Αρνήθηκε ότι είναι έμπορος ναρκωτικών ο 32χρονος που προφυλακίστηκε σήμερα μαζί με την σύντροφό του, την 29χρονη που συμμετείχε στο ριάλιτι Power of Love, μετά την απολογία τους στην ανακρίτρια.
Οι δύο κατηγορούμενοι συνελήφθησαν σε σπίτι στη Νέα Σμύρνη, έχοντας στην κατοχή τους σχεδόν 8 κιλά κοκαΐνη. Ο προσωρινά κρατούμενος, τόνισε πως η 29χρονη δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση και πως ο ίδιος το μόνο που έκανε ήταν να μεταφέρει τα ναρκωτικά.
«Αν δεν βρισκόταν στο μικρό σπίτι μου δεν θα ήταν κατηγορούμενη. Αντιλαμβάνομαι ότι έπρεπε να μην δεχθώ να πάω να παραλάβω την κατασχεθείσα ποσότητα. Έκανα λάθος, το μετανιώνω ειλικρινά και γνωρίζω ότι θα υποστώ τις συνέπειες του νόμου. Δεν είμαι έμπορος ναρκωτικών. Εργάζομαι από 13 ετών και στη ζωή μου έχω αγωνιστεί με τιμιότητα και ιδρώτα για να επιβιώνω.
Αποδέχομαι ότι αποπειράθηκα να μεταφέρω την κατασχεθείσα ποσότητα από το σημείο που θα την παραλάμβανα στο σημείο που μου είχε υποδειχθεί. Όμως με κάθε ειλικρίνεια δηλώνω ότι η κατασχεθείσα ποσότητα δεν ήταν δική μου, δεν μου ανήκει, ακόμα δεν είχα εξουσία διαθέσεως της ούτε αποφάσιζα για την τύχη της. Δεν πρόλαβα να αποκτήσω κατοχή της της βαλίτσας. Προτού την ακουμπήσω με συνέλαβαν οι αστυνομικοί», είπε χαρακτηριστικά στην απολογία του.
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε πως είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών με χρόνιο εθισμό πράγμα που ζητά μάλιστα να διαπιστωθεί και μέσω εξέτασης από πραγματογνώμονα ώστε να διαπιστωθεί ο βαθμός εξάρτησης.
«Μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό στη μέση μου υποχρεώθηκα να σταματήσω το ποδόσφαιρο έως το 2011. Τότε ξεκίνησα να εργάζομαι ως μπάρμαν στην Αθήνα σε διάφορα νυχτερινά μαγαζιά και το καλοκαίρι στη Νάξο. Τότε ήταν που ξεκίνησα να κάνω χρήση κοκαΐνης. Όταν εργαζόμουν σε νυχτερινά καταστήματα με κερνούσαν κοκαΐνη. Δυστυχώς λόγω της καθημερινής χρήσης εθίστηκα και έκτοτε είμαι εξαρτημένος από την κοκαΐνη. Έχω κάνει χρήση και άλλων ναρκωτικών σε συνδυασμό με υπερκατανάλωση αλκοόλ».
Για τη γνωριμία του με την 29χρονη ο κατηγορούμενος περιέγραψε ότι γνωρίστηκαν το 2017 σε ένα μαγαζί όπου δούλευαν και οι δύο και όπως εξηγεί, εκείνη προσπάθησε να τον βοηθήσει να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά.
«Με την συγκατηγορούμενή μου γνωρίστηκα το 2017 σε νυχτερινό μαγαζί στο Γκάζι όπου εργαζόμουν ως μπάρμαν και εκείνη ως υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων. Εργαστήκαμε μαζί για κάποιο διάστημα και έπειτα συνάψαμε σχέση. Εγώ νιώθω ότι καταστρέφω τον εαυτό μου γιατί ξενυχτούσα κάθε μέρα και έκανα κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ. Της αποκάλυψα το πρόβλημα της εξάρτησης μου. Με προέτρεψε και με βοήθησε να διακόψω την νυχτερινή εργασία για να αλλάξω περιβάλλον και να κάνω προσπάθεια να κόψω τα ναρκωτικά. Σταματήσαμε και οι δύο την νυχτερινή εργασία.
Για κάποια διαστήματα κατάφερα να διακόψω τη χρήση αλλά δυστυχώς μετά υποτροπίαζα. Με την συγκατηγορούμενή μου τσακωνόμουν λόγω της χρήσης. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν συγκατοικούσαμε σταθερά, αλλά εκείνη έμεινε στους γονείς της και απλώς ερχόταν κάποια βράδια σπίτι μου. Της είχα υποσχεθεί ότι θα παρακολουθήσω πρόγραμμα απεξάρτησης και θεωρούσαμε ότι αν κάνουμε οικογένεια ο οργανισμός μου θα απορροφηθεί ψυχικά και πνευματικά και θα ξεφύγω οριστικά».
Ο ίδιος στο απολογητικό του υπόμνημα αναφέρει πως παρά της προσπάθειες της συντρόφου του και του ίδιου δεν κατάφερε να απεξαρτηθεί πλήρως, υποτροπίασε κατά τη διάρκεια της καραντίνας και βρέθηκε να χρωστάει 6.500 ευρώ στον προμηθευτή του που δεν μπορούσε να πληρώσει:
«Μετά τον Μάρτιο του 2020 κατά τη διάρκεια της καραντίνας συνάντησα έναν παλιό γνωστό μου. Με αυτόν είχαμε κάνει χρήση παλαιότερα. Είχε πάντα την κοκαΐνη πάνω του. Τον συνάντησα στην πλατεία Πλυτά όταν έβγαλα βόλτα το σκύλο μου. Τον θυμόμουν από παλιά. Πιάσαμε την κουβέντα και μου είπε ότι ακόμη έχει δυνατότητα να βρίσκει κοκαΐνη και μάλιστα με κέρασε. Κατέληξα μέσα και στην ψυχολογική απομόνωση της καραντίνας να υποτροπιάσω και να κάνω χρήση. Συνέχισα να προμηθεύομαι από αυτόν και έφτασα στο σημείο να του χρωστάω 6.500 ευρώ. Του είχα υποσχεθεί ότι θα τον αποπληρώσω στο τέλος του φετινού καλοκαιριού.
Εγώ γύρισα αλλά δεν είχα τα χρήματα και τότε ξεκίνησε να με απειλεί λέγοντας μου «ξέρω που μένεις, θα έχεις πρόβλημα κι εσύ και η φίλη σου». Τον ρώτησα «που είδες τη φίλη μου». Μου είπε ότι την είχε δει επειδή έβγαζε και αυτή βόλτα το σκύλο μου στην ίδια πλατεία. Το άτομο αυτό το ξέρω ως Βασίλη και είναι 40 ετών και πιο ψηλός από μένα. Στις 7 Σεπτεμβρίου 2021 ο Βασίλης ήρθε έξω απ’ το σπίτι μου και με περίμενε με δύο άτομα ακόμη που ήταν πάνω στη μηχανή με κράνη. Μου είπε ότι επειδή του χρωστούσα θα έπρεπε να κάνω κάτι για αυτόν για να μη με πειράξει.
Μου είπε ότι θα με στείλει να παραλάβω από κάπου μια τσάντα και να την παραδώσω κάπου αλλού. Δε μου είχε πει ότι θα περιείχε. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για ναρκωτικά αλλά δεν ήξερα το είδος και την ποσότητα. Μου είπε ότι θα έρθει να με βρει πάλι την Πέμπτη το μεσημέρι στην οδό Δικαιάρχου στο ύψος ενός καταστήματος με ψιλικά.
Πράγματι ήρθε την Πέμπτη και μου είπε να πάω στη Νέα Σμύρνη στη γωνία Εφέσου και Πολυκάρπου και ότι θα έρθει στις 3:30 ταξί station wagon. Στον οδηγό θα έλεγα ότι «έρχομαι από το Βασίλη» κι αυτός θα μου αφήσει μία τσάντα που εγώ θα πρέπει να την πάω πεζός στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής, στη γωνία με τον παντοπωλείο όπου θα έρθει να την παραλάβει ένα θαλασσί Toyota. Πράγματι πήγα πεζός στη διασταύρωση Εφέσου και Πολυκάρπου και μετά από λίγο εμφανίστηκε το ταξί το οποίο στάθμευσε στην απέναντι γωνία της διασταύρωσης. Μετά από 3 δευτερόλεπτα, από την ίδια φορά του δρόμου από την οποία είχε έρθει το ταξί, πέρασαν μπροστά μου δύο μηχανές τις οποίες πρόσεξα επίμονα καθώς περίμενα να προχωρήσουν προκειμένου να περάσω απέναντι με ασφάλεια. Στη μία επέβαιναν δύο άτομα και στην άλλη ένα. Είδα ότι είχαν και οι τρεις επιβαίνοντες κράνη και στη μηχανή με τα δύο άτομα είδα να κρέμεται και καλώδιο ακουστικού.
Περνάω τον δρόμο απέναντι, πηγαίνω στον οδηγό του ταξί και του λέω «έρχομαι από το Βασίλη» και εκείνη τη στιγμή εξέρχεται από το ταξί ένα άγνωστο άτομο και βγάζει ένα ταξιδιωτικό σάκο από το χώρο των αποσκευών του αυτοκινήτου και τον αφήνει στο πεζοδρόμιο. Την ίδια στιγμή εγώ ανήσυχος του είπα «είδες τις μηχανές που πέρασαν» και αυτός μου απάντησε «ναι τις είδα και πιο πριν, πάρτα και φύγε» και μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε βιαστικά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα ακουμπήσει την τσάντα. Σκέφτηκα τις μηχανές που πέρασαν με το ακουστικό, μπορεί να ήταν αστυνομικοί και δίστασα να πάρω την τσάντα αλλά ο οδηγός του ταξί την άφησε και έφυγε και φοβήθηκα να την αφήσω μη χαθεί και βρω τον μπελά μου από το Βασίλη και με κατηγορήσει ότι την έκλεψα.
Ενώ λοιπόν στεκόμουν δίπλα στο σάκο ακούω φρεναρίσματα, κοιτάω πίσω μου και βλέπω τις μηχανές να έχουν έρθει ανάποδα στο δρόμο προς τη μεριά μου. Ήταν αστυνομικοί, με έριξαν κάτω και με χτύπησαν. Δεν αντιστάθηκα καθόλου και τους φώναξα «είμαι κάτω ότι πείτε». Μου πέρασαν χειροπέδες και με ρωτούσαν «ποιος σε έστειλε; που θα τα πήγαινες αυτά; (Δεν με ρώτησαν ποιος μου έδωσε το σάκο, Γιατί πιθανόν γνώριζαν).
Αφού μου αφαιρέσουν τα προσωπικά μου αντικείμενα και μου φόρεσαν χειροπέδες τους είπα ότι επιθυμώ να συνεργαστώ και να τους πω ότι γνωρίζω. Τους αποκάλυψα το σημείο που θα παρέδιδα το σάκο και μου ζήτησαν να πάμε μαζί. Πήγαμε στην Αγία Φωτεινή αλλά δεν εμφανίστηκε κανείς γιατί προφανώς αντιλήφθηκαν ότι υπήρχαν κι άλλα άτομα και ότι δεν έφτασα εκεί πεζός».