DBRS – Moody’s: Δεν ήρθε η «επενδυτική βαθμίδα» για την ελληνική οικονομία

DBRS – Moody’s: Δεν ήρθε η «επενδυτική βαθμίδα» για την ελληνική οικονομία

Διπλή επιβεβαίωση είχε το βράδυ το αξιόχρεο της χώρας μας, αν και η επενδυτική βαθμίδα που φαντάζονταν κάποιοι στο κυβερνητικό στρατόπεδο δεν ήρθε ποτέ.

Συγκεκριμένα, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s επιβεβαίωσε το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας στη βαθμίδα Ba3 με σταθερές προοπτικές.

Σε ανακοίνωσή του, ο οίκος αναφέρει ότι η επιβεβαίωση του ελληνικού αξιόχρεου στη βαθμίδα Ba3 με σταθερές προοπτικές εξισορροπεί τις βελτιώσεις στα βασικά πιστωτικά μεγέθη της Ελλάδας την τελευταία διετία με τις συνεχείς προκλήσεις εν μέσω ενός όλο και πιο δυσμενούς μακροοικονομικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη.

Ειδικότερα, σημειώνει ο Moody’s, οι ελληνικές Αρχές έχουν κάνει πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, η οποία τις απελευθερώνει για να χορηγούν δάνεια και να στηρίζουν την οικονομία.

Επιπλέον, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε γρήγορα από το οικονομικά σοκ λόγω της πανδημίας και οι προοπτικές είναι καλές για την αύξηση των επενδύσεων, υπό το φως των μεγάλων πόρων από την ΕΕ και των ξένων άμεσων επενδύσεων, που θα στηρίξουν την οικονομική ισχύ της Ελλάδας.

Ο Moody’s προβλέπει ότι το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας θα αυξηθεί 5,3% φέτος, με αιχμή τον πολύ ισχυρό τουρισμό, την εγχώρια κατανάλωση και επενδύσεις καθώς και τις βελτιωμένες εξαγωγές προϊόντων.

Για το 2023 προβλέπει μεγάλη επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 1,8% καθώς ο υψηλός πληθωρισμός θα εξασθενίσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις επενδύσεις.

Για τον πληθωρισμό, προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί κοντά στο 9% σε μέσα επίπεδα φέτος και περί το 4% το 2023.

Οίκος DBRS: Επιβεβαίωσε το υψηλό αξιόχρεο της Ελλάδας με σταθερή τάση

Λίγο νωρίτερα ο καναδικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS επιβεβαίωσε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒ (υψηλό) με σταθερή τάση.

Σε ανακοίνωσή του, ο καναδικός οίκος αναφέρει ότι η σταθερή τάση αντανακλά την άποψή του ότι η Ελλάδα παραμένει δεσμευμένη στη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της βιωσιμότητας του χρέους, παρά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Σύμφωνα με τον DBRS, η ισχυρή ανάκαμψη της δραστηριότητας στον τουρισμό, η οποία αναμένεται να ξεπεράσει τα επίπεδα του 2019 θα βοηθήσει την οικονομία φέτος, ωστόσο έχει αυξηθεί η οικονομική αβεβαιότητα λόγω των γεωπολιτικών γεγονότων.

Οι κύριοι κίνδυνοι για τις προοπτικές έχουν να κάνουν με τις αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις, τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και την ενδεχόμενη διακοπή της ροής του ρωσικού φυσικού αερίου.

Παρά τη φθίνουσα εξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει μέτρια έκθεση στις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας.

Ωστόσο, οι προσπάθειες διαφοροποίησης έχουν ενταθεί με την επέκταση των υφιστάμενων και την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και την έναρξη λειτουργίας ενός νέου αγωγού φυσικού αερίου.

Η σύσφιξη των νομισματικών πολιτικών αυξάνει την πίεση στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας, με τις αποδόσεις των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου να έχουν αυξηθεί πρόσφατα πάνω από 4% μετά την επίτευξη ιστορικά χαμηλών επιπέδων.

Κατά την άποψη του DBRS , το ευνοϊκό προφίλ χρέους της Ελλάδας, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμά της και η στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου σε μία κατάσταση διαταραχής της αγοράς, βοηθά στην εξισορρόπηση των κινδύνων.

Ο οίκος σημειώνει ότι πιθανότατα θα αναθεωρηθεί προς τα πάνω η θερινή πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας 4% το 2022 καθώς η ανάπτυξη ανήλθε στο 7,7% το πρώτο εξάμηνο του έτους.

Για τα δημόσια οικονομικά σημειώνει ότι αναμένεται μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος στο 2% του ΑΕΠ φέτος από 5% το 2021 και να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα από το 2023.

Το συνολικό κόστος των μέτρων στήριξης της κυβέρνησης, ώστε να αμβλυνθεί ο αντίκτυπος του αυξημένου ενεργειακού κόστους στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, εκτιμάται στο 3,8% του ΑΕΠ τον Σεπτέμβριο του 2022, με το άμεσο δημοσιονομικό κόστος στο 1,5% του ΑΕΠ καθώς ένα μέρος καλύπτεται από τα έσοδα από το Σύστημα Εμπορίου Εκπομπών Ρύπων.

Ετικέτες

Documento Newsletter