Ξέρουν τι ψηφίζουν οι βουλευτές; Όταν ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης δήλωνε πως δεν είχε διαβάσει το μνημόνιο μήπως απλώς ομολογούσε αυτό που δεν παραδέχονται πολλά μέλη της εθνικής αντιπροσωπείας;
Πριν από λίγες μέρες έγινε μια… ανακάλυψη από δημοσιεύματα δυο εφημερίδων! Το άρθρο ενός νόμου (4387/16) που ψηφίστηκε πριν από δέκα μήνες μειώνει (στις περισσότερες περιπτώσεις) την εισφορά αλληλεγγύης των βουλευτών. Μετά τον σάλο που προκλήθηκε ο ίδιος ο πρόεδρος της Βουλής δήλωσε ότι η διάταξη δεν ψηφίστηκε κατόπιν απαιτήσεως των βουλευτών. Με λίγα λόγια, δεν το… ήξεραν. Το ερώτημα λοιπόν επανέρχεται: ξέρουν τι ψηφίζουν όλοι οι βουλευτές; Πέρασε μια τέτοια διάταξη χωρίς κανένας από τους 300 να θελήσει έστω να τη σχολιάσει, ενώ όταν εντοπίστηκε τοποθετήθηκαν οι πάντες;
Τα κόμματα με μικρή κοινοβουλευτική δύναμη συχνά το παραδέχονται ευθέως. Οι κοινοβουλευτικοί τους εκπρόσωποι ομολογούν ότι δεν προλαβαίνουν να επεξεργαστούν όλα τα νομοσχέδια και τις εκατοντάδες ρυθμίσεις που κατατίθενται. Ιδίως όταν πρόκειται για εσπευσμένες νομοθετήσεις. Οπως αυτές που προκύπτουν στα τελευταία επτά μνημονιακά χρόνια, λίγο πριν ή αμέσως μετά τις συμφωνίες με τους δανειστές. Μεσοπρόθεσμα, προαπαιτούμενα, επείγουσες προσαρμοστικές ρυθμίσεις.
Η ίδια όμως κατάσταση φαίνεται πως ισχύει σε σημαντικό βαθμό και για τους βουλευτές των δυο μεγαλύτερων κομμάτων. Τι κι αν σύμφωνα με την τελευταία απογραφή της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού της Βουλής οι βουλευτές διαθέτουν 572 επιστημονικούς συνεργάτες ώστε να μελετούν τα νομοθετήματα; Τι κι αν πριν από λίγους μήνες ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας Νότης Μηταράκης δήλωνε (αναφερόμενος στο πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής) ότι το κόμμα του διαθέτει ειδικό λογισμικό σύγκρισης εγγράφων; Είναι προφανές ότι υπάρχει πρόβλημα.
Στον αντίποδα αυτής της κατάστασης, όμως, είναι πολλοί και οι τρόποι που διαθέτει η εκάστοτε κυβέρνηση προκειμένου, να καμουφλάρει και να περνά «διακριτικά» νομοθετικές ρυθμίσεις. Ας δούμε τους κυριότερους από αυτούς…
Περίπλοκες διατυπώσεις: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται το άρθρο 26 του ν. 4314/2014 (Α΄ 265). Η περίπτωση ι΄ της παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 3882/2010 (Α΄ 166) αντικαθίσταται ως εξής:…». Μια φράση με σύνταξη σαν κι αυτή –επιλέχθηκε τυχαία από ένα πρόσφατα ψηφισμένο νομοσχέδιο– μπορεί να σημαίνει την κατάργηση μιας φοροαπαλλαγής, μια επιβάρυνση του δημοσίου, να συνιστά ρουσφέτι ή ρύθμιση που θα προκαλέσει έντονες αντιδράσεις.
Με τέτοιου είδους δαιδαλώδεις διατυπώσεις μια διάταξη νόμου γίνεται πραγματικά «αόρατη», ιδίως αν περιέχεται σε νομοσχέδιο εκατοντάδων άρθρων και σελίδων και δεκάδων χιλιάδων λέξεων. Δηλαδή ένα είδος νομοθέτησης που κάθε άλλο παρά σπανίζει στις μνημονιακές εποχές μας. Είναι χαρακτηριστικό πως το τελευταίο νομοσχέδιο της ενσωμάτωσης των προαπαιτούμενων του Eurogroup του περασμένου Μαΐου στην ελληνική νομοθεσία αριθμούσε 232 άρθρα και 4.167 σελίδες, χωρίς σε αυτές να συνυπολογίζονται οι εκθέσεις επί του νόμου.
Νομοτεχνικές βελτιώσεις: Ανάλογη λειτουργία έχουν και οι περίφημες «νομοτεχνικές βελτιώσεις». Πρόκειται για διορθώσεις που μπορούν να γίνουν σε ένα νομοσχέδιο, ιδίως εάν υπάρχουν παρατηρήσεις της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής της Βουλής που ελέγχει τα νομοθετήματα. Επίσης, εάν ο εισηγητής υπουργός το επιλέξει.
Αν και η προτροπή του κανονισμού της Βουλής είναι οι νομοτεχνικές βελτιώσεις να γίνονται κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του νομοσχεδίου, στις επιτροπές η αρχή αυτή δεν τηρείται πάντα. Ετσι, παρατηρείται το φαινόμενο νομοτεχνικές βελτιώσεις να κατατίθενται ακόμη και λίγη ώρα από πριν την τελική ψηφοφορία του νομοσχεδίου στην ολομέλεια της Βουλής. Σε αυτή την περίπτωση είναι ελάχιστος ο χρόνος που υπάρχει προκειμένου να εντοπιστεί αν η νομοτεχνική παρέμβαση αλλοιώνει και την ουσία του νομοθετήματος.
Παραρτήματα: Στα νομοσχέδια που αφορούν περιβαλλοντικά, πολεοδομικά και χωροταξικά θέματα το μυστικό βρίσκεται στα παραρτήματα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων περιλαμβάνουν χαρτογραφήσεις και απεικονίσεις που μπορεί να αφορούν αιγιαλούς, αναδασωτέες εκτάσεις, γεωργικές εκμεταλλεύσεις και άλλα συναφή. Επίσης μπορεί να αφορούν τον χαρακτηρισμό ή τον αποχαρακτηρισμό εκτάσεων.
Ετσι, μια περιοχή μπορεί να μεταβληθεί σε χώρο βιομηχανικής χρήσης. Ενδεικτική περίπτωση είναι το νομοσχέδιο με τίτλο «Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας − Αττικής και άλλες διατάξεις» που ψηφίστηκε στις 3 Ιουλίου του 2014, για να εντοπιστεί έως και δύο χρόνια αργότερα ότι είχαν επέλθει ουσιαστικές αλλαγές στους όρους δόμησης για περιοχές της Αττικής, όπως για παράδειγμα η περιοχή της Δραπετσώνας. Νομικά παραρτήματα εκατοντάδων σελίδων υπάρχουν όμως και στα νομοσχέδια που ενσωματώνουν ειδικές διακρατικές συμβάσεις, δημιουργώντας ενίοτε αντίστοιχα προβλήματα.
Η έκθεση του ΓΛΚ: Η ύπαρξη έκθεσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σε κάθε νομοθετική ρύθμιση που πρόκειται να ψηφιστεί από την ολομέλεια της Βουλής αποτελεί συνταγματική υποχρέωση (αρ. 75 παρ. 2 του συντάγματος). Η έκθεση προσδιορίζει τις δημοσιονομικές επιπτώσεις του νομοθετήματος. Αυτό προϋποθέτει ότι θα προβλέπεται ο κατάλληλος χρόνος για την επεξεργασία του νομοσχεδίου. Όμως αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Είτε λόγω του ότι πρόκειται για εξαιρετικά επείγουσες διατάξεις όπως αυτές που προκύπτουν από τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές είτε για… άλλους λόγους. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί το νομοσχέδιο να συνοδεύεται τυπικά από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, όμως αυτή να μην προσδιορίζει ουσιαστικά το κόστος του νόμου.
Η πλέον κραυγαλέα περίπτωση είναι αυτή που καταγράφηκε το 2014 και συγκεκριμένα για νομοσχέδιο που κατατέθηκε το βράδυ της 1ης Αυγούστου. Η τότε κυβέρνηση Σαμαρά είχε καταθέσει νομοθετική ρύθμιση (αριθμός 1687 – ειδικός αριθμός 134) που καθόριζε τη διαδικασία συγχωνεύσεων μεταξύ επιχειρήσεων ΜΜΕ. Εκεί, στην έκθεση του ΓΛΚ αναφερόταν ρητά πως «τα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια εντός των οποίων ζητήθηκε η σύνταξη της έκθεσης δεν επέτρεψαν την ολοκληρωμένη επεξεργασία της τροπολογίας και της εκτίμησης των οικονομικών αποτελεσμάτων»!
Ρυθμίσεις σε κυρώσεις συμβάσεων
Πρόκειται για τον πλέον πρόσφορο τρόπο ώστε να περάσει στα… γρήγορα μια νομοθετική ρύθμιση. Εφόσον η τροπολογία προστεθεί σε μια διεθνή σύμβαση που πρόκειται να κυρωθεί από τη Βουλή, η διαδικασία είναι ταχύτατη. Η σύμβαση συζητείται συνήθως σε μία συνεδρίαση της διαρκούς επιτροπής στη Βουλή. Στη συνέχεια συζητείται στην ολομέλεια, με διαδικασία που στις περισσότερες περιπτώσεις διαρκεί 15 λεπτά. Αυτό γιατί, σύμφωνα με τον κανονισμό, τον λόγο παίρνουν μόνο τα κόμματα που διαφωνούν με την κύρωση της σύμβασης, οι εκπρόσωποι των οποίων μιλούν για λίγα λεπτά.