Η νέα μίνι σειρά που πραγματεύεται τη σύγκρουση μιας διμοιρίας των ΜΑΤ με στελέχη της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων είναι πολύ παραπάνω από μια εξάωρη παρακολούθηση περιστατικών βίας.
Ολα ξεκινάνε απ’ το πρελούδιο και τίποτε δεν σταματάει εκεί. Κι όταν το πρελούδιο –μέσα μάλιστα από μια απίθανη λιτότητα που επιτρέπει απλώς στην προσωπικότητα να λάμψει– είναι μακράν το ιδιοφυέστερο που έχεις δει εδώ και κάμποσα χρόνια, ένα πρελούδιο που δεν προοιωνίζεται τίποτε, ένα πρελούδιο που αντιλαμβάνεσαι, παλιά καραβάνα τη ςκι ν η το γ ρα φ ο μανίας καθώς είσαι, ότι είναι εσκεμμένα( πώς αλλιώς;) απέριττο, σκηνοθετικά τάχατες φτωχό, κάτι σαν κακή ερασιτεχνική λήψη, ακριβώς επειδή η ιδιοφυΐα λάμπει και δεν χρειάζονται λαμπιόνια και ψιμύθια· ναι, όταν το πρελούδιο είναι τέτοιο αφήνεις το κρασί στην άκρη, ετοιμάζεις δυνατό καφέ και μένεις καθηλωμένος, έμπλεος ενθουσιασμού και αγαλλίασης, όλη τη νύχτα και βλέπεις και τα έξι επεισόδια της σειράς.
Η οποία σειρά τιτλοφορείται «Antidisturbios», πάει να πει ΜΑΤ, την υπογράφει το δημιουργικό δίδυμο Ροδρίγο Σορογκόγεν (Rodrigo Sorogoyen, 1981) και Ισαμπέλ Πένια (Isabel Peña, 1983), έχει ένα σωρό αρετές, ελάχιστα έως καθόλου ψεγάδια και μ’ έκανε να στέλνω νοερά αλλεπάλληλα «εύγε» στους συντελεστές.
Το όμορφο που στραφταλίζει
Η πλοκή, όπως συμβαίνει με πολλά σπουδαία έργα, είναι το πρόσχημα – προκειμένου να πεις πετυχημένα κάτι, πες κάτι άλλο: χρησιμοποιείς φερειπείν τη φόρμα του νουάρ και θίγεις κοινωνικά ζητήματα· παίζεις με την ποπ και περνάς ιδέες που προκαλούν εκρήξεις στο κρανίο· κάνεις (όπως εδώ) μια σειρά τίγκα στα άρβυλα, τα κλομπ, στις φλέβες που τινάζονται στον λαιμό όταν ο ματατζής ωρύεται και τις συσπάσεις του προσώπου όταν ο διεφθαρμένος μπάτσος στριμώχνεται, αλλά ο βαθύτερος σκοπός σου (όπως επέμενε ο μέγιστος Μπόρχες για τον Δάντη και τη Βεατρίκη) είναι να εκθειάσεις το ψυχονοητικό κάλλος που απλώνεται στο σωματικό και τούμπαλιν· να αντιπαραβάλεις στο άμορφο της εποχής των κατακερματισμών το όμορφο που στραφταλίζει όταν ανταλλάσσει χειραψίες (και όχι μόνο) η διάνοια με την τόλμη, όταν ο παλλόμενος νους συνδυάζεται με την αποφασιστικότητα, όταν η επιμονή στο ένστικτο οδηγεί στη στρατηγική επεξεργασία αυτής της επιμονής.
Στα έξι επεισόδια της σειράς, που διαδραματίζεται στη σημερινή Μαδρίτη, παρακολουθούμε πώς συγκρούονται τα μέλη μιας διμοιρίας των ΜΑΤ με στελέχη της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων αλλά και μεταξύ τους, ύστερα από μια βίαιη έξωση που οδήγησε στον θάνατο ενός Σενεγαλέζου μετανάστατη. Μπλέκονται με αριστοτεχνική σεναριακή μαεστρία υψηλόβαθμοι αστυνομικοί, κατασκευαστικές εταιρείες, πολιτικές προσωπικότητες, καθόσον business as usual και «είναι πολλά τα λεφτά, Αρη» κι ακόμη σκοτεινοί πρώην μεγαλομπάτσοι που έχουν γίνει με το πολυαζημίωτο fixers και regulators, αφηνιασμένοι χουλιγκάνοι και όλα τα σχετικά πασίγνωστα συστατικά των λεγόμενων αστυνομικών μυθιστορημάτων, ταινιών και σειρών που δεν παύουν να μας γοητεύουν.
Ποια είναι, μολαταύτα, η ουσία, το ζουμί, η ψίχα της ψυχής; Οπως ο Ρέιμοντ Τσάντλερ επιθυμούσε να επαναφέρει τσαλακωμένα αλλά αγέρωχα κάποια ιδανικά της ιπποσύνης σε έναν κυνικό κόσμο, έτσι και οι Σορογκόγεν και Πένια επιθυμούν να επαναφέρουν δυναμικά και δραστικά και μ’ ένα τσαχπίνικο ιρίδισμα της σκηνοθετικής ματιάς, θα έλεγα, την ερωτική (ακόμη και αισθησιακή) διάσταση της ευαίσθητης ιδιοφυΐας και της ιδιοφυούς ευαισθησίας σε μια συγκυρία όπου δεν συζητάμε για ευαισθησία πια και όπου πυκνώνουν οι στερούμενες νοημοσύνης συζητήσεις περί τεχνητής νοημοσύνης.
Μια εκτενής ερωτική επιστολή
Γι’ αυτό και ενθουσιάστηκα όταν τα χαράματα πια και έχοντας καταβροχθίσει τα έξι επεισόδια των «Antidisturbios» –μάλιστα έχοντας επαναλάβει ορισμένες σκηνές τρεις και τέσσερις φορές– αισθάνθηκα πόσο ιδιοφυές είναι να παριστάνεις ότι μιλάς για μια εξαμελή διμοιρία των ΜΑΤ, κάποια ανθυπογρανάζια στον κρατικό μηχανισμό, ορισμένα ασήμαντα πιόνια στη σκακιέρα της ίντριγκας, της διαφθοράς και της κερδοσκοπίας, ενώ η ουσία, το ζουμί, η ψίχα της ψυχής είναι ότι απευθύνεις μια εκτενή ερωτική επιστολή σε όλους όσοι καταπιάνονται με την επαναφορά των κελευσμάτων ενός ρομαντικού αλλά εμπράγματου ρομαντισμού, ενός μεσοεπιθετικού ανοίγματος στο μύχιο κάλλος, σε ένα κάλλος νέου τύπου, που δεν έχει να κάνει με σιλικόνες και κοιλιακά μωσαϊκά και φρικαλέα αστραφτερές οδοντοστοιχίες, αλλά με βλέμματα που ξέρουν να εισδύουν στο είναι του άλλου, με μια χορογραφία νευμάτων, με το λίκνισμα μιας γάμπας ή ένα μόλις αισθητό ανασήκωμα των ώμων που γίνονται σινιάλα και προτροπές για το πέρασμα σε μια άλλη διάσταση, μακριά από αυτήν ενός άπληστου και συνάμα έντρομου και περιδεούς εγωκεντρισμού στην οποία ζούμε.
Είναι πράγματι αγαλλίαση να αντιλαμβάνεσαι ότι μια εξάωρη σειρά βίας και μηχανορραφιών είναι στο μεδούλι της μια ανθοδέσμη που προσφέρουμε, μαζί με τους δημιουργούς της, στις τρεις ενσαρκώσεις της ευαίσθητης ιδιοφυΐας και της ιδιοφυούς ευαισθησίας που λάμπουν και λάμνουν στη λίμνη των κινούμενων εικόνων και του θεάτρου: στη Βίκυ Λουένγκο (Vicky Luengo, 7 Απριλίου 1990), τη Λιβ Λίζα Φράις (Liv Lisa Fries 31 Οκτωβρίου 1990) και τη Σοφία Κόκκαλη (1988).
Οι τρεις αυτές συνομήλικες ηθοποιοί, «εγγόνες» της διάνοιας που άκουγε στο όνομα Χέντι Λαμάρ και «ανιψιές» της υπερευφυούς Ούμα Θέρμαν, κομίζουν την τόσο ευπρόσδεκτη αγγελία ότι η ντελικάτη χάρη μπορεί κάλλιστα να είναι φορέας του Καλού, πολέμιος του Κακού, άγγελος επιτέλους χαρμόσυνων ειδήσεων κι ένα ωραιότατο ηδύτατο κέντρισμα να είμαστε πιο ανοιχτοί, πιο ευπροσήγοροι, πιο δοτικοί.