Το σκληρό χειμώνα του 68, καμιά δεκαπενταριά ταλαιπωρημένοι τύποι, έφτασαν σιδηροδέσμιοι με την κλούβα από τις φυλακές της πόλης στο κτίριο του στρατοδικείου Ιωαννίνων.
Έτσι γινόταν τότε: Αφού οι κατηγορούμενοι είχαν υποστεί όσα είχαν υποστεί στην ασφάλεια, και αφού είχαν κριθεί προφυλακιστέοι, τους μάζευαν σε φουρνιές κάθε δυο τρεις μήνες, όταν συνερχόταν το τοπικό έκτακτο στρατοδικείο, και σε μισή μέρα ξεμπέρδευαν μαζί τους. Μοιράζοντας σε δίκες δέκα λεπτών δεκάδες χρόνια φυλακή. Πάρε να ‘χεις.
Τέλος πάντων, πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, είναι ο Ν. πρωτοετής θεατρικών σπουδών, γόνος καλής οικογενείας μεσοαστών, είχε εξοκείλει από το γάμο της σωφροσύνης τους στον παράνομο έρωτα του Λένιν, και είχε καταδικαστεί σε πενταετή φυλάκιση για αναγραφή κομμουνιστικών συνθημάτων, όπως Κάτω η Χούντα, και Ζήτω η Δημοκρατία. Έτσι είχαμε βρεθεί συγκρατούμενοι στις φυλακές Λευκάδας, που «φιλοξενούσαν» τότε δεκαεφτάχρονους, δεκαοχτάχρονους, ο μεγαλύτερος σχεδόν δεκαεννιά, ως ανήλικους κομμουνιστές. Κάνα δυο μαθητές, αρκετοί φοιτητές, αλλά και εκπρόσωποι όλων των κοινωνικών τάξεων. Μέχρι κι ένας μαθητευόμενος μπεχλιβάνης, με μπράτσα σίδερο.
Στους δίσεκτους εκείνους καιρούς, όμως, ούτε μέσα δεν ησύχαζε κανείς. Ένας αρχιφύλακας, βαμμένος χουντικός, που συνεχώς μας έκανε καψώνια, ανέφερε αρμοδίως τον Ν, ή πιο απλά τον τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί, όταν αυτός τόλμησε να του ψιθυρίσει κάποτε να είναι πιο προσεκτικός, γιατί μια μέρα εμείς θα βγούμε, και θα μπει φυλακή ο Παπαδόπουλος. Προφητεία που επιβεβαιώθηκε πλήρως, αλλά δυστυχώς χρόνια μετά. Τότε, ως ασέβεια προς το πρόσωπο του αρχιάτρου της θεραπείας μας από τη φαυλοκρατία και τον ιό του κομμουνισμού, συνιστούσε το βαρύτατο αδίκημα της αντεθνικής προπαγάνδας! Κι έτσι προέκυψε η μεταγωγή του Ν στα Γιάννενα και η παραπομπή του στο στρατοδικείο. Με αποτέλεσμα, όταν ο Ν επανήλθε στην κανονικότητα της φυλακής μας, να απολαμβάνουμε στις ατέλειωτες ώρες του βραδινού εγκλεισμού στο θάλαμο -έλα, ρε, πες μας για τα Γιάννενα- τη δραματοποίηση της δίκης και των παρεπόμενων από τον πρωταγωνιστή τους.
Πρώτα το σκηνικό. Έκτακτο στρατοδικείο Ιωαννίνων. Σε μια μεριά της αίθουσας τα θύματα, με τέσσερις χωροφύλακες να αγρυπνούν μήπως ξεφύγει κανείς. Στην έδρα οι συνοφρυωμένοι θύτες με χακί στολή, όλα τα στρατιωτικά τους λιλιά καρφιτσωμένα στο στήθος, και πάνω απ’ το κεφάλι τους τον θλιμμένο Ναζωραίο, αλλά και το παγερό πουλί της χούντας. Απέναντι από τους κατηγορούμενους οι συνήγοροι, παρέα με κάποιους παλιούς χίτες, που φαίνεται δεν είχαν δουλειά και είχαν πάει να σεργιανίσουν κομμουνιστικά τέρατα με χειροπέδες. Και στο βάθος, ζαρωμένο και αμίλητο, το εμφανώς φοβισμένο ακροατήριο. Συγγενείς των κατηγορουμένων, που κατά τον Ν, μόνο κομμουνιστές δεν ήταν. Άκουγαν κομμουνισμό και τα έκαναν πάνω τους. Μισή κουβέντα είχαν πει οι άνθρωποι για τη χούντα, μια μούντζα είχαν ρίξει σε ένα Φοίνικα, σιγά τον μεγάλο ηγέτη, του ξέφυγε κάποιου στο καφενείο για τον Παπαδόπουλο, ενώ αλλουνού του είχε ξεφύγει το τρομερό «στ’ αρχίδια μου ο Παττακός». Τέτοια αντεθνικά είχαν διαπράξει.
Πρώτο στη σειρά να δικαστεί είχαν τον Ν. Κάθισε στητός στο εδώλιο, διαβάστηκε το κατηγορητήριο, και κατέθεσε ο αρχιφύλακας την εκδοχή του για τα συμβάντα. Εξηγώντας όχι μόνο τι έγινε στις φυλακές, αλλά και πόσο επικίνδυνος ήταν ο κατηγορούμενος: – Είναι κόκκινος, κύριε πρόεδρε, και αμετανόητος. Έτσι έκλεισε την καταδικαστική και άνευ ουδενός ελαφρυντικού κατάθεσή του. Ενώ ο σεβασμός με τον οποίο είχε ντύσει ορισμένες λέξεις του -κύριε πρρρρρρόεδρε!- έδειχνε τον σεβασμό του στα πρόσωπα και τον θεσμό του εκτάκτου στρατοδικείου. Κάποια στιγμή ήρθε και η σειρά του κατηγορούμενου να απολογηθεί. Αλλά, πριν αρθρώσει λέξη, εκσφενδονίστηκε μια ερώτηση από τον πρόεδρο. Πολύ συνηθισμένη την εποχή εκείνη από ασφαλίτες, χαφιέδες, βασανιστές, βασιλικούς επιτρόπους, και προέδρους στρατοδικείων. -Είσαι κομμουνιστής; -Ναι,απάντησε ο Ν. Αυτή ήταν η γραμμή. Αρνιόμασταν τις «παράνομες» πράξεις, αν δεν είχαμε πιαστεί επ’ αυτοφώρω. Αλλά όχι την ιδεολογία μας. Κομμουνιστής, σοσιαλιστής, δημοκράτης, πολίτης, όπως το καταλάβαινε ο καθένας. Καπάκι ήρθε και η επεξήγηση από τον πρόεδρο. -Για να ξέρουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε.
Αφού ήξεραν με ποιον είχαν να κάνουν, άρχισε την απολογία του ο κατηγορούμενος. Άρχισε, τρόπος του λέγειν, δηλαδή. Δεν πρόλαβε παρά να προφέρει μόλις έξι λέξεις: -Η ουσία της υπόθεσης, κύριε πρόεδρε. Ήθελα να πω ο μαλάκας, μας εξηγούσε κάθε φορά, ότι η ουσία της υπόθεσης ήταν η αντίθεσή μου στη χούντα και οι ιδέες μου και τα άλλα ήταν προφάσεις για δίωξη ιδεών, τρομοκρατία, κλπ. Μια χαρά τα είχα ετοιμάσει όλα, αλλά ο βασιλικός επίτροπος είχε άλλη γνώμη. – Της υποθέσεως, κατηγορούμενε. Δε θα μας κουβαλάς εδώ την αργκό του Κάπα-Κάπα.Στακάτος και αυστηρός τόνος λοχαγού στο πεδίο της μάχης. Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά. – Η ουσία της υπόθεσης, επανέλαβε, πεισμωμένος κι ο Ν. Τι παραπάνω να του έκαναν; Φυλακή ήταν. – Της υποθέσεως, πετάχτηκε κατακόκκινος από θυμό ο επίτροπος. – Έτσι, λέμε στα ελληνικά. Κι έτρεμε το στρατιωτικό μουστάκι του. Άστραφτε το στρατιωτικό μάτι του. Σκότωνε άνθρωπο ο προτεταμένος στρατιωτικός δείκτης του. – Τα ελληνικά τα δικά σας προφανώς διαφέρουν από τα ελληνικά τα δικά μου, κύριε επίτροπε, απάντησε, δήθεν ατάραχος, και ως εκκολαπτόμενος γλωσσαμύντορας της μαλλιαρής, μεταξύ άλλων, ο Ν. Κάθε φορά που το επαναλάμβανε εμείς γελούσαμε με το ύφος του. Αλλά οι στρατοδίκες δε γέλασαν καθόλου. – Κάτσε κάτω κατηγορούμενε. Είσαι ασεβής και προπέτης. Δεν πρόσβαλλες μόνο τον αρχηγό της επαναστάσεως, προσβάλλεις και τον εκπρόσωπό του σ’ αυτό το δικαστήριο. Αυτά από τον πρόεδρο. Οι άλλοι ένστολοι στην έδρα κάτι φώναζαν, αλλά μη ακουόμενοι.Με αποτέλεσμα να επέλθει κάποια διατάραξις της τάξεως. Διότι, πετάχτηκαν και οι παλιοί χίτες. -Κάτσε κάτω κωλόπαιδο, βούλωσέ το. Κουμμούνι. Που ήρθες να μας κάνεις προπαγάνδα μέσα στο σπίτι μας. Επίσης, πετάχτηκαν και κάνα δυο δικηγόροι. Δικηγόροι! Για να δείξουν καλή διαγωγή μάλλον. -Μαζέψτε τον, κύριε πρόεδρε. Διαλύει την δικάσιμο!Ένας μάλιστα γραβατωμένος κινήθηκε προς το μέρος του Ν, αλλά τον σταμάτησε ένα φιλικά αυστηρό, ή αυστηρά φιλικό, βλέμμα του προέδρου.
Κάθισε λοιπόν εκών άκων κάτω ο κατηγορούμενος, υπό τα αγριεμένα βλέμματα των χωροφυλάκων φρουρών, για να εισπράξει στο τέλος της διαδικασίας, όταν ανακοινώθηκαν οι ποινές, τρία χρόνια φυλακή για την ασέβεια προς τον αρχηγό του έθνους, και προς τους εκπροσώπους του επί της αντιμετώπισης της κομμουνιστικής επιδημίας. Έξι μήνες και κάθε λέξη, δηλαδή. Καθόλου άσχημα. Κι όλοι οι άλλοι όμως μοιράστηκαν χριστιανικότατα τον άρτο και τα ψάρια τους. Μόνο ένας αθωώθηκε, που δεν ήταν καν προφυλακισμένος, και τον είχαν παραπέμψει για παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία, και απόπειρα δολοφονίας του γιου του. Αυτός στην απολογία του επικαλέστηκε το παρελθόν του στον ΕΔΕΣ του Ζέρβα και στον μετέπειτα αντικομμουνιστικό αγώνα. Αθώος!
Ως μαύρη κωμωδία είχε κάτι το συναρπαστικό. Είχε κατηγορούμενους γιατί έθιξαν, άγγιξαν, πρόσβαλαν τον αρχηγό, αλλά και τους εκπροσώπους του, εν μέσω μάχης για τη θεραπεία της πατρίδος. Κατήγορους έτοιμους να αγανακτήσουν και να κρεμάσουν από μια δική του λέξη, όποιον έβγαζε γλώσσα.Επιμονή όχι μόνο στο τι είπε ο κατηγορούμενος, αλλά και στο τι κουμάσι ήταν. Και αγανακτισμένους πολίτες, στυλοβάτες της εθνικής ομοφωνίας, χωρίς φίμωτρο, άρα με δυνατότητα να γαβγίζουν, να δαγκώνουν, και να ζητούν επί πίνακι την κεφαλή όποιου έλεγε κακές λέξεις.
Η τελευταία πράξη του δικαστικού δράματος διαμείφθηκε κατά τον Ν μέσα στην κλούβα, που τους πήγαινε όλους δεμένους, και τακτοποιημένους από φαΐ και ύπνο, για καιρό. Από δεκαοχτώ μήνες, οι πιο τυχεροί, μέχρι τρία χρόνια, οι πιο άτυχοι. Εκείνος με τ’ αρχίδια του Παττακού είχε εισπράξει δυόμιση χρονάκια, παρά λίγο τρία. Όσα του Παττακού. -Ρε φίλε…. κλαψούρισε φουρκισμένος ένας πρώην υπόδικος και ήδη κατάδικος, -…μας έκαψες. Τους τσάντισες και την πληρώσαμε όλοι μετά από σένα. Σ’ έβαλαν και πρώτο, γαμώ την ατυχία μας. Κι από τα πονεμένα βλέμματα που τον κάκιζαν ο Ν κατάλαβε ότι ήταν κι άλλοι που συμφωνούσαν με την κριτική του. Η συνταγή του ψόφιου κοριού είχε μεγάλη πέραση τότε, όχι μόνο στους πολλούς, που το είχαν συνετά βουλώσει, αλλά ακόμα και σε κείνους που σε μια στιγμή αφροσύνης, ή αλκοόλ, είχαν με μια ανοίκεια έκφραση πέσει στα νύχια της χούντας.
Αφού έπεσε η αυλαία, όταν γύρισαν στη φυλακή, πλησίασε τον Ν ένας ποινικός, παλιός αντιστασιακός, που βρέθηκε μέσα όταν πιάστηκε να καλλιεργεί κάνναβη, ως πιο αποδοτική από το καλαμπόκι. Είχε μάθει τα καθέκαστα και αποφάνθηκε με φιλοσοφικό ύφος. -Κρακ, κρακ, αλλά και κριτς, κριτς, αδελφέ μου. Ξυπνήστε!-Δηλαδή; -Δηλαδή, κατσαρίδες, αδελφέ μου. Να μη φοβάσαι μόνο το κρακ, κρακ, από τα δόντια των θηρίων, αλλά και το κριτς, κριτς, από τις κατσαρίδες που τα τριγυρίζουν. Τους τσάτσους, τους πουλημένους, τους χεσμένους, τους γλείφτες, και τους ρουφιάνους, που τρώνε κόσμο και κοσμάκη από μέσα. Χωρίς αυτούς τα θηρία θα πέθαιναν από την πείνα. Άκου με μένα.
Μ’ αυτό το φιλοσοφικό συμπέρασμα έκλεινε την αφήγησή του ο Ν, βάζοντας τόση υποκριτική τέχνη στο κριτς, κριτς, ώστε τα γέλια να ακούγονται μέχρι τους φρουρούς πάνω στον ψηλό τοίχο. Γελούσαμε με τις κατσαρίδες. Πού να ξέραμε….
ΤΕΛΟΣ
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Η παλιά αυτή ιστοριούλα του Ν, που αρνείται να αναφερθεί το όνομά του, αντιγράφηκε εδώ από μνήμης, ως υποπροϊόν της καραντίνας. Χωρίς καμιά πρόθεση να υπαινιχθεί αναλογίες με το σήμερα. Κάτι τέτοιο δε θα ήταν δυνατόν, εξάλλου, όσο κακόπιστος κι αν είναι κανείς, αφού σήμερα δεν υπάρχουν γνωμοδίκες, γλωσσοδιώκτες, αγανακτισμένοι, σωφρονισμένοι, ηλίθιοι, δαγκανιάρηδες, επί χρήμασι δίδοντες και εκδίδοντες, κατασκευαστές fake κινδύνων και επικινδύνων, κριτς- κριτς εν γένει. Οι απόψεις είναι ελεύθερες, εφόσον βεβαίως δεν υπονομεύουν την εθνική ομοψυχία. Και η ισότητα στη διακίνησή τους χαρακτηριστικό της σύγχρονης και συγχρονισμένης με τις ανάγκες δημοκρατίας μας. Ούτε θηρία, ούτε κατσαρίδες. Ούτε υποψία χουντικής λογικής. Ευτυχώς!