David Bowie: Ο άνθρωπος που σαν σήμερα πέρασε στο άπειρο

Το 2016 ήταν μια χρονιά που θα τη θυμόμαστε με κάπως “μαύρο” χιούμορ: Η χρονιά των πολλών θανάτων. Η χρονιά που ξεκίνησε, σαν σήμερα, με εκείνον του Ντέηβιντ Μπόουι (και του Ziggy Stardust, και του Thin White Duke, και του ανθρώπου του αστρικού και όλων αυτών των προσώπων και των ιδιοτήτων που εκείνη τη μέρα αποδόθηκαν εκεί που εξαρχής ανήκαν: στο άπειρο).

Νομίζω πως τα πρώτα πρώτα ονόματα που θα παίξουν στο μυαλό μας μόλις ακούσουμε να λένε “Ποιος είναι ο μεγαλύτερος ροκ σταρ;” θα είναι εκείνα του Μιγκ Τζάγκερ, ή του Τζίμι Χέντριξ, ή του Τζιμ Μόρισον σε έναν πιο ευρύ συνειρμό. Αλλά δε θα είναι του Ντέιβιντ του Θεού.

Όχι επειδή ο Μπόουι υπήρξε ποτέ χειρότερος ή πιο λίγος ή πιο πίσω από τους άλλους (αντιθέτως, ήταν εκείνος που καταλάβαινε μια εποχή πριν καν να μπούνε τα μπετά της). Το όνομα του Μπόουι δε θα μας έρθει πρώτο για τον ίδιο λόγο που όταν ερωτηθούμε για τον πιο σπουδαίο σκηνοθέτη θα σκεφτούμε -υποθέτω- τον Μπέργκμαν. Του Μπέργκμαν που ανήκει σε ένα κλαμπ “σπουδαίων”, ξέρετε, από εκείνους τους καλλιτέχνες που είναι αριστουργηματικοί και αψεγάδιαστοι. Όπως είναι ο Σαίξπηρ, όπως είναι ο Ντάντε. Από τους καλλιτέχνες που είναι με κάποιον τρόπο σχεδόν “θεϊκοί”, σα μορφές που κοιτάζουν από ψηλά προς τα κάτω.

David Bowie - Starman

Αλλά ο Μπόουι ο Θεός ήταν κάτι άλλο, μακριά από την σπουδαιότητα των σπουδαίων. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Ο Μπόουι πετάει γύρω τριγύρω σε όλον τον χώρο.

Είναι το μεγάλο ερωτηματικό πάνω από την απολυτότητα, την αρτιότητα της Τέχνης. Με τις νόρμες και με τις σταθερές και με τα αξιακά πλαίσια. Είναι το “και παρακάτω; Τι;”. Είναι η φοβερή και τρομερή πεποίθηση πως το παρελθόν ανήκει στο παρόν: Οι δημιουργίες του Μπόουι (η μουσική και οι περσόνες και οι εικόνες) είναι από τις πιο μεγάλες νίκες του παρόντος επί μίας σχεδόν μαυσωλιακής, αποστειρωμένης ωραιοποίησης των παλιών μοτίβων. Με σεβασμό. Με αγάπη. Με τρόπο. Με πονηρό χαμόγελο.

Και στο κάτω-κάτω, οι αισθήσεις, αν κάτι ξέρουν να κάνουν, είναι να γίνονται αυτό που μας αφήνουν στο τέλος της ημέρας: Εμένα ο Thin White Duke μου αφήνει την εικόνα ενός πονηρού χαμόγελου. Αυτός ο απίθανος, ο μοναδικός. Που κυλάει πάνω από μία κάποια νόρμα, μέχρι να την αποδομήσει, μετά πάει σε μία άλλη, σε μία ακόμα.

Ο Μπόουι δεν είναι το πρώτο όνομα που θα μας έρθει στο μυαλό για τον ίδιο λόγο που δεν ακούμε το υποσυνείδητό μας. Για τον ίδιο λόγο που απαντάμε γρήγορα στα ερωτήματα. Ο Μπόουι έχτισε τη φαντασία μας, χωρίς να μας αναγκάζει να υιοθετήσουμε την δική του. Περνούσε από κόσμους σε κόσμους, σα να είναι κάποιος Πήτερ Παν σε κάποια Χώρα του Ποτέ κι εσύ αν ήθελες ακολουθούσες. 

Το 2016, λοιπόν, ξεκίνησε με μια απώλεια που χτυπάει στα στομάχια και συνέχισε με μερικές ακόμα τέτοιες (όπως εκείνη του Άλαν Ρίκμαν). Αλλά η πρώτη κι η πιο μυστηριακή κι η πιο «ανεξήγητη» ήταν εκείνη του Ντέηβιντ Μπόουι. Του ανθρώπου που στον τελευταίο του δίσκο, παρουσίαζε τον θάνατο σα να είναι ξεκλείδωμα μιας πόρτας και έπειτα μίας άλλης, μέχρι να περάσεις σε όλες τις διαστάσεις. Του ανθρώπου που υπήρξε το διαβολικό χαμόγελο στα χείλη του θεού.

Ετικέτες