Υπάρχει ένα αδιαµφισβήτητο, ισχυρό στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζει τις εκλογές για την ανάδειξη προέδρου στον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ. Είναι αδιαµφισβήτητο γιατί είναι µετρήσιµο. Πρόκειται για τη συµµετοχή 150.000 µελών του κόµµατος που πήγαν στις κάλπες την προηγούµενη Κυριακή για να ψηφίσουν. Αυτό το αριθµητικό στοιχείο δεν παίρνει ερµηνείες και υποτίµηση. Οι ψήφοι είναι ισότιµες και δεν επιδέχονται διάκριση
και ποιοτικές αναλύσεις. ∆εν υπάρχει ψήφος βαρύτερη από άλλη, αριστερότερη ή πιο ντελικάτη. Αυτά τα θέµατα τα έχει λύσει η Γαλλική Επανάσταση και τα αποδέχεται η Αριστερά της δηµοκρατίας (µε ή χωρίς επανάσταση) σε όλο τον κόσµο.
Οι 150.000 άνθρωποι που ψήφισαν, από όποια αφετηρία κι αν ξεκίνησαν, κατέληξαν στο ίδιο πράγµα: θέλουν ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι ισχυρή πολιτική δύναµη και να µπορέσει να εκφράσει οργανωµένα την αντίδραση στην επέλαση του καθεστώτος Μητσοτάκη. Εχει σηµασία ότι η προσέλευση στις εσωκοµµατικές κάλπες µε τέτοια µαζικότητα έγινε µετά τη σκληρή ήττα αλλά και την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία. Το µήνυµα σαφές: Είµαστε εδώ, υπάρχει εναλλακτική λύση και ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να τη διαµορφώσει πολιτικά και να την εκφράσει ως κυβερνητική δύναµη. Οι 150.000 –ας µη γελιόµαστε– δεν κάθισαν στις ουρές γιατί δεν είχαν τι να κάνουν την Κυριακή ούτε για να δηλώσουν συµπάθεια σε ένα κόµµα που το φαντάζονται µικρό και αδύναµο, ένα πετραδάκι στο µάτι του συστήµατος.
Κατά µία έννοια, το ίδιο µήνυµα δίνει και η ένταση της αντιπαράθεσης πριν από την τελική µάχη. Τόση φασαρία δεν γίνεται για την ηγεσία ενός ΣΥΡΙΖΑ Μ-Λ ή Μ-Λ ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρητικά τουλάχιστον. Στην ουσία της αντιπαράθεσης τα πράγµατα είναι πιο σύνθετα. Η λέξη που κυριαρχεί ως ανησυχία είναι η «τοξικότητα». Το εσωκοµµατικό κλίµα χαρακτηρίζεται τοξικό και όλοι αναρωτιούνται κατά πόσο αυτό είναι συµβατό µε την Αριστερά. Ζητείται µάλιστα εναγωνίως η παρέµβαση του Αλέξη Τσίπρα, που οφείλει να καταδικάσει, όπως απαιτούν, την τοξικότητα. Την έκκληση αυτή µάλιστα κάνουν κατά κόρον όσοι του ζητούσαν στο παρελθόν να σωπάσει ενώ ταυτόχρονα σκορπούσαν την εχθρότητα και την αµφισβήτηση στην ηγεσία του, στο όνοµα πάντα του καλού σκοπού που αγιάζει τα µέσα τους. Κυρίως τον φραξιονισµό και το πριόνισµα.
Ας πάµε όµως στην ουσία. Η αντιπαράθεση (αρκετές φορές χαµηλού επιπέδου) τις τελευταίες µέρες πριν από τις εκλογές δεν είναι απόρροια κακού χαρακτήρα και προβληµατικών προσώπων στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι παθογένεια που ταλαιπωρεί την Αριστερά µε πρόσχηµα ιδανικά και ιδέες. Η ιστορία της Αριστεράς στην Ελλάδα δεν έχει µόνο µεγάλες στιγµές, αλλά και διασπάσεις, ιδιοτέλεια και µικρότητες. Ολα στο όνοµα του µεγάλου και του υψηλού.
Ας µη γελιόµαστε, η Αριστερά βρίσκεται για µία ακόµη φορά µπροστά στο εκτελεστικό απόσπασµα που στήνει η ίδια. Οποιος αντιµετωπίζει την πραγµατικότητα που διαµορφώνεται µε ευχολόγια ενότητας και πολύ περισσότερο µε τεχνητές συγκολλήσεις, χωρίς να αναλύει τι συµβαίνει, κοιτάει την άβυσσο ελπίζοντας ότι δεν θα τον καταπιεί.
Η δύναµη της Αριστεράς προφανώς βρίσκεται, όπως ορθά λέγεται, στις ιδέες της, αλλά αυτή η µονοµερής σύνδεση στο µυαλό µερικών αποτελεί και το προπατορικό της αµάρτηµα. Οι ιδέες δεν αποτελούν το άυλο τίποτε, αλλά την πνευµατική έκφραση της ύλης, της ζωής και των αντιθέσεών της.
Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισµού η Αριστερά σε όλο τον κόσµο (µαζί και αυτή που τον αντιστρατευόταν ως ανανεωτική ή ευρωαριστερά) βρέθηκε µετέωρη. Ενώ συνέχισε να υπερασπίζεται τις ιδέες της, στάθηκε αδύνατο να διατυπώσει προτάσεις για την οικονοµία και την πολιτική οι οποίες θα έδιναν πρακτική έκφραση σε αυτές τις ιδέες. Τόσο η Αριστερά όσο και η σοσιαλδηµοκρατία αναγκάστηκαν να ενσωµατώσουν όρους και πρακτικές από την πιο αδηφάγα έκφραση του καπιταλισµού, αποδίδοντάς τους συµπαθητική ουδετερότητα στην ερµηνεία. Η «αριστεία», η «τεχνοκρατία», η «πρόοδος» έγιναν αποδεκτοί γενικοί όροι από την Αριστερά, σαν να µην είχαν ταξικό περιεχόµενο. Στον αντίποδα της αδυναµίας της να πράξει µε βάση τη νέα πραγµατικότητα, να παραγάγει πολιτική, η Αριστερά ανέπτυξε θεωρίες και φιλοσοφίες. Σφιχταγκαλιάστηκε µε δικαιωµατικά κινήµατα εσωτερικής καύσης (κάποια από αυτά τα δηµιούργησε ο ίδιος ο καπιταλισµός) και κατέληξε πολλές φορές να είναι ο χωροφύλακας της πολιτικής ορθότητας που κατασκεύαζε ο κάθε «προβληµατισµένος». Οπως λέει και το τραγούδι, είναι πιο εύκολο να κλαις παρά να ζεις.
Το 2015 η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ έκανε την Αριστερά στην Ελλάδα κυβερνώσα. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας δέχτηκαν ανελέητο πόλεµο για να κλείσει τιµωρητικά και διά παντός η παρένθεση ΣΥΡΙΖΑ. Η απώλεια της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2019 και η µεγάλη του ήττα το 2023 δεν ήταν όµως αποτελέσµατα εξωγενών παραγόντων µόνο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε γιατί δεν µπόρεσε να αντεπεξέλθει στις προσµονές του κόσµου. Και δεν µπόρεσε γιατί δεν υπήρχε το πολιτικό προσωπικό που (θα) ήταν ικανό να δράσει, να σταθεί δίπλα στον κόσµο και να πείσει γι’ αυτό που θεωρούσε σωστό. Ακόµη και το «έργο ΣΥΡΙΖΑ» έγινε µια εσωτερική διαδικασία για την οποία δεν ενηµερώθηκε ποτέ η κοινωνία.
Και ενώ η διαλεκτική της Αριστεράς και του αριστερού απαιτεί όλα να αποδεικνύονται καθηµερινά στη ζωή και την κοινωνία, ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσε µε τη µεταφυσική αντίληψη της ιδεολογικής του ανωτερότητας. Κυβερνητικά στελέχη που δεν είχαν δοκιµαστεί ποτέ και σε τίποτε στη ζωή, illuminati της άρρωστης κοµµατικής καθηµερινότητας, µπουρδολόγοι της βαριάς ιδεολογίας και εκφραστές της απόλυτης ελαφρότητας στην πραγµατικότητα προτίµησαν να κάνουν αυτό που συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις: να θεωρητικολογούν. Οποιος δεν µπορούσε να πράξει παρίστανε τον µεγάλο διδάσκαλο της θεωρίας. Πολύ νωρίς η ανικανότητα παντρεύτηκε µε την ιδιοτέλεια. Βουλευτές εκπαιδεύτηκαν ότι για να βγαίνουν στα κανάλια δεν έπρεπε να εκφράζουν θέσεις ΣΥΡΙΖΑ αλλά συµπαθείς γενικότητες που θα τους επέτρεπαν να ξαναβγούν.
Οι παθογένειες, οι αστοχίες, η ανικανότητα δεν ήταν θέµα αριστερής ή λιγότερο αριστερής τοποθέτησης. Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήµατα κατά καιρούς ιδεολογικοποιούνταν για να καλυφθεί η ανεπάρκεια. Ούτε σε αυτήν τη φάση των εκλογών για πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ το θέµα είναι ιδεολογικό. Οι υποψήφιοι έχουν να διαχειριστούν το ίδιο κόµµα, µε ζητούµενο την επέκτασή του στην κοινωνία. Σε αυτό πάσχει ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι στην αναπαραγωγή τσιτάτων από τον Αλτουσέρ και τον Γκράµσι. Εκεί έξω υπάρχει πραγµατική ζωή και εκατοντάδες µέλη που περιµένουν να συζητηθεί σοβαρά ο τρόπος για να δράσουν. Οποιος επιµένει ότι στο κόµµα ή στους προβληµατισµούς πρέπει να µπουν πόρτα και face control έχει σοβαρό πρόβληµα κατανόησης των κοινωνικών όρων. Και µπορεί βέβαια να ανήκει σε κόµµα, αλλά θα είναι σαν τα πολλά που δηµιουργούνται µετά τις διασπάσεις και καταλήγουν στα µουσεία της πολιτικής ή στα κανάλια ως βολικοί κατήγοροι των πρώην συντρόφων τους.
Καλή ψήφο