Δέσποινα Στυλιανοπούλου (1932-2024) – Μια ζωή υπηρέτρια του ελληνικού κινηματογράφου

Δέσποινα Στυλιανοπούλου (1932-2024) – Μια ζωή υπηρέτρια του ελληνικού κινηματογράφου

Αποχαιρετισμός στη Δέσποινα Στυλιανοπούλου, τον απόλυτο θυληκό μπουφόνο του ελληνικού κινηματογράφου, που έγραψε ιστορία με τις θρυλικές ατάκες της.

Τη συνάντησα τέτοιες μέρες ακριβώς πριν από εφτά χρόνια στο σπίτι της στο Μαρούσι. Ηταν 15 Ιουνίου του 2017 και η συνέντευξή μας είχε περάσει από σαράντα κύματα λόγω αμελητέων τότε προβλημάτων με την υγεία της. Απ’ την πρώτη στιγμή, μόλις μου άνοιξε την πόρτα της και την είδα ντυμένη σε όμορφα έντονα χρώματα, κατάλαβα πως απέναντί μου είχα μια ηλικιωμένη γυναίκα διψασμένη για επικοινωνία και με μια εξομολογητική διάθεση που θα χαρακτηριζόταν η «χαρά του interviewer». Θυμάμαι μια αγιογραφία του Αγίου Φανουρίου σε περίοπτη θέση στο σαλόνι της, πολλούς πίνακες ζωγραφικής και άλλα τόσα τιμητικά βραβεία, καθώς και τον Χούλιο, τον τροφαντό γάτο της που γυρνούσε ανάμεσα στα πόδια μας. Η αλήθεια είναι πως έχω γελάσει πολύ στη ζωή μου –και ακόμη γελάω– με τις γκαφατζίδικες ατάκες της που έγραψαν ιστορία στο παλιό λαϊκό σινεμά. Ποιος δεν θυμάται κάμποσες απ’ αυτές; «Σε βαρέθηκα, είσαι πολύ μικροβιολογικός τύπος», «Πρόβαρα ένα τραγούδι εσχάτης εσοδείας» ή το άλλο το καταπληκτικό: «Να σας βλέπουμε πού και πού σπανίως απ’ το σπίτι». Και ποιος μπορεί να ξεχάσει τη χαρακτηριστική πελοποννησιακή προφορά που συνόδευε αυτούς τους μοναδικούς σολοικισμούς της Δέσποινας Στυλιανοπούλου; Δεν πρόκειται να ξαναβγεί άλλη – ήταν, είναι και θα είναι μια κατηγορία μόνη της. Ο απόλυτος θηλυκός μπουφόνος του ελληνικού κινηματογράφου, το λαϊκό αμόρφωτο και πάντα καλόκαρδο κορίτσι που μια ζωή έκανε πλάτες στους άλλους, τους λεφτάδες και τους έξυπνους, κερδίζοντας στο τέλος την αγάπη όλου του κόσμου.

Αρνήθηκε να παίξει τη σέξι ντάμα και προτίμησε να γίνει, με πολύ μικρότερη αμοιβή, η υπηρέτρια, η οποία όμως θα είχε όνομα και υπόσταση

«Υπάρχει καμιά αυλή να σκουπίσω, βρε παιδιά;»

Την είχα ρωτήσει αν την πείραζε που υποδυόταν συνέχεια την υπηρέτρια, κάτι που όπως αποδείχτηκε καταπόνησε ψυχικά τη συνάδελφό της Κατερίνα Γώγου, ειδικευμένη επίσης σε ρόλους υπηρέτριας. Η απάντησή της ήταν η εξής: «Εγώ, δηλαδή, όταν βγαίνω έξω κι ακόμη μου λένε: “Καλώς την υπηρέτριά μας”, πρέπει να πάθω τραλαλά; Χαίρομαι και ξέρεις τι τους απαντάω; “Καμιά αυλή υπάρχει, βρε παιδιά, να ’ρθω να σκουπίσω να θυμηθώ τους ρόλους μου;’’». Σημειωτέον, η ίδια είχε θελήσει να αναδείξει τον συγκεκριμένο ρόλο όταν κάποτε αρνήθηκε να παίξει τη σέξι ντάμα και προτίμησε να γίνει, με πολύ μικρότερη αμοιβή, η υπηρέτρια, η οποία όμως θα είχε όνομα και υπόσταση! «Εγώ έφτιαξα το αγράμματο λαϊκό κορίτσι που αγαπούσε τα αφεντικά του κι έκανε πλάτες στις κυρίες για να παίζουν χαρτιά, που ήταν της μόδας τότε». Δικά της λόγια.

«Δεν γινόταν γλέντι χωρίς το Δεσποινάκι»

Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου μνημόνευε τακτικά τον αγαπημένο παππού της, τον Αργυρολιά, που ήταν δήμαρχος σε 80 χωριά της Πελοποννήσου, όπως έλεγε. Γεννημένη το 1932, μεγάλωσε όλο αγάπη μέσα σε μια δεμένη οικογένεια – οι δύο γονείς, ένας μεγαλύτερος αδερφός, εκείνη και μια μικρότερη αδερφή. Παράλληλα ο απλός λαϊκός κόσμος της γειτονιάς την είχε ξεχωρίσει από παιδούλα για την έφεσή της στις πλάκες και στα μασκαρέματα, δηλαδή στο σανίδι. Ετσι εξηγούσε η ίδια την κλίση που είχε από μικρή: «Δεν γινόταν γλέντι χωρίς το Δεσποινάκι στο περιβόλι του παππού μου, του

Αργυρολιά. Πήγαινα εγώ τις Απόκριες ως Δέσποινα, αλλά σε δυο λεπτά έφευγα, πεταγόμουν δίπλα, φόραγα ένα σακάκι του αδερφού μου που κρεμόταν το ένα μανίκι, έβαζα το χέρι μου στο μαυρισμένο τηγάνι και μουτζουρωνόμουν και μετά εμφανιζόμουν μπροστά σε 50-60 άτομα κι έδινα παράσταση. Οι άλλοι βλέποντάς με να πέφτω κάτω και να τραγουδάω μαζί τους το “Πώς το τρίβουν το πιπέρι”, έλεγαν: “Ρε, αυτό το παιδάκι τίνος είναι;”. Κάτι υπήρχε από τότε, από εκείνα τα χρόνια». Θυμόταν καλά και τον δάσκαλό της, τον Θανάση Κανελλόπουλο, αφού ήταν ο πρώτος που της έδωσε σε ηλικία δέκα ετών να υποδυθεί τη βασίλισσα Ελισάβετ σε σχολική παράσταση παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της. Για λυρική τραγουδίστρια την προόριζαν οι δικοί της, εξού και με τον ερχομό της στην Αθήνα ακολούθησε ανάλογες σπουδές στο Ωδείο Αθηνών με καθηγήτρια τη Νουνούκα Φραγκιά. Συμμαθήτριά της ήταν η διεθνής σήμερα Νάνα Μούσχουρη και η ιστορία λέει πως ο Μίμης Πλέσσας, ενώ τη Στυλιανοπούλου είχε ζητήσει για τραγουδίστρια με το τζαζ κουιντέτο του, εκείνη, αδυνατώντας να τραγουδήσει στα αγγλικά, του σύστησε στη θέση της τη Μούσχουρη. Αυτή της η έλλειψη γνώσης της αγγλικής γλώσσας, ως φάνηκε, της στέρησε μια πολύ μεγαλύτερη καριέρα. Να τι μου είχε εκμυστηρευτεί η ίδια επ’ αυτού: «Μου έγινε, λοιπόν, πρόταση να πάω στο Χόλιγουντ να δουλέψω, αλλά εγώ σκέφτηκα: “Η πατρίδα μου μ’ έστειλε εδώ και συνέβη αυτό, από κει ξεκίνησαν όλα, γιατί να την πουλήσω και να ξενιτευτώ;”. Ε δεν μιλούσα και αγγλικά, τους είπα “ευχαριστώ πολύ” κι έφυγα. Σκέψου ότι μου πρότειναν να γράφονται στα ελληνικά οι αγγλικές λέξεις για να τις μαθαίνω! Δεν γινόταν όμως και μεταξύ μας καλύτερα. Aλλοι πήγαν στο εξωτερικό, δεν έκαναν τίποτα κι επέστρεψαν ταπεινωμένοι. Τι θα λέγανε, ξέρεις; “Eφυγε η Στυλιανοπούλου και τη διώξαν με τη σκούπα”»!

Γάμο είχε κάνει μόνο με τον τραγουδιστή και ηθοποιό Πέτρο Μήλα που διήρκεσε μόλις ένα χρόνο, από το 1975 μέχρι το ’76, αλλά στη συνέχεια κράτησαν στενές φιλικές σχέσεις. Γνωστός ήταν και ο δεσμός της με τον σκηνοθέτη Κώστα Καραγιάννη, «τότε που μου γύριζε τη μία ταινία πίσω απ’ την άλλη», όπως μου είχε εξομολογηθεί. «Είχαμε συνεργασία, συντροφικότητα, δίναμε ο ένας στον άλλο. Γνωριστήκαμε όταν πρωτοβγήκα στο Θέατρο Καλουτά». Η σχέση αυτή δεν οδήγησε σε γάμο, καθώς ο σκηνοθέτης είχε άλλη γυναίκα και παιδί στο Παρίσι, κάτι που το κράτησε κρυφό από τη Στυλιανοπούλου κι όταν εκείνη θα το μάθαινε αργότερα θα πληγωνόταν πολύ συναισθηματικά.

Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία «Η αγάπη μας» το 1968

Καλοί της φίλοι ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη («τα μισά χρόνια της καριέρας μου ήταν η Βουγιουκλάκη, ήμασταν η γη και ο σπόρος»), η Σμάρω Στεφανίδου (παραθέριζαν μαζί για χρόνια στην Ακράτα), η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Κώστας Χατζηχρήστος, η Γεωργία Βασιλειάδου (στη μεταπολίτευση οι δυο τους συγκρότησαν θίασο και έφυγαν για τουρνέ στην Ευρώπη), αλλά και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, για τον οποίο μου είχε αφηγηθεί μια ξεκαρδιστική άγνωστη ιστορία: «Κάποτε ο Λαζόπουλος θα έκανε στον Λυκαβηττό τη “Λυσιστράτη”. Πάμε κι εμείς, αλλά εκεί δεν τον άφησαν τον Τσαρούχη να μπει. Του λέει ο Λεμπέσης: “Δεν μπορείτε να περάσετε, είναι μόνο για γυναίκες”. “Καλά, καλά” κάνει ο Τσαρούχης, με τραβάει και πάμε. Στην πρώτη σειρά ήταν η Μελίνα η Μερκούρη. Μας βλέπει που με είχε αγκαζέ, σηκώνεται και του λέει με δυνατή φωνή: “Γιάννη, δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται η είσοδος στους άντρες;”. Και τι της απαντάει ο Τσαρούχης; “Κι εσύ, Μελίνα μου, δεν ξέρεις ότι είμαι π…ς;”. Eγινε χαμός από τα γέλια στις κερκίδες, χαμός μαζί με χειροκροτήματα! Κάτσαμε, τελικά, και είδαμε παρέα την παράσταση». Παρόλο που τον τοίχο της Στυλιανοπούλου κοσμούσαν πρωτότυπα έργα του Τσαρούχη, η ίδια έλεγε πως ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε τη φιλία τους και τα έργα του τα αγόραζε χωρίς να το ξέρει ο ζωγράφος: «Εβαζα άλλον να αγοράσει έργο του, γιατί από μένα μάλλον δεν θα έπαιρνε λεφτά. Δεν ήμουν ακατάδεκτη, αλλά δεν ήθελα να νιώθει υποχρεωμένος». Κι όταν κάποια στιγμή ο Τσαρούχης άνοιξε ένα συρτάρι και της είπε «πάρε όσα έργα θες», εκείνη δεν έκανε ποτέ την κίνηση.

Την τελευταία δεκαετία η Στυλιανοπούλου ένιωθε μεγάλη πίκρα για όσους έφυγαν και την άφησαν μόνη της. Τα πορτρέτα με συναδέλφους της από παλιές ταινίες θύμιζαν τη φράση του Διονύσιου Σολωμού από τον «Υμνο εις την Ελευθερίαν»: «Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις». Κι η αλήθεια είναι πως η Στυλιανοπούλου είχε κλάψει με λυγμούς κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας. Τότε ήταν 87 ετών και με πλήρη επίγνωση της θέσης στην οποία βρισκόταν. Δανείζομαι και πάλι δικά της συγκλονιστικά λόγια: «Κι εγώ δεν είμαι πια η σαραντάρα ή η πενηντάρα. Υπηρετώ το θέατρο πάνω από πενήντα χρόνια, έχω φύγει απ’ το σφρίγος, τα νιάτα, τη δυναμικότητα, την ενέργεια, το πάθος για δημιουργία. Τι έχει μείνει αυτήν τη στιγμή; Δύο μόνο λέξεις: μοναξιά και κατάθλιψη! Ευτυχώς που δεν με έχουν εγκαταλείψει το μυαλό μου και η θέλησή μου, όχι για ζωή, αλλά για να με βλέπει ο κόσμος και να μ’ αγαπάει. Να με βλέπει κάπου κάπου και να μου λέει “Δεσποινάκι, μια χαρά διατηρείσαι”, όπως το ’πες κι εσύ».

Συμμετείχε σε περίπου 60 ταινίες από το 1960 μέχρι το 1983, με πιο χαρακτηριστικές τις συμμετοχές της στα «Ο τρελός τα ’χει 400», «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου», «Ενας μάγκας στα σαλόνια», «Η εφοπλιστίνα» κ.ά., ενώ τελευταία φορά που έπαιξε στην τηλεόραση ήταν το 2007 στις σειρές «Τα χρυσά κορίτσια» (ΕΡΤ1), «Αν υπήρχες θα σε χώριζα» (Mega) και «7 θανάσιμες πεθερές» (Mega). Γνώμη μου είναι πως τη Στυλιανοπούλου, αν δεν υπήρχε στο σινεμά, θα έπρεπε να την εφεύρουμε. Κι έτσι οι επόμενες γενιές που θα έρθουν θα γνωρίσουν ένα είδος ανθρώπου, ένα είδος Ελληνα υπό εξαφάνιση, φτιαγμένου απ’ τα πιο αγνά και ανόθευτα υλικά ενός παρελθόντος που σε λίγο θα μοιάζει προϊστορία. «…και τώρα άντε γεια σας, κι αύριο την ίδια ώρα, όλοι στα ραδιόφωνά σας κι ως τότενες, γεια και χαρά σας, και το Δεσποινάκι στα όνειρά σας… Αμή». Ετσι έκλεινε επί 14 χρόνια το ραδιοφωνικό της πεντάλεπτο «Η πυργοδέσποινα της κουζίνας» σε κείμενα Μίμη Τραϊφόρου η πολυγαπημένη Δέσποινα Στυλιανοπούλου. Κάπως έτσι μας αποχαιρέτισε την περασμένη Παρασκευή 7 Ιουνίου το Δεσποινάκι και έφυγε για πάντα.

Με τον Νίκο Ρίζο στο «Ο γίγας της Κυψέλης»

Δώδεκα ταινίες μέσα σε ένα χρόνο το 1967

Ηταν ασυναγώνιστο, άπαιχτο που λένε, το χιούμορ αυτής της γυναίκας. Δεν είναι τυχαίο που όταν έδωσε εξετάσεις για τη σχολή του Ροντήρη, αφού πρώτα την είχαν κόψει από το Εθνικό, ο Ροντήρης απεφάνθη: «Περνάς, περνάς! Εσύ, παιδί μου, δεν είσαι για να μας κάνεις να κλαίμε, αλλά για να γελάμε». Λεπτομέρεια: Το 1961 ο Τίτος Βανδής την έστειλε στον Μάνο Χατζιδάκι όταν ο συνθέτης έγραφε τη μουσική και τα τραγούδια για το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» με τον θίασο Μυράτ – Ζουμπουλάκη. Αρχικά ο Χατζιδάκις τη δέχτηκε, του άρεσε, αλλά μετά άκουσε τη Ζωή Φυτούση κι έδωσε σ’ αυτή το «Φέρτε μου ένα μαντολίνο». Η μοναδική φορά που υποδύθηκε τη μοιραία γυναίκα, πάλι όμως με τα δικά της κωμικά στοιχεία, ήταν στο «Αχ αυτή η γυναίκα μου» του Γιώργου Σκαλενάκη με τους Βουγιουκλάκη – Παπαμιχαήλ. Την πρώτη φορά που την είδε ο σκηνοθέτης δεν του έκανε, καθώς είχε πάει μαυροντυμένη λόγω της απώλειας της μητέρας της. Η Βουγιουκλάκη ήταν αυτή που τη συμβούλεψε να φορέσει κάτι πιο σέξι, να κόψει τα μαλλιά της και να ξαναπεράσει από οντισιόν. «Τι λάθη μπορεί να κάνουμε κι εμείς οι σκηνοθέτες!» της είπε ο Σκαλενάκης όταν την είδε διαφορετική απ’ την πρώτη φορά. Κι εκείνη, όμως, στο πλαίσιο εμπλουτισμού του ρόλου της πρόσθεσε εκείνα τα ξεκαρδιστικά τρία «αχ» στη σειρά: Ενα «αχ αχ αχ» έκανε η Στυλιανοπούλου στην εν λόγω ταινία και σειόταν η αίθουσα από τα γέλια. Ενδεικτικό της δημοφιλίας της ήταν ότι εν έτει 1967, τη χρονιά που γυρίστηκε το «Αχ αυτή η γυναίκα μου», η Στυλιανοπούλου είχε γυρίσει δώδεκα διαφορετικές ταινίες μες στον ίδιο χρόνο, οδηγώντας τους ευθυμογράφους της εποχής να γράψουν για το «έτος Στυλιανοπούλου».

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter