Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση η σφαίρα διαπέρασε την καρδιά του και καρφώθηκε στον δέκατο θωρακικό σπόνδυλο.
Ο ίδιος είχε γράψει σε έκθεσή του στην Α’ λυκείου πως «κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τα στάδια της ζωής από την παιδική ηλικία μέχρι τα γηρατειά…». Λίγο καιρό μετά αυτές οι λέξεις έμελλε να αναιρεθούν με τον πιο βίαιο τρόπο.
Λίγο πριν τις εννέα το βράδυ εκείνου του βροχερού Σαββάτου, ο Αλέξανδρος έχοντας στην τσέπη του ένα δώρο που θα έδινε στο κορίτσι του, είχε βγει για τη γιορτή του φίλου του Νικόλα στα Εξάρχεια.
Την ίδια ώρα, ένα περιπολικό της ΕΛ.ΑΣ. λαµβάνει σήµα να µεταβεί στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας για µια τροχαία παράβαση.
«Αλεξάνδρας 72, ένα Nissan γκρι έχει σταθµεύσει πάνω στο πεζοδρόμιο και εμποδίζει τους πεζούς», ήταν το μήνυμα στον ασύρματο. Οι ειδικοί φρουροί Επ. Κορκονέας και Β. Σαραλιώτης μπαίνουν στο περιπολικό και ξεκινούν για το σημείο. Δεν θα φτάσουν όμως ποτέ.
Σταματούν στη συμβολή των οδών Μεσολογγίου και Τζαβέλλα και διαπληκτίζονται με την παρέα του Αλέξανδρου. Μπαίνουν στο περιπολικό και φεύγουν. Λίγα λεπτά αργότερα, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, επιστρέφουν με τα πόδια φωνάζοντας προς την παρέα των παιδιών «ελάτε εδώ ρε μουνιά να σας γαμήσουμε».
Ο Κορκονέας πυροβόλησε, ο Σαραλιώτης δεν τον απέτρεψε. Ο Αλέξανδρος άφησε την τελευταία του πνοή Μεσολογγίου και Τζαβέλλα. Αυτός ήταν ο τελευταίος σταθμός του Αλέξανδρου. Στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου διακομίστηκε, απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Δεκαπέντε χρονών. Χωρίς ακόμα να έχει προλάβει να ανακαλύψει τον κόσμο, πάνω στην ακμή της εφηβείας του, έκλεισε βίαια τα μάτια του ερχόμενος αντιμέτωπος με την υπέρμετρη υπεροψία και την εγκληματική αίσθηση παντοδυναμίας ενός αστυνομικού, που κάνοντας κατάχρηση εξουσίας, έβγαλε το όπλο του σημάδεψε ευθεία και πυροβόλησε ένα παιδί.
Ο Δεκέμβρης της οργής
Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, μετατράπηκε σε σύμβολο αγώνα και επανάστασης. Βύθισε στο πένθος μια ολόκληρη χώρα, ένα πένθος, όχι από αυτά που σε αγκυλώνουν αλλά από αυτά που σε εξοργίζουν.
Οι επόμενες ημέρες είχαν τη μυρωδιά της φωτιάς και των δακρυγόνων ήταν αλμυρές όπως τα δάκρυα και έβραζαν από θυμό.
Ο Κορκονέας εκείνη την έκτη Δεκέμβρη είχε πυροβολήσει μια ολόκληρη γενιά. Μια γενιά που έκανε τα πρώτα της βήματα και δεν φοβήθηκε. Μια γενιά που πρόταξε τα στήθη της και αντιστάθηκε. Μια γενιά που εξεγέρθηκε και μετά λοιδορήθηκε.
Από το ίδιο κιόλας βράδυ και για μέρες ολόκληρες το κέντρο της Αθήνας ήταν γεμάτο κόσμο. Κόσμο που έκλαιγε που φώναζε που απαιτούσε δικαιοσύνη. Ήταν λες και τα όνειρα και οι ανησυχίες των νέων που βρέθηκαν στον δρόμο, συγκεντρώθηκαν πάνω στο πρόσωπο του Αλέξανδρου και πυροβολήθηκαν.
Μία νεολαία που πίστεψε πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ήταν εκεί και ζητούσε επίμονα και επιτακτικά να πει την τελευταία λέξη.
Η δικαστική διαδικασία
Το 2010, συγκεκριμένα στις 20 Ιανουαρίου, ξεκίνησε σε πρώτο βαθμό η δίκη για τη δολοφονία του Αλέξανδρου στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Άμφισσας, το οποίο ύστερα από 84 συνεδριάσεις έκρινε τον Επ. Κορκονέα ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση με άμεσο δόλο, μετατρέποντας επί το αυστηρότερο το κατηγορητήριο που αρχικά έκανε λόγο για ενδεχόμενο δόλο. Ο Β. Σαραλιώτης κρίθηκε ένοχος για συμμετοχή και συνέργεια. Στους δράστες δεν αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό. Κατά την απολογία του, η οποία είχε προκαλέσει αναρίθμητες αντιδράσεις, ο Επ. Κορκονέας δεν δίστασε να παρομοιάσει τον εαυτό του με τον Αλέξανδρο λέγοντας ανερυθρίαστα πως «τα θύματα είμαστε εγώ κι αυτός. Το παιδί κι εγώ. Αυτό είναι νεκρό κι εγώ είμαι εδώ που είμαι».
Δεν ήταν λίγες οι φορές μάλιστα που ο ίδιος προσπάθησε να σκυλεύσει τον Αλέξανδρο παρουσιάζοντάς τον ως παραβατικό στοιχείο. Όσον αφορά τον λόγο που πυροβόλησε, είχε πει χαρακτηριστικά: «Αισθανόμουν ότι πήγαινα να κάνω το καθήκον μου. Ξαφνικά αισθάνθηκα εγκλωβισμένος, έβγαλα το πιστόλι και πυροβόλησα».
Ο Κορκονέας καταδικάστηκε σε ισόβια ενώ ο Σαραλιώτης σε ποινή φυλάκισης δέκα ετών. Ο δεύτερος αφέθηκε ελεύθερος τον Οκτώβριο του 2012 από τις φυλακές Κασσάνδρας ύστερα από 30 μήνες κράτησης, με απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας, παρά την αντίθετη γνώμη του εισαγγελέα, με τον όρο να παραμείνει στον νομό Δράμας από όπου και κατάγεται. Το 2019 κρίθηκε σε δεύτερο βαθμό αθώος λόγω αμφιβολιών.
Ο πρώτος, ο δράστης της δολοφονίας, κυκλοφορεί ελεύθερος από τις 30 Ιουλίου 2019 μετά τη σκανδαλώδη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας με την οποία έσπασε η ποινή των ισοβίων που του είχε επιβληθεί, αφού του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του σύννομου βίου. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο επέβαλε στον Κοροκονέα ποινή φυλάκισης 13 ετών, γεγονός που σηματοδότησε την άμεση αποφυλάκισή του καθώς είχε ήδη εκτίσει την ποινή.
Η απόφαση αυτή, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε το κοινό περί δικαίου αίσθημα, με τη δικηγόρο της οικογένειας του Αλέξανδρου Ζωή Κωνσταντοπούλου να κάνει λόγο για «προκλητική απόφαση που οπλίζει το χέρι του κάθε επόμενου Κορκονέα».
Δύο μήνες μετά ωστόσο η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου έκρινε ότι εσφαλμένα ερμηνεύτηκε ο νέος νόμος ως προς την αναγνώριση του επίμαχου ελαφρυντικού στο πρόσωπο του ειδικού φρουρού και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Πλιώτας προχώρησε στην άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας.
Τον Φεβρουάριο του 2021 το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Ανωτάτου Ποινικού Δικαστηρίου με βούλευμά του κατά πλειοψηφία (3-2) έκανε δεκτή την αναίρεση που είχε ασκήσει ο Βασίλης Πλιώτας. Ωστόσο λόγω της οριακής πλειοψηφίας, το ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για οριστική κρίση.