Δεν παραδινόμαστε!

Δεν παραδινόμαστε!

Προσωπικές μνήμες που ξεκινούν από την παιδική ηλικία και συντροφεύουν μια ενήλικη ζωή

Τον Θάνο Μικρούτσικο τον θυμάμαι σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου… Zούσε τότε σε ένα σπίτι στα Βριλήσσια πολύ κοντά στο δικό μας και με τις δύο μεγάλες κόρες του, τη Σεσίλ –τη «δίδυμή» μου γιατί γεννηθήκαμε ίδια μέρα, ίδια χρονιά– και την Κωνσταντίνα, μεγαλώσαμε μαζί.

Θυμάμαι κάθε μεσημέρι στο δημοτικό μετά το σχολείο να μαζευόμαστε (ο αδερφός μου, οι κόρες του κι εγώ) είτε σπίτι μας είτε στο δικό τους, να «ανεβάζουμε» θεατρικά έργα τα οποία παίζαμε στην πιλοτή της πολυκατοικίας, να μαθαίνουμε πέντε ρόλους ο καθένας και ο Θάνος να μελοποιεί τους στίχους, να τους κάνει τραγούδια και να καθόμαστε στο πιάνο μαζί του για πρόβα… Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο σημαντικός συνθέτης είναι. Ηταν ο Θάνος, ο μπαμπάς των φιλενάδων μου, ένας συναρπαστικός τύπος με μούσια που κάπνιζε πίπα και μας άρεσε να μαζευόμαστε κοντά του σαν τις μέλισσες και να τραγουδάμε.

Τα τραγούδια του τα ξέραμε όλα απέξω

Μεγάλη πια, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό που ήξερα ότι είναι άρρωστος, χωρίς να έχω σταματήσει ποτέ να ακούω τη μουσική του, ξανασκέφτηκα αλλιώς όλα εκείνα τα χρόνια. Κατάλαβα ότι η πρώτη μου επαφή με το «πολιτικό» ήταν τότε, παιδί… Πέντε, οκτώ, δώδεκα χρόνων, με τα τραγούδια του. Γιατί μπορεί να μην καταλάβαινα ακριβώς τι λένε αλλά τα είχα ακούσει 200 φορές το καθένα και τα λάτρευα… Θυμάμαι πόσο είχα λιώσει με τον «Γουίλι, τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί» που πέθανε και παρακαλούσαμε να του δώσουν «λίγη άσπρη σκόνη» και να τον συγχωρέσουν, γιατί ήταν τόσο ταλαιπωρημένος από τη ζωή…

Άκουγα το «Αννα, μην κλαις» και αναρωτιόμουν «μα τι σχέση έχει το έθνος και η τιμή, αφού ο κύριος που μιλάει λέει ότι πεινάνε… Ψωμί θέλουν»… Μίσησα αυτούς που βάζουν αλυσίδες και δεν αφήνουν έναν άνθρωπο να βαδίσει, ένιωσα ότι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους σκοτάδια, όπως αυτοί που μπορεί να φοβούνται τον εαυτό τους μαζί με ένα μαχαίρι, ονειρευόμουν έναν πολύ καλό σκύλο που τον λέγανε Ντικ γιατί ήταν φίλος με τους κρατούμενους… Κατάλαβα ότι οι «κακοί» είναι οι γραφειοκράτες, οι φασίστες, οι σοφοί του κράτους, οι χαφιέδες, οι βασανιστές, οι ασφαλίτες και ότι εμείς αγαπάμε αυτούς που ήταν στις εξεγέρσεις κι ας τις θεωρούσαν εκτός κλίματος, αγαπάμε την ελευθερία που είναι σαν μια ωραία γυναίκα, τον Νίκο Πλουμπίδη και ότι τα πιο όμορφα πράγματα είναι μπροστά μας… Τόσο απλά, τόσο καθαρά.

Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα με τη «Ρόζα»

Αυτά ήταν τα δικά μου «παραμύθια», ο τρόπος που μεγάλωσα, ο αξιακός μου κώδικας, που στα 40 μου δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου από τότε και χαίρομαι που το οφείλω σε αυτό τον άνθρωπο.

Στον Θάνο που καθόταν με τον μπαμπά μου με τις ώρες και μιλούσαν μπροστά μας για τον Ζαχαριάδη, την Τασκένδη, τους αντάρτες στα βουνά, τα Δεκεμβριανά – όχι σαν να κάνουν μάθημα αλλά με μια φυσικότητα, με ένα νοιάξιμο που με έκανε να αγαπήσω την Ιστορία με έναν τρόπο που το σχολείο δεν μου έμαθε ποτέ…

Στον Θάνο που όταν καθόταν στο πιάνο, είτε στις συναυλίες του είτε στις πρόβες, ο ηλεκτρισμός του και η ενέργειά του σε έκαναν ή να θες να βροντοφωνάξεις ή να βάλεις τα κλάματα… Τίποτε ενδιάμεσο, τίποτε μισό…

Που στα οικογενειακά ταξίδια με το αυτοκίνητο διασχίζαμε την Ελλάδα με τον «Σταυρό του Νότου», τη «Ρόζα», τη Μαρία Δημητριάδη – όλη αυτή η χώρα από τη μια άκρη στην άλλη πια είναι για μένα συνδεδεμένη με τη μουσική του. Και ο μπαμπάς μου κάθε φορά όταν φτάναμε στον προορισμό μας τον έπαιρνε τηλέφωνο και τον ευχαριστούσε για τη συντροφιά που μας κρατούσε η μουσική του… Και συγκινούμασταν πάλι. Κι εμείς κι αυτός.

Και είναι τόσο ωραίο και σπάνιο, παρόλο που μερικές φορές λέμε ότι πρέπει να διαχωρίζουμε τον καλλιτέχνη από το έργο του, είναι τόσο πιο πολύτιμο όταν δεν χρειάζεται να το κάνουμε αυτό. Οταν μπορείς να δεις πια μια ολόκληρη ζωή ενός ανθρώπου με ένα έργο δεκαετιών πίσω του να μιλάει και να εμπνέεται, να δίνει φωνή και μελωδία στους φτωχούς, τους κυνηγημένους, σε όσους αναγκάστηκαν να φύγουν, όσους μπήκαν φυλακή για τις ιδέες τους, όσους συγκρούστηκαν, όσους δεν έπαψαν να ονειρεύονται.

Το να κρατήσουμε κι εμείς με τη σειρά μας αυτό το όνειρο ζωντανό είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για να τον τιμήσουμε… Οπως φώναζαν και οι άνθρωποι στην κηδεία του: «Δεν παραδινόμαστε!». Αυτό, τίποτε άλλο.

Η Κωνσταντίνα Βούλγαρη είναι σκηνοθέτιδα

Documento Newsletter