Δεν προσβλέπουμε αλήθεια σε μια υψηλότερη παιδεία;

Κινητοποίηση ενάντια στο νομοσχέδιο, που υποβάλλεται στη Βουλή τη Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019, εξήγγειλε η ΟΛΜΕ (Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης) και είναι μια καλή ευκαιρία αναλυτικής προσέγγισης του θέματος.

Αναγκαία, βέβαια προϋπόθεση γι’ αυτήν, θα είναι μάλλον η ειλικρίνεια και η γενναιότητα να πούμε και να παραδεχτούμε αλήθειες, για να πράξουμε ανάλογα, σε ένα τόσο σημαντικό και κρίσιμο ζήτημα για την εκπαίδευση και την κοινωνία. Προσωπικά με προσβάλλει ως άνθρωπο και ως εκπαιδευτικό η άρνηση των μορφωτικών κριτηρίων και προσόντων εξειδίκευσης στη διαδικασία διορισμών στην εκπαίδευση. 

Οι παράμετροι όμως της θέσης μου απαντούν, κατά την εκτίμησή μου τουλάχιστον, στον αντίλογο που αναπτύσσεται από το συνδικαλιστικό μας όργανο και ίσως από πολλούς συναδέλφους. Η εισαγωγή των ακαδημαϊκών κριτηρίων σε συνάρτηση με την προϋπηρεσία, εάν ψηφιστεί, θα δικαιώσει την ανάγκη στελέχωσης της εκπαίδευσης από επιστήμονες παιδαγωγούς, εξειδικευμένους με πολυετείς σπουδές (με ή χωρίς προϋπηρεσία). Είναι, νομίζω, αδιαμφισβήτητη η αξία των δασκάλων της νέας εποχής και αίτημα των καιρών να μπουν επιτέλους στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. 

Τους χρειάζονται οι νέοι, τους ζητούν με μεγάλη προσδοκία, για να έχουν αλληλεπιδραστική μάθηση, καθώς οι νέοι εκπαιδευτικοί είναι και αυτοί άνθρωποι της τεχνολογίας της εικόνας και της πληροφορίας, όπως και οι μαθητές που θα εκπαιδεύσουν. Θα έχουν, επομένως, ευελπιστώ, περισσότερα κοινά στην επικοινωνία τους, ώστε να εμπνεύσουν τους μαθητές τους και να τους οδηγήσουν στη φιλομάθεια και την έρευνα, ζητούμενα της εποχής μας και του πολιτισμού. Τόσο οι μαθητές όσο και οι γονείς τους εκφράζουν με παράπονο το έλλειμμα εκπαιδευτικών, καταρτισμένων με νέες μεθόδους διδασκαλίας, στο πνεύμα της εποχής και εμφορούμενων από κέφι και μεράκι . Με ποιο δικαίωμα, λοιπόν, εμείς οι διορισμένοι με την επετηρίδα εκπαιδευτικοί, με ή χωρίς ακαδημαϊκούς τίτλους, ζητούμε να στερηθούν οι νέοι μας την εκπαίδευσή τους από επιστήμονες με υψηλή επιμόρφωση;

Αν η ένσταση της ΟΛΜΕ ή των συναδέλφων εκπαιδευτικών έγκειται στην ενδεχόμενη χαμηλή ποιότητα των ακαδημαϊκών προσόντων, για παράδειγμα ταχύρρυθμα μεταπτυχιακά στη Βουλγαρία ή στην Ελλάδα, αθρόες εξειδικεύσεις στην ειδική αγωγή και άλλες πιθανές αμφιλεγόμενες στο χρόνο και στο περιεχόμενο επιμορφώσεις, ως εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά προσόντα, δυστυχώς αλλά προφανώς, δεν είναι η ΟΛΜΕ ο θεσμός που θα τα αποτιμήσει. Ας ενδιαφερόταν νωρίτερα και έμπρακτα η κοινότητα των διορισμένων εκπαιδευτικών να τοποθετηθεί για την ποιότητα αυτών των «αμφισβητούμενων» τίτλων, ως προσβολή στο έργο της. Δεν θυμάμαι να έχουμε κάνει κάτι τέτοιο στην εικοσιεπτάχρονη εμπειρία μου. Επομένως, με ποιο δικαίωμα, εμείς οι διορισμένοι, με την επετηρίδα και οι διδάσκοντες, χωρίς αξιολόγηση για την ποιότητα του έργου μας, θα κρίνουμε την ποιότητα και εγκυρότητα αυτών των τίτλων;

Στην ένσταση που αφορά την οικονομική αδυναμία των μέχρι τώρα πτυχιούχων της εκπαίδευσης να κάνουν ένα μεταπτυχιακό ή διδακτορικό, επειδή έπρεπε να εργάζονται σε αναντίστοιχα με την εκπαίδευσή τους επαγγέλματα, αλλά αναγκαία για τον βιοπορισμό τους – θέση που αναγνωρίζω περισσότερο από όλες τις άλλες- νομίζω πως οι ίδιοι οι νέοι απαντούν με περισσότερο ρεαλισμό και υπευθυνότητα. Αναγνωρίζουν αυτήν την έλλειψή τους ως μειονέκτημα σε σχέση με τους άλλους συνομηλίκους τους, είτε επειδή δεν βρήκαν κάποιο μεταπτυχιακό δωρεάν ή έστω λογικής τιμής, είτε επειδή δεν θέλησαν να κάνουν, εντελώς χρησιμοθηρικά, ένα οποιοδήποτε μεταπτυχιακό αδιαφόρου αντικειμένου γι’ αυτούς, αλλά πολυδιαφημισμένου και σύμφωνου με το πνεύμα της εποχής. Αυτοί οι νέοι λοιπόν, αντιλαμβάνονται το σύστημα διορισμών που εισάγει τη συνεκτίμηση ακαδημαϊκών προσόντων και προϋπηρεσίας, ως κοινωνική ανισοτιμία γι’ αυτούς βέβαια, αλλά επειδή οι ίδιοι χτίζουν τη ζωή τους με ευθύνη και αξιοσύνη, αναγνωρίζουν το πλεονέκτημα των άλλων και δεν διεκδικούν να αδικηθούν όσοι κατέβαλλαν πνευματικό μόχθο και χρήμα για τις περαιτέρω σπουδές τους. Και εφόσον η τοποθέτησή μου είναι εντελώς προσωπική, ας μου επιτραπεί να πω πως είμαι μητέρα ενός τέτοιου παιδιού, που αποφοίτησε από παιδαγωγική σχολή αλλά δεν επέλεξε να κάνει ένα χρησιμοθηρικό μεταπτυχιακό . Μας δίνει όμως αυτό το δικαίωμα να καταφερθούμε στην πρόσληψη εκπαιδευτικών με αυξημένα παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά προσόντα;

Τέλος, απέναντι σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι το κράτος οφείλει εξ ορισμού να διορίζει ως δημόσιους λειτουργούς όλους τους αποφοίτους πανεπιστημιακών σχολών εκπαίδευσης, αδιακρίτως κριτηρίων, και χάριν της ισονομίας, νομίζω πως απαντά το ίδιο το Σύνταγμα: «Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει» (Άρθρο 103, παρ.7). Εύλογα, γεννιέται λοιπόν, το ερώτημα ποια μπορεί να είναι τα κριτήρια της πρόσληψης. Οι συνδικαλιστικές τοποθετήσεις λένε πως ούτε ο Διαγωνισμός του ΑΣΕΠ ούτε και η εισαγωγή κριτηρίων διασφαλίζουν την αξία του εκπαιδευτικού. Καμία λοιπόν, ύπαρξη κριτηρίων; Μόνο ο χρόνος κτήσης πτυχίου; Ή μόνο η προϋπηρεσία που έγινε με βάση τη σειρά; Και αυτοί που κοπιάζουν στις πανεπιστημιακές μελέτες;

Δεν δικαιούνται καμιάς αναγνώρισης; Όλοι να έχουν ισότιμη πρόσληψη στο Δημόσιο, κι ας μην γίνει ποτέ; Μα αυτός ο αφορισμός δεν είναι μια αδικία; Ή να αναμένουμε τον χρόνο στον οποίο η Πολιτεία θα δίνει τις επιμορφώσεις δωρεάν σε όλους, οπότε και όλοι θα ανανεώνουν και θα πρασαυξάνουν τις γνώσεις τους δωρεάν; Σωστό, αλλά δεν είναι αυτό μια ουτοπία; Και το πιο παράδοξο ακόμη∙ εμείς, οι εκπαιδευτικοί οι διορισμένοι χωρίς κριτήρια επιμόρφωσης, έχουμε το δικαίωμα να αποτρέψουμε το διορισμό ανθρώπων επιμορφωμένων και εξειδικευμένων στην εκπαίδευση; Κρατώ για το τέλος μία παράμετρο αυτού του ζητήματος, που στους κόλπους της εκπαιδευτικής κοινότητας είτε επισείει το… «ανάθεμα!» ή το λιγότερο, εγείρει οξύτατες αντιδράσεις.

Προσωπικά ήμουν πάντα, και προ ΣΥΡΙΖΑ και επί ΣΥΡΙΖΑ, υπέρ της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου. Η αντίδραση λοιπόν, της ΟΛΜΕ στο νομοσχέδιο προοικονομεί, κατά τη γνώμη μου, την… προστασία του διορισμένου εκπαιδευτικού από τη λανθάνουσα αυτήν τη στιγμή αξιολόγηση, ενδεχόμενη όμως στο μέλλον. Έτσι, οι συνδικαλιστές με το « όχημα» των συνθημάτων αντίδρασης στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, σπεύδουν να καλέσουν σε στάσεις εργασίας, για να διαβεβαιώσουν τους μόλις πριν λίγο καιρό ψηφοφόρους τους, ότι αυτοί είναι αντίθετοι με τέτοια ιδεολογήματα και δεν χρειάζεται καμία ανησυχία, πράγμα που άλλωστε, το βεβαιώνει και… ο ίδιος ο υπουργός. Εμείς, λοιπόν οι διορισμένοι εκπαιδευτικοί του παρελθόντος, που δεν θέλουμε κανένας να μας αξιολογήσει, έχουμε το δικαίωμα να διεκδικούμε να μην υπάρχουν κριτήρια που αξιολογούν τα προσόντα των νέων που θα υπηρετήσουν την εκπαίδευση του μέλλοντος; Και κάτι ακόμη∙ ποιοι αλήθεια είμαστε εμείς οι διορισμένοι εκπαιδευτικοί; Δεν είμαστε επίσης, οι γονείς αυτών των νέων, των οποίων τις σπουδές προτείναμε, ενθαρρύναμε και χρηματοδοτήσαμε; Δεν θέλουμε λοιπόν, τα παιδιά μας να επιβραβευθούν για τον κόπο τους, με το να αναλάβουν τον ρόλο για τον οποίο εκπαιδεύτηκαν;

Θέλουμε επιπλέον, να συνεχίσουν να βιώνουν τα παιδιά μας τις ίδιες απογοητεύσεις που ζήσαμε κι εμείς από την εκπαιδευτική πολιτική; Μία εκπαιδευτική πολιτική που ισοπεδώνει την αξία και την ποιότητα του ευσυνείδητου και διαρκώς επιμορφούμενου εκπαιδευτικού; Δεν προσβλέπουμε αλήθεια σε μια υψηλότερη παιδεία; Είναι βεβαιωμένη η πίστη μου ότι ο Δάσκαλος χαίρεται να τον ξεπερνούν οι μαθητές του.

*Η Σταυρούλα Κακαράκη είναι εκπαιδευτικός Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Ετικέτες