Δεν τον έλεγαν Τζορτζ Φλόιντ ώστε να γίνει σύμβολο κατά της αστυνομικής βίας. Δεν τον έλεγαν Αλέξη Γρηγορόπουλο για να τιμάται η επέτειος της δολοφονίας του.
*H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης
Ο 27χρονος Βασίλης Μάγγος από τον Βόλο διάβηκε τον Αχέροντα με ναύλα επτά σπασμένα πλευρά και διαλυμένα το συκώτι και τη χολή. Με αυτά τον φιλοδώρησαν τα όργανα της τάξης που τον πέταξαν αναίσθητο στους δρόμους της πόλης με τον «καλύτερο δήμαρχο», τον Αχιλλέα Μπέο. Ο νεαρός φοιτητής τόλμησε να πάρει μέρος στην πορεία διαμαρτυρίας για τη διαχείριση των σκουπιδιών από τη Lafarge, την εταιρεία που εγκατέστησε πάνω από την πόλη ένα μόνιμο νέφος με τοξίνες και διοξίνες. Ο νεαρός φοιτητής λοιπόν, όπως και όλοι οι κάτοικοι, διεκδικούσε το δικαίωμα στην ανάσα, μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Το έμπρακτο δικαίωμα του συναθροίζεσθαι και διαδηλώνειν και όχι ως ένα κεφάλαιο Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής που καλούνται οι δεκαπεντάχρονοι να παπαγαλίσουν. Το θέμα ανέδειξαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου συχνά δεν ανεβαίνουν μόνο μαγευτικά ηλιοβασιλέματα και σέλφι διακοπών. Μπροστά στο οπτικοποιημένο και μη αμφισβητήσιμο υλικό ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του Βασίλη Μάγγου, βιάστηκε να βγάλει το πόρισμα για να καλύψει σαν καλός πατερούλης τα παιδιά του και μόνο μετά τη δημόσια κατακραυγή αναγκάστηκε να διατάξει έρευνα. Τα ολοκληρωμένα αποτελέσματα των εξετάσεων δεν έχουν βγει ακόμη από τη διορισμένη και για πολλές υποθέσεις υπόλογη Ρουμπίνη Λεονταρή.
Πιο τυχεροί στάθηκαν ο μουσικός Θωμάς Λάλος και ο stand up comedian Αλέξανδρος Τιτκώβ, οι δύο συλληφθέντες της αντιφασιστικής πορείας στην πλατεία Βικτωρίας. Αυτοί τουλάχιστον είναι ζωντανοί κι ας χρησιμοποιήθηκαν σαν πειραματόζωα της εφαρμογής του νόμου για τις διαδηλώσεις. Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Ξέρουν οι μηχανισμοί πώς στήνεται η «τοποθέτηση προϊόντος», μέγας χορηγός της κατασκευασμένης ενοχοποίησης. Μόνο που videos manent, ίσα για να επιβεβαιώνουν πως «ένα κράτος δεν μπορεί να έχει εξ ορισμού καμία ηθική. Το περισσότερο που μπορεί να έχει είναι μια αστυνομία».
Τα δύο πρόσφατα περιστατικά κρατικής βίας μπορεί να φαίνονται μεμονωμένα, αλλά είναι ενδεικτικά της κυβερνητικής πολιτικής που ενθαρρύνει με νόμους και αστυνόμους τη μεγαλομανιακή κατάχρηση εξουσίας. Φυσικά πάντοτε σε βάρος των αδύναμων και όσων αντιδρούν για του κόσμου τα παράλογα, τα στραβά και ανάποδα. Οσοι έχουν βουλευτική ασυλία μπορούν να ξεσαλώνουν άνετα με ρατσιστικά και φασιστικά παραληρήματα, να καταθέτουν μηνύσεις εναντίον καταξιωμένων δημοσιογράφων και να κερδίζουν επαξίως τον τίτλο του εθνικού ρουφιάνου.
Το χειρότερο θα είναι αργά και σταθερά οι άνθρωποι να αρχίσουν να απορροφούν τη βία και να τη μεταβολίζουν αθόρυβα. Οι αυλικοί κόλακες και οι χειροκροτητές να μεταδίδουν σαν τον κορονοϊό την αδιαφορία για ό,τι δεν μας ζώνει, μια διαδικασία που νεκρώνει, ένα ψέμα που δεν τελειώνει και το οξυγόνο να στερεύει μέχρι να επαληθευτούν οι στίχοι του Μαγιακόφσκι: Την πρώτη νύχτα πλησιάζουνε και κλέβουν ένα λουλούδι από τον κήπο μας και δεν λέμε τίποτα.
Ωσπου μια μέρα –την πιο διάφανη απ’ όλες– μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας ληστεύουν το φεγγάρι μας γιατί ξέρουνε τον φόβο μας που πνίγει τη φωνή στον λαιμό μας.