Είναι γεγονός ότι τα μεγάλα δημόσια μουσεία χρειάζονται αποτελεσματικότερο τρόπο διοίκησης και μια συνολική ανανέωση που θα απελευθερώσει τις δυνατότητές τους. Οι ενστάσεις που προβάλλουμε οι εργαζόμενοι και οι πάσης ειδικότητας επιστήμονες που το στελεχώνουμε, προκύπτουν από τη διαπίστωση ότι οι διαρρυθμιστικές αλλαγές δεν προχωρούν με τον βέλτιστο και προβλεπόμενο τρόπο, δηλαδή εντός της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, του φορέα που τα δημιούργησε και τα ανανέωσε αναρίθμητες φορές στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Ας συμφωνήσουμε πως οι διαρθρωτικές κινήσεις είναι σημαντικό να προωθούν την υποδειγματική λειτουργία των μουσείων αντί να την υπομονεύουν. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο διαθέτει για παράδειγμα 64 αίθουσες με αρχαιότητες από όλες τις εποχές. Είναι ο πιο κεντρικός επιστημονικός αφηγητής της αρχαιότητας και του παρελθόντος της επικράτειας (και όχι μόνον). Ωστόσο, οι μισές αίθουσες του μουσείου παραμένουν κλειστές τους χειμερινούς μήνες. Αυτό συμβαίνει γιατί το Υπουργείο Πολιτισμού δεν διαθέτει στο εμβληματικό του μουσείο το απαραίτητο προσωπικό φύλαξης των αρχαιοτήτων. Αναρωτιέται μοιραία κανείς αν ευθύνεται το μοντέλο διοίκησης των μουσείων για αυτή την κατάσταση.
Τα τελευταία χρόνια το Εθνικό Αρχαιολογικό έχει επιδείξει έντονη εξωστρέφεια και έχει πραγματοποιήσει ένα άνοιγμα στην κοινωνία με δεκάδες δωρεάν εκπαιδευτικά προγράμματα κατ’ έτος, με ποικίλες αρχαιολογικές δράσεις και εκδηλώσεις για χιλιάδες παιδιά σχολικών ομάδων και κάθε είδους ομάδες κοινού όλων των ηλικιών. Από το 2009 που ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα επανέκθεσης έχει πραγματοποιήσει 15 μεγάλες περιοδικές εκθέσεις δικής του παραγωγής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει συμμετάσχει με δανεισμό αρχαιοτήτων σε πάνω από 100 εκθέσεις σε όλον τον κόσμο. Οι εκθέσεις όμως αποτελούν μόνον την κορυφή του παγόβουνου. Και αυτό γιατί το μουσείο στηρίζεται και σε «αθέατα» μουσεία, δηλαδή στις αποθήκες που φιλοξενούν εκατοντάδες χιλιάδες αρχαιότητες. Οι αποθήκες αυτές λειτουργούν ως χώρος επιστημονικής δράσης για ερευνητές των κλασικών σπουδών από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Υπολογίζεται πως έχουν εξυπηρετηθεί εντός του πάνω από 7.000 ερευνητικά προγράμματα στα 141 χρόνια της λειτουργίας του. Τέλος, το ερευνητικό έργο του επιστημονικού προσωπικού έχει παράξει εκατοντάδες τόμους δημοσιεύσεων και αναρίθμητα επιστημονικά άρθρα, αρχαιολογίας, συντήρησης και αρχαιομετρίας διαχρονικά.
Το νέο διοικητικό μοντέλο που προωθείται από το Υπουργείο Πολιτισμού επικαλείται την αναβάθμιση της έρευνας. Στην πραγματικότητα όμως την υποβιβάζει, όπως φαίνεται από τη συντήρηση των αρχαιοτήτων, η οποία είναι κεντρικός πυλώνας της έρευνας και για την οποία δεν προβλέπει ξεχωριστή Διεύθυνση. Με το νέο νομοσχέδιο στην κορυφαία βαθμίδα βρίσκεται ένα διοικητικό συμβούλιο το οποίο ορίζεται απευθείας από τον/την εκάστοτε Υπουργό. Γνωρίζουμε ότι θα στελεχώνεται από «προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους» στον πολιτισμό ή από προσωπικότητες με πλούσια κοινωνική προσφορά, χωρίς να προσδιορίζεται αν έχουν ποτέ εργαστεί, ή προσφέρει σε οποιοδήποτε είδους μουσείο. Κι έτσι προκύπτει το εύλογο ερώτημα, με ποια κριτήρια ένα σύνολο «προσωπικοτήτων» θα αποφασίζει για τη λειτουργία ενός τέτοιου μουσείου, με ποια προσόντα θα προσφέρει στην παγκόσμια κοινότητα την αφήγηση της αρχαίας Ελλάδας. Θα αντιλαμβάνονται τα μέλη τι σημαίνει συλλογή, συντήρηση, «εύθραυστο» και «αμετακίνητο»; Θα έχει τη δυνατότητα να χαράζει μακροπρόθεσμη μουσειακή πολιτική, όταν τα μέλη του θα εναλλάσσονται με πολιτική βούληση; Ένα μουσείο είναι φορέας επιστημονικής γνώσης, κι όχι ένα κυβερνητικό «κατάστημα». Ερωτήματα προκύπτουν και από τα σημεία του νομοσχεδίου που αναφέρονται σε παραρτήματα μουσείων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το πλαίσιο παραμένει νεφελώδες. Η χώρα διαθέτει ήδη πάνω από 200 αρχαιολογικά μουσεία σε κάθε σημείο της επικράτειας, ως εκ τούτου δεν υπάρχει καλός λόγος να ιδρυθούν και παραρτήματα των κεντρικών Μουσείων εντός της. Υπάρχει ο ορατός κίνδυνος να τεθεί ζήτημα μόνιμης εξαγωγής μεγάλων συλλογών αρχαιοτήτων σε χώρες του εξωτερικού, ή με άλλα λόγια, να εγκαινιαστεί μια επικίνδυνη πρακτική εξαγωγής ελληνικών μουσείων. Μια ιδέα που θα έπρεπε να μελετηθεί και να συζητηθεί σε βάθος χρόνου σοβαρά για τη σκοπιμότητά της και όχι να προβλέπεται σε ένα άρθρο νομοσχεδίου.
*Ο Κώστας Πασχαλίδης είναι αρχαιολόγος, επιμελητής αρχαιοτήτων της Προϊστορικής Συλλογής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ), μέλος του ΔΣ του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων