Κάθε συνέντευξη με τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη είναι μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία. Η σπουδαία ηθοποιός δεν εκθέτει απλώς τις απόψεις της, αλλά μοιάζει να ξετυλίγει τον μονόλογο της ζωής της παίζοντας, σαν η τέχνη του θεάτρου να έχει διαποτίσει την ύπαρξή της ακόμη κι όταν καταθέτει την αλήθεια της. Την παρατηρούσα να απαντάει στις ερωτήσεις μου και να ανασύρει μνήμες, να συγκινείται μέχρι δακρύων, να γελάει, να οργίζεται και μετά πάλι να ηρεμεί, οδηγώντας μια δημόσια συζήτηση σε άλλα, ασυνήθιστα επίπεδα. Αφορμή για την κουβέντα μας η τηλεοπτική σειρά «Φαμαγκούστα», που θα κάνει πρεμιέρα την επόμενη σεζόν στο Mega και είναι εμπνευσμένη από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Το τηλεφώνημά μου τη βρήκε στην Κύπρο, όπου η Μπεμπεδέλη κατοικεί μόνιμα από το 1968, όταν με τον σύζυγο και συνάδελφό της Στέλιο Καυκαρίδη αποφάσισαν να φύγουν από την Ελλάδα εν μέσω χούντας. Λίγα χρόνια αργότερα έζησαν την κυπριακή τραγωδία. Τη θυμάται με εικόνες σκληρές, κινηματογραφικές σχεδόν, χαραγμένες μέσα της με αληθινή οδύνη. Και με αυτές τις διηγήσεις ξεκινάει η συνομιλία μας…
«Ακούγεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος και βλέπω τον άντρα μου να φωνάζει: “Εισβολή. Ξύπνα τα παιδιά και βάλ’ τα στον διάδρομο”. Ανοίγουμε το παράθυρο και βλέπουμε αλεξιπτωτιστές. Γυρνάει και μου λέει ο Στέλιος – δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου: “Δέσποινα, χωρίζουνε την Κύπρο στα δύο”. Από το ραδιόφωνο άρχισαν να μιλάνε για επιστράτευση. Τα μωρά μας έκλαιγαν, από πάνω μας περνούσαν σαν σβούρες τα αεροπλάνα. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι έκαναν λάθος και αντί να χτυπήσουν το ΡΙΚ, χτύπησαν το φρενοκομείο. Μετά χτύπησαν τον ραδιοσταθμό. Με πήρε ο άντρας μου, ετοίμασα κρέμες, γάλατα, φασκιές και με πήγε δίπλα στης αδερφής του. Εφυγε. Επιστράτευση… Δεν μπορώ να το πιστέψω, σας λέω αλήθεια, νομίζω πως το ξαναζώ τώρα. Ανήκουμε στους πολύ τυχερούς, γιατί δεν είχαμε στην οικογένειά μας ούτε νεκρούς ούτε αγνοούμενους».
Περάσατε όμως μεγάλη αγωνία με τον σύζυγό σας.
Αρχισαν να έρχονται στο σπίτι μας διάφοροι φίλοι και συγγενείς, άλλος με ρύζι, άλλος με μακαρόνια, περίεργα πράγματα. Κάποια στιγμή έρχεται ένας συνάδελφος, καλή του ώρα, με ένα φάκελο με λεφτά: «Κράτα τα αυτά, Δέσποινα, μπορεί να χρειαστούν»… Είχε βγει η φήμη ότι ο Στέλιος είχε σκοτωθεί και τον ψάχνανε στα νοσοκομεία και στους Ερυθρούς Σταυρούς. Οταν πια βεβαιώθηκαν πως δεν ήταν νεκρός, τότε μου το είπανε. Υστερα από μία εκεχειρία οι Τούρκοι μπήκαν εν θριάμβω στην άδεια Αμμόχωστο. Ηταν 14 Αυγούστου. Ενα μήνα μετά κάναμε μια μεγάλη περιοδεία με δύο έργα, τους “Ομηρους” του Λουκή Ακρίτα και το “Νερό του Δρόπη” του Μιχάλη Πασιαρδή σ’ όλη την Ελλάδα, από την Καβάλα μέχρι την Κρήτη. Οσα λεφτά μαζεύτηκαν ήταν η προσφορά ημών και του ΘΟΚ στο ταμείο για τους πρόσφυγες. Από κει και πέρα η Κύπρος ολόκληρη άδειασε από άντρες. Φύγανε όλοι στα Αραβικά Εμιράτα για να δουλέψουνε, αφήνοντας πίσω τους χήρες και ορφανά με τους παππούδες.
Ενας λόγος παραπάνω, λοιπόν, για να επανεμφανίζεστε σήμερα στην τηλεόραση μ’ ένα ρόλο σχεδόν βιωματικό.
Ναι, σε ό,τι αφορά την ελληνική τηλεόραση, γιατί στην Κύπρο έκανα κάποιες σειρές. Αυτό που τώρα συμβαίνει είναι κάτι έκτακτο, γιατί έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία και αγαπώ τους δημιουργούς της. Δεν θα είναι διαρκείας η συμμετοχή μου. Δεν μπορώ πια να έχω μεγάλο φόρτο δουλειάς στην τηλεόραση, αφού ακόμη είμαι στο θέατρο και θέλω να διαθέτω σ’ αυτό τις δυνάμεις μου. Εκτός απ’ το τρέιλερ που εμφανίστηκα, παίζω στο πρώτο επεισόδιο, όπου εκεί υποδύομαι ένα υπαρκτό πρόσωπο και μια εμβληματική Κύπρια γυναίκα: τη Χαρίτα Μάντολες, η οποία τη δεύτερη μέρα της εισβολής είδε μπροστά στα μάτια της να εκτελούνται ο άντρας της, ο πατέρας της, τα ξαδέρφια της και οι γαμπροί της – δώδεκα συνολικά συγγενείς της.
«Προσπαθώ να συμφιλιώνομαι με την ιδέα ότι τα αναμμένα μου κεριά είναι λίγα πλέον και θέλω με τη δουλειά μου και με τη δραστηριότητά μου –ακόμη παίζω, σκηνοθετώ και διδάσκω– να σβήσουν όσο το δυνατόν αργότερα κι αργότερα κι αργότερα…»
Σας ελκύουν τελικά οι ρόλοι γυναικών-συμβόλων. Υποδυθήκατε με μεγάλη επιτυχία και τη Φιλιώ Χαϊδεμένου.
Συμπτωματικά βρέθηκα στη διανομή της Φιλιώς, έπειτα από πρόταση, και τώρα το ίδιο συμβαίνει. Είναι πράγματι ωραίες συμπτώσεις για μένα, διότι οι γυναίκες αυτές καταγράφουν κατά μία έννοια τις περιπέτειες του ελληνισμού, τις προδοσίες, τους διωγμούς και την προσφυγιά. Και το νησί και η Ελλάδα έχουν υποστεί μεγάλα δεινά απ’ τον ίδιο εχθρό. Το έχει καταγράψει η Ιστορία. Η Κύπρος βρίσκεται ύστερα από 49 χρόνια σε δύσκολη περίοδο, με άλυτο το πρόβλημά της, με εμπόδια, με παλινδρομήσεις και με πολιτικές διαφωνίες. Λιγοστεύουν οι άνθρωποι που είναι εν ζωή και περιμένουν να βρουν τους αγνοούμενους ή, έστω, τα οστά των αγνοουμένων. Οι μανάδες πέθαναν πια, λίγες μείνανε, όπως και τα αδέρφια τους που έχουν μεγαλώσει κι αυτά και δεν θ’ αντέξουν να περιμένουν κι άλλα χρόνια για να δουν τουλάχιστον τα οστά των συγγενών τους.
Πιστεύετε πως όλα τα καλύπτει η σκόνη του χρόνου;
Μα δεν νομίζω να ξεχνάει κανείς αυτό που έχει υποστεί, είτε ως άτομο είτε ως λαός. Το πρόβλημα της Κύπρου είναι διαρκώς παρόν αλλά άλυτο. Οχι, δεν ξεχνάμε και δεν θα ξεχάσουμε.
Το «Φαμαγκούστα» έχει, είπατε, μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Θέλετε να μας πείτε κάτι παραπάνω;
Πρόκειται βεβαίως για μυθοπλασία, που σίγουρα είναι παρμένη από πραγματικά γεγονότα. Αυτό που θα δει ο τηλεθεατής έχει συμβεί στην Κύπρο, στον πόλεμο. Ανθρωποι από τη βόρεια κυρίως Κύπρο που κυνηγήθηκαν μετά την εισβολή και που κατέβηκαν σαν κοπάδια με έναν μπόγο στο χέρι και με ένα μωρό στην αγκαλιά για να σωθούν. Μέσα σ’ αυτή την τραγωδία των κατοίκων της Αμμοχώστου χάθηκε ένα μωρό… Χάθηκε απ’ την αγκαλιά της μάνας του και πάνω σ’ αυτό τον καμβά χτίζεται και όλη η ιστορία.
Δεν ξέρω αν έχετε ενημερωθεί γι’ αυτό που έγινε τις τελευταίες εβδομάδες στην Ελλάδα. Αναφέρομαι στα επικριτικά σχόλια που δέχτηκαν δημιουργοί για τις παραστάσεις τους στην Επίδαυρο.
Κοιτάξτε, κι εδώ συμβαίνουν αυτά με ελλαδικούς θιάσους που έρχονται αλλά και κυπριακούς. Η μετατροπή της τραγωδίας δηλαδή σε αστικό δράμα. Είναι μια μόδα που δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνη, έως και πολύ θυμωμένη είμαι, θα έλεγα, διότι για να πιάσεις ένα κείμενο του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη πρέπει να έχεις βαθιά παιδεία. Απ’ τη μια μέρα στην άλλη δεν αρπάζεις μια αρχαία τραγωδία να τη σκηνοθετήσεις. Το κάνεις σ’ έναν Ζορζ Φεϊντό, σε μια κωμωδία ή σ’ ένα σύγχρονο συγγραφέα. Δεν αγγίζονται όμως έργα που οι ήρωες είναι θρύλοι, μυθικά δηλαδή πρόσωπα. Δεν μπορώ εγώ να βλέπω Αγαμέμνονες και Κλυταιμνήστρες και Μήδειες και Εκάβες με φούστα – μπλούζα. Αμα φοράς φούστα – μπλούζα, δεν μπορείς να δώσεις στο ίδιο το κείμενο ούτε τη δύναμη ούτε τα μεγέθη ή τα νοήματα που έχει. Τη γραφή του ποιητή, εννοώ. Οχι, δεν συμφωνώ καθόλου, μα καθόλου. Πρόκειται για παραποίηση και μάλιστα βλαβερή, γιατί θολώνουν την κρίση των νεότερων θεατρόφιλων.
Κάποιος βέβαια θα έλεγε πως απόψεις όπως οι δικές σας ακούγονται τουλάχιστον συντηρητικές.
Ας πουν ό,τι θέλουν. Στο όνομα του καινούργιου και του μοντέρνου δεν μπορούμε να εκτιθέμεθα μ’ αυτόν τον τρόπο και να δείχνουμε την αγραμματοσύνη μας.
Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια του χρόνου που περνάει;
Συνομιλώ πλέον με τον χρόνο. Προσπαθώ να συμφιλιώνομαι με την ιδέα ότι τα αναμμένα μου κεριά είναι λίγα πλέον και θέλω με τη δουλειά μου και με τη δραστηριότητά μου –ακόμη παίζω, σκηνοθετώ και διδάσκω– να σβήσουν όσο το δυνατόν αργότερα κι αργότερα κι αργότερα… Οσο το μυαλό μου είναι φωτεινό. Αν αντιληφθεί κανείς ότι το μυαλό του αρχίζει να θαμπώνει, πρέπει να αποσύρεται.
Ξέρετε, φαντάζομαι τους νόμους της αγοράς, που αν ένα σίριαλ δεν πάει πολύ καλά, μειώνεται σε διάρκεια ή κόβεται τελείως.
Επειδή απείχα από την τηλεόραση για πολλά χρόνια, έχει υποπέσει στην αντίληψή μου αυτό που λέτε ακριβώς. Υπάρχει ένας πανικός που έχει να κάνει με μια όχι ιδιαίτερα ανθηρή οικονομία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Φαίνεται τα κανάλια να διακόπτουν σειρές και να συμπτύσσουν επεισόδια βάσει οικονομικών δυσκολιών. Ολα ξεκινάνε δυστυχώς απ’ το χρήμα, που είναι ο πιο σταθερός παράγοντας της ζωής.
Ανέκαθεν ήταν έτσι.
Ναι, αλλά τώρα παράγινε. Ολος ο πλούτος, ως γνωστόν, έχει περιέλθει στους ολίγους και οι πλείστοι υποφέρουν.
Μιλάτε σαν μια γνήσια αριστερή τώρα.
Απ’ τα γεννοφάσκια μου γαλουχήθηκα με τις ιδέες της ισότητας και της αλληλεγγύης. Είναι η ιδεολογία μου. Δεν είμαι ταμένη ούτε γραμμένη πουθενά, σε κανένα αριστερό ή αριστερίστικο κόμμα. Οι θέσεις μου, όμως, είναι ισότητα, ανθρωπισμός, αλληλεγγύη, αγάπη. Να βοηθάμε όσο μπορούμε. Κι εσείς μέσα από τα δικά σας μέσα και τις ατομικές σας δυνατότητες.
Περιγράψτε μου μια καθημερινή σας μέρα εκτός θεάτρου.
Μετά την εργασία μου περιορίζομαι στο σπίτι. Ανέκαθεν ήμουν της ησυχίας, της σιωπής. Δεν ήμουν ποτέ κοσμική ή κοινωνική πέραν του πλαισίου της δουλειάς. Σπίτι, διάβασμα, διάφορες εργασίες που πρέπει να κάνω, πολλά γραπτά και μελέτη. Μελετώ διαρκώς, εφόσον ετοιμάζω τα έργα του χειμώνα κάθε καλοκαίρι. Ετσι και τώρα που κάνω διακοπές στη Λάρνακα ετοιμάζω το επερχόμενο έργο που θα παίζω και μαθαίνω να αποστηθίζω το κείμενο. Είμαι μονίμως απασχολημένη με το αντικείμενό μου, το θέατρο.