄)

23:00 | Marc Baron (40΄)

Σάββατο 27 Ιανουαρίου

Εκθεσιακός χώρος

17:00 | John Cage’s 33 1/3 (210΄) | Διαδραστική ηχητική εγκατάσταση

21:00 | Graham Lambkin (45΄) | Ηχητική περφόρμανς

22:00 | Olivia Block: Dissolution (45΄) | Ηχητική περφόρμανς

Κυριακή 28 Ιανουαρίου

18:00 | Πάνος Χαραλάμπους & Παναγιώτης Πανόπουλος: Ένας αετός καθότανε… (30-35΄) | Εκθεσιακός χώρος | Περφόρμανς

19:00 | Παναγιώτης Πανόπουλος, Stephen Cornford, Olivia Block και Graham Lambkin (100΄) | Μικρή Σκηνή | Συζήτηση

21:00 | Robert Millis: Indian Talking Machine (90΄) | Μικρή Σκηνή | Παρουσίαση & Συζήτηση

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου – Σάββατο 3 Φεβρουαρίου

Φουαγιέ 5ου ορόφου | Ηχητική εγκατάσταση

09:00-21:00 | Stephen Cornford: Constant Linear Velocity

Διαβάστε περισσότερα

Sandra Boss (Ηχητική περφόρμανς)

Η Σάντρα Μπος είναι συνθέτρια και καλλιτέχνης ήχου, που έχει ως βάση της την Κοπεγχάγη (Δανία). Στο έργο της συνδυάζονται στοιχεία ηλεκτρονικής μουσικής, κλασικής μουσικής και ηχητικής τέχνης, τα οποία παράγονται από εξαιρετικά ετερόκλητες πηγές, όπως παλιές γεννήτριες τόνων, ακοόμετρα και εκκλησιαστικά όργανα. Έχει συμμετάσχει σε πολλά φεστιβάλ στη Δανία και διεθνώς – μεταξύ άλλων, στο OHNO (Cafe Oto, Αγγλία), το Spor Festival (Δανία), το Klangkunst (Γερμανία) και το LAK Festival for Nordic Sound Art (Δανία). Η Σάντρα σπούδασε Σύνθεση Ηλεκτρονικής Μουσικής στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Ώρχους και είναι διδακτορική φοιτήτρια ηχητικής τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Ώρχους. Είναι μέλος του ντουέτου ηχητικής τέχνης Maskinel Terapi και της καλλιτεχνικής κολεκτίβας Vontrapp.

Η περφόρμανς Acoustic Appraiser φέρει την ονομασία ενός παλιού, γερμανικού, φορητού ακοόμετρου. Τα ακοόμετρα χρησιμοποιούνται συνήθως για να ελέγχουν την οξύτητα της ακοής, έχοντας ως βάση ένα σύνολο αυστηρά προσδιορισμένων τόνων και θορύβων. Το συγκεκριμένο μηχάνημα παράγει ημιτονικά κύματα, τα οποία αντιστοιχούν σε διαφορετικές ζώνες συχνοτήτων που μπορεί να ακούσει το ανθρώπινο αυτί· επιπλέον, παράγει τόνους επικάλυψης και συνοδεύεται από μια κασέτα προφορικού τεστ ακοής στα γερμανικά. Στην περφόρμανς διερευνώνται τα όρια μεταξύ επιστημονικού και μουσικού ήχου μέσα από τις διάφορες ηχητικές δυνατότητες του μηχανήματος.

http://sandraboss.dk

Giovanni Lami (Ηχητική περφόρμανς)

Ο Τζιοβάνι Λαμί, γεννημένος στη Ραβέννα της Ιταλίας το 1978, είναι καλλιτέχνης ήχου και μουσικός που ασχολείται με τον ήχο στο όριο μεταξύ ακουστικής οικολογίας και σύνθεσης ηχοτοπίων. Είναι επίσης πτυχιούχος Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων και απόφοιτος Φωτογραφίας. Στο παρελθόν εργάστηκε ως φωτογράφος, έκανε εκθέσεις εντός και εκτός Ευρώπης, συμμετείχε ως φιλοξενούμενος καλλιτέχνης σε προγράμματα στη Χώρα των Βάσκων και τη Νορβηγία, ενώ συνεργάστηκε με διάφορους θεσμούς και εταιρείες, όπως με την UNESCO στη Λαλιμπέλα (Αιθιοπία) και την εναλλακτική φίρμα ρούχων Dead Meat. Πλέον εργάζεται στο πεδίο του ήχου, αξιοποιώντας την εμπειρία του ως φωτογράφου στη σύνθεση των ηχητικών του εξερευνήσεων. Οι απεριόριστοι ήχοι που μας περιβάλλουν, οι ηχογραφήσεις πεδίου και η (αναλογική ή ψηφιακή) επεξεργασία τόνων σε πραγματικό χρόνο αποτελούν στοιχεία της ιδιαίτερης προσέγγισής του, η οποία βασίζεται στη μελέτη των επιφανειών αντήχησης και των ορίων/παρεμβολών που χαρακτηρίζουν τα μέσα καταγραφής και αναπαραγωγής του ήχου.

Το 2016, μαζί με τον Enrico Malatesta και τον Glauco Salva, ίδρυσε την MU, μια ανεξάρτητη εταιρεία που αποσκοπεί στη δημιουργία ηχητικών βιωμάτων, λειτουργώντας ως πλατφόρμα ακρόασης για την προώθηση και τη διοργάνωση καινοτόμων συναυλιών, εργαστηρίων και ακουστικών συνεδριάσεων.

Φιλοξενούμενος καλλιτέχνης: Hotel Pupik, Σάιφλινγκ (Αυστρία, 2015), Khora Syros Sound Meetings, Σύρος (Ελλάδα, 2015), Forte Marghera, Βενετία (Ιταλία, 2015), Apache4, Μιλάνο (Ιταλία, 2017, με τον Ενρίκο Μαλατέστα)

http://www.giovannilami.com

Marc Baron (Ηχητική περφόρμανς)

Ο Μαρκ Μπαρόν, που γεννήθηκε το 1981 στη Γαλλία, ζει και συνθέτει μουσική στο Παρίσι. Από το 2008 γράφει μουσική για ηχεία χρησιμοποιώντας μαγνητοταινίες και αναλογικές μεθόδους επεξεργασίας. Το συγκεκριμένο έργο παρουσιάζεται υπό τη μορφή ακουσματικών συναυλιών, ραδιοφωνικών εκπομπών, δίσκων, εγκαταστάσεων ή ειδικά σχεδιασμένων ζωντανών περφόρμανς. Ορισμένες συνθέσεις και περφόρμανς του Μπαρόν έχουν παιχτεί στην Αυστραλία, τη Γαλλία, την Ελβετία, το Βέλγιο, τη Σκοτία και τον Καναδά. Εκτός από τα σόλο άλμπουμ που ηχογράφησε την προηγούμενη δεκαετία, το 2010 κυκλοφόρησε το ∩ από την αγγλική Cathnor Records, το 2012 το Une fois, chaque fois από τη μαλαισιανή Theme Park, το 2014 το Hidden Tapes από τη γαλλική Potlatch, το 2015 το Carnets από την Glistening Examples και το 2016 το Un salon au fond d’un lac από την Potlatch.

«Υπάρχουν οι ήχοι που συλλέγω, εκείνοι που δημιουργώ, κι όλα αυτά που ρυθμίζω εκ των προτέρων και έπειτα τα αναπτύσσω ακολουθώντας συγκεκριμένες μεθόδους και κανόνες. Πάνω απ’ όλα, όμως, υπάρχει αυτό που ακούω επιτόπου, μερικές φορές τυχαία, όταν επεξεργάζομαι το ηχητικό υλικό στο στούντιο, από την ίδια τη μαγνητοταινία, από το μικρόφωνο. Αρχικά, δεν εστιάζω σε κάποιον συγκεκριμένο ήχο· απλώς ακολουθώ το ένστικτό μου και εμβαθύνω. Η τελική μορφή (εκπομπή, περφόρμανς, δίσκος) εξαρτάται ουσιαστικά από την ίδια τη μουσική. Όταν αποκτά κάποιο νόημα, το πλαίσιο ή ο χώρος της εκπομπής είναι καθοριστικός. Η πολυπλοκότητα των ποιοτήτων, ο συνδυασμός τους, αποτελεί τον πυρήνα της μουσικής μου. Ανάμεσα σε μια αίσθηση ρεαλισμού και την επιθυμία για μεγαλύτερη απροσδιοριστία, αναζητώ μια ένταση.» Μαρκ Μπαρόν, 2012

http://marcbaron.fr

John Cage’s 33 1/3 (Διαδραστική ηχητική εγκατάσταση)

Μια συμμετοχική ηχητική εγκατάσταση όπου 8 πικάπ και 300 δίσκοι τοποθετούνται σε ένα μεγάλο δωμάτιο χωρίς καρέκλες. Το κοινό καλείται να χρησιμοποιήσει τα πικάπ, να μιξάρει αυθαίρετα τους δίσκους και να προκαλέσει απρόβλεπτα ηχητικά συμβάντα. Ο σκοπός είναι να ακούγονται ταυτόχρονα η μουσική και οι ήχοι που θα παράγονται από τα πικάπ. Σε απόλυτη συμφωνία με το πνεύμα του Κέιτζ, αυτό το μη προσδιορίσιμο έργο καταρρίπτει τους διαχωρισμούς μεταξύ κοινού και καλλιτέχνη, ήχου και μουσικής, ζητώντας από τους ακροατές/συμμετέχοντες απλώς να είναι φιλοπερίεργοι και να ανοίξουν τα αυτιά τους.

Graham Lambkin (Ηχητική περφόρμανς)

Ο Γκράχαμ Λάμπκιν είναι διεπιστημονικός καλλιτέχνης, που ζει και εργάζεται στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Έγινε για πρώτη φορά γνωστός στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με το μουσικό συγκρότημα The Shadow Ring. Συνδυάζοντας μια DIY post-punk προσέγγιση με στοιχεία folk μουσικής, ελαττωματικές ηλεκτρονικές συσκευές και σουρεαλιστικά λογοπαίγνια, οι Shadow Ring δημιούργησαν έναν μοναδικό υβριδικό ήχο που τους βοήθησε να ξεχωρίσουν από αντίστοιχους καλλιτέχνες και ο οποίος συνεχίζει να είναι επιδραστικός μέχρι και σήμερα.

Μετά τη διάλυση των Shadow Ring, ο Λάμπκιν κυκλοφόρησε μια σειρά από εξαιρετικά πρωτότυπα και ιδιαίτερα σόλο άλμπουμ, όπως το Salmon Run (2007) και το Amateur Doubles (2012). Μαζί με τον πειραματικό μουσικό μαγνητοταινιών Jason Lescalleet ηχογράφησαν την τριλογία The Breadwinner (2007), Air Supply (2010) και Photographs (2013), η οποία απέσπασε διθυραμβικές κριτές. Το 2013 συνεργάστηκε με τον διάσημο table-top guitarist και ιδρυτικό μέλος του γκρουπ AMM, Keith Rowe, για τον δίσκο Making A, ενώ το 2015 κυκλοφόρησε με τον συνθέτη και μέλος της ομάδας Wandelweiser, Michael Pisaro, τον δίσκο Schwarze Riesenfalter, ο οποίος αποτελεί μια μουσική απόδοση των κειμένων του Georg Trakl.

Ο Λάμπκιν υπήρξε επίσης επιμελητής της πολύ σημαντικής δισκογραφικής εταιρείας Kye, που –από την ίδρυσή της το 2001– έχει κυκλοφορήσει ηχογραφήσεις σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως της Vanessa Rossetto, του Malcolm Goldstein και του Joe McPhee, καθώς και αρχειακές συλλογές συνθετών. όπως του Henning Christiansen, της Moniek Darge και του Anton Heyboer.

Τη δεκαετία του ’90, ο Λάμπκιν έγινε επίσης γνωστός για το εικαστικό του έργο, σχεδιάζοντας εξώφυλλα δίσκων, μπλούζες, αφίσες και φυλλάδια για πολλές underground δισκογραφικές εταιρίες, καθώς και για συγκροτήματα, όπως οι The Dead C, οι Harry Pussy και οι Double Leopards. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί πέντε βιβλία με κείμενα και εικαστικές συνθέσεις του: Unfocused Hands (2004), Dumb Answer To Miracles (2009), Dripping Junk (2010), Millows (2012) και Came To Call Mine (2014), μια εντυπωσιακή συλλογή εικονογραφημένων παιδικών κειμένων. Ο Λάμπκιν έχει παρουσιάσει το εικαστικό του έργο σε τρεις ατομικές εκθέσεις: Came To Mine (Audio Visual Arts, Νέα Υόρκη, 2014), Marble On The Rot (356 Mission Gallery, Λος Άντζελες, 2015) και Moon Blows Close (Künstlerhaus, Στουτγάρδη, 2016). Το Οκτώβριο του 2016 ο Λάμπκιν κυκλοφόρησε τον πέμπτο σόλο δίσκο του, Community (Kye/Erstwhile), ενώ δουλεύει σε ένα συνεργατικό πρότζεκτ με την Áine O’Dwyer.

https://www.discogs.com/artist/474675-Graham-Lambkin

Olivia Block: Dissolution (Ηχητική περφόρμανς)

Η Ολίβια Μπλοκ είναι συνθέτρια και καλλιτέχνης νέων μέσων, που έχει ως βάση της το Σικάγο. Oι ηχογραφημένες συνθέσεις της συνδυάζουν, μεταξύ άλλων, ηχογραφήσεις πεδίου, όργανα μουσικής δωματίου και ηλεκτρονικές υφές. Η Μπλοκ δημιουργεί εγκαταστάσεις πολυμέσων και παρουσιάζει περφόρμανς χρησιμοποιώντας ηχογραφήσεις πεδίου, ήχους από κασέτες, βίντεo και επιλεγμένα σλάιντ 35mm. Τα τελευταία της έργα αντικατοπτρίζουν το ενδιαφέρον της για ιδιαίτερες ποιότητες του εκάστοτε χώρου (site-specificity), τον εθνογραφικό ήχο, την αρχιτεκτονική και τα καθημερινά/αρχειακά υλικά από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Κατά τη ζωντανή εκτέλεση των προσωπικών της κομματιών χρησιμοποιεί συχνά ηλεκτρονικά επεξεργασμένα ενισχυμένα αντικείμενα, ηχογραφήσεις από κασέτες και διάφορες τεχνικές σε εσωτερικό πιάνου με ουρά.

Οι στούντιο ηχογραφήσεις της έχουν κυκλοφορήσει από δισκογραφικές εταιρείες όπως οι And/Oar, Cut, Erstwhile, Glistening Examples, NNA και Sedimental.

Έχει δημιουργήσει site-specific εγκαταστάσεις, μεταξύ άλλων, για το Sanitorium στο Σοκολόφσκο (Πολωνία), για το Jay Pritzker Pavilion στο Millennium Park (Σικάγο) και για τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Τορίνο (2006).

Έχει συμμετάσχει και παρουσιάσει έργα της σε φεστιβάλ στην Αμερική, την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Συνεντεύξεις της έχουν φιλοξενηθεί σε διάφορα έντυπα (Morning Edition, Wire, Musicworks, Blow Up, Chicago Reader κ.ά.) και σε πολλές διαδικτυακές και ραδιοφωνικές εκπομπές. Dissolution: Η κυκλοφορία του περιλάμβανε ένα διαφανές βινύλιο σε περιορισμένα αντίτυπα, με κομμάτια από σλάιντ 35mm ενσωματωμένα μέσα στον δίσκο και ένα ολοκληρωμένο σλάιντ 35mm. Στις συναυλίες της, μια εκτεταμένη εκδοχή του Dissolution B ακούγεται από πολλαπλά ηχεία και μιξάρεται ζωντανά σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, δημιουργώντας μια υποβλητική, κινηματογραφική εμπειρία.

https://www.oliviablock.net

https://glisteningexamples.bandcamp.com/album/dissolution

Πάνος Χαραλάμπους & Παναγιώτης Πανόπουλος: Ένας αετός καθότανε…​ (Περφόρμανς)

Ο Πάνος Χαραλάμπους είναι εικαστικός καλλιτέχνης και πρύτανης της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών. Ο Παναγιώτης Πανόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Ανθρωπολογίας της Μουσικής και του Χώρου, στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Οι φωνές, οι ηχογραφημένες φωνές νεκρών, πνοές των φωνών, εν προκειμένω η διάσημη voce passionale του Demetrio Stratos, η voce divina της Μαρίας Κάλλας, η φωνή του agro-rocker Τάκη Καρναβά, η φωνή του εμιγκρέ Κώστα Χρόνη, είναι κάτι παραπάνω από απλή αποτύπωση σε δίσκους βινυλίου· είναι ηχητικές συνιστώσες που δυναμιτίζουν την παροδική νηνεμία…, δημιουργούν μαρμαρυγές, κύκλους, κυματώσεις, φοβίζουν ως φωνές επελθούσης κρίσης, τρομάζουν τα αγριοπούλια που πετούν προς τον Νότο…, η ομίχλη υποχωρεί, το τοπίο κόβεται στα δύο… Ο μαύρος δίσκος βινυλίου (locus) αναμένει μια αιχμή για να ηχήσει, ν’ αναστηθεί η φωνή χωρίς βιβλικές εκλαμπρύνσεις. Μ’ έναν κυνόδοντα σαρκοβόρου, με τα νύχια του αρπαχτικού, με το αγκάθι ενός ρόδου, με τον αθάνατο εν είδει βελόνας… Οι δίσκοι αναγορεύονται σε τόπους απελευθέρωσης.

http://www.documenta14.de/gr/artists/13576/panos-charalambous

http://www.documenta14.de/en/calendar/23403/voice-o-graph

Robert Millis: Indian Talking Machine (Παρουσίαση & Συζήτηση)

Ο Ρόμπερτ Μίλις είναι ιδρυτικό μέλος των Climax Golden Twins και των AFCGT, ενώ συνεργάζεται συχνά με την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία Sublime Frequencies του Alan Bishop. Ενεργό μέλος της underground σκηνής του Σιάτλ εδώ και δύο δεκαετίες, o Μίλις έχει πραγματοποιήσει πάνω από 20 μουσικές κυκλοφορίες. Έχει συνθέσει μουσική για τον κινηματογράφο, καθώς και για θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις, ενώ έχει δημιουργήσει και επιμεληθεί ηχητικές εγκαταστάσεις. Παράλληλα με τη σύνθεση και τους ηχητικούς πειραματισμούς, έχει γυρίσει δύο εθνογραφικά ντοκιμαντέρ γύρω από την ασιατική μουσική, για λογαριασμό της Sublime Frequencies: Phi Ta Khon: Ghosts of Isan και This World is Unreal like a Snake in a Rope. Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αντλεί έμπνευση από την παραδοσιακή ασιατική μουσική και την εποχή των πρώιμων ηχογραφήσεων (συγκεκριμένα συλλέγει κυλίνδρους και δίσκους 78 στροφών). Έχει κυκλοφορήσει επίσης το Victrola Favorites: Artifacts from Bygone Days (Dust-to-Digital, 2008), μια έκδοση με booklet 144 σελίδων και διπλό cd, όπου καταγράφει τις πρώιμες ηχογραφήσεις, τα εφήμερα και τη μουσική που ο Μίλις έχει συγκεντρώσει στη συλλογή του από δίσκους 78 στροφών. Την περίοδο 2012-13, βρέθηκε στην Ινδία ως υπότροφος του ιδρύματος Fulbright, μελετώντας και ερευνώντας την ινδική μουσική και τις πρώιμες ηχογραφήσεις της χώρας.

To Indian Talking Machine του Ρόμπερτ Μίλις είναι ένα βιβλίο (συνοδευόμενο από διπλό cd) για τον «γρατζουνισμένο» κόσμο της Ινδίας – για τα βινύλια, τους ρυθμούς, τη σκόνη, τη μνήμη. Η Ινδία ήταν ένα από τα πρώτα μη Δυτικά «φυλάκια» της μουσικής βιομηχανίας· δίσκοι 78 στροφών ηχογραφήθηκαν για πρώτη φορά εκεί το 1902. Και τι ηχογραφήσεις! Λαϊκά τραγούδια και ράγκας, μιμήσεις ζώων και δίσκοι «γέλιου», θρήνοι ή κωμικά σκετς. Με την πάροδο του χρόνο, αυτοί οι δίσκοι –που συχνά συνοδεύονταν από εξαιρετικά εξώφυλλα– πολτοποιήθηκαν και λησμονήθηκαν. Όμως, όπως υποστηρίζει ο Μίλις, «άγνωστες εταιρείες, κατεστραμμένες μπομπίνες, πειραματισμός με περιστασιακές αγορές, εύθραυστα αντικείμενα και μια προσπάθεια να καταγραφεί αδιάκριτα το καθετί καταλήγουν στην ανεύρεση σπάνιων κομματιών και προσφέρουν απεριόριστες προοπτικές για ανακάλυψη και έρευνα».

Ο Μίλις θα μιλήσει για το Indian Talking Machine, για το έργο του ως καλλιτέχνη ήχου και ερευνητή, για τις εμπειρίες του με μουσικούς, ήχους και συλλέκτες στην Ινδία και αλλού, ενώ θα παρουσιαστούν σπάνιοι δίσκοι 78 στροφών, ηχογραφήσεις πεδίου, βίντεο και πολλά ακόμη.

https://robertmillis.net

https://www.thestranger.com/slog/2016/06/16/24221130/robert-millis-uncovers-the-gritty-sublime-world-of-indian-78s-and-their-obsessive-collectors

Stephen Cornford: Constant Linear Velocity (Ηχητική εγκατάσταση)

Ο Στίβεν Κόρνφορντ είναι καλλιτέχνης νέων μέσων και πειραματικός μουσικός, ο οποίος μετατρέπει ηλεκτρονικές συσκευές του εμπορίου σε μηχανές έκφρασης και αναστοχασμού, για να ασκήσει κριτική στις ιδεολογίες που εκφράζονται μέσα από αυτές. Το έργο του έχει παρουσιαστεί σε ατομικές εκθέσεις στο Τόκιο, το Βερολίνο, το Μπράιτον, το Μπέργκεν, τη Λιουμπλιάνα και το Λονδίνο και έχει συμπεριληφθεί σε ομαδικές εκθέσεις στο ZKM Center for Art & Media (Καρλσρούη), το ICC (Τόκιο), το Haus der Electronische Kunst (Βασιλεία), το Sigma Foundation (Βενετία), καθώς και στις Μπιενάλε του Λοτζ και του Πόζναν. O Κόρνφορντ σπούδασε στο Slade School of Fine Art (Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια) και στο Dartington College of Arts, είναι υποψήφιος διδάκτορας του Winchester School of Art και μέλος της ερευνητικής ομάδας Archaeologies of Media and Technology (AMT). Το Constant Linear Velocity είναι ένα κινητικό γλυπτό από χρησιμοποιημένα κουτιά υπολογιστών με αυτοματοποιημένα και ενισχυμένα cd player. Καθώς η θύρα του CD ή του DVD ανοιγοκλείνει μηχανικά, εκτελεί με σαφήνεια τη λειτουργία της ως μεσολαβητή ανάμεσα στον υλικό και τον ψηφιακό χώρο. Η προσθήκη χάλκινων πηνίων μέσα σε κάθε συσκευή επιτρέπει στις ατέλειές τους να γίνουν αισθητές μέσα από τον ήχο. Το έργο αποτελεί ένα μνημείο για τη χαμένη υλικότητα των μέσων που χρησιμοποιούμε και, συγχρόνως, μια υπενθύμιση της αναπόδραστης υλικότητας των ψηφιακών τεχνολογιών. Κάθε άδειο μεταλλικό κουτί αντιστοιχεί στον ψηφιακό χώρο ενός ατόμου, αποτελώντας συγχρόνως τεκμήριο της φθοράς του.

http://www.scrawn.co.uk

http://www.scrawn.co.uk/ConstantLinearVelocity.html

Documento Newsletter