Τα συστήματα του σκληρού ανταγωνισμού της αγοράς διαιωνίζουν την εξουσία τους περιβάλλοντάς την πάντα με την αχλή κάποιου μύθου. Εκεί βρίσκεται το ασαφές όριο μεταξύ αυτών που ενδύονται τον μύθο και αυτών που τον κοιτούν με δέος.
«Ασαφές» γιατί ο μύθος δεν πρέπει να φαντάζει ως περίκλειστο κάστρο αλλά ως ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα προσπέλασης, που υπό προϋποθέσεις και με τα κατάλληλα εφόδια μπορεί να ανοίξει και για τους εκτός των τειχών.
Τον μύθο θρέφει τ’ όνειρο. Το American dream εξέθρεψε πολλές γενιές μεταναστών που εποίκισαν τον νέο κόσμο εξανδραποδίζοντας τον παλιό.
Σήμερα, και παρά τις θεωρίες για οριστική έκπτωση του ονείρου, ο αμερικανικός αετός –αν και ξεπουπουλιασμένος– εξακολουθεί να συμβολίζει την ισχύ της μητρόπολης του capital. Σαφώς τα αντανακλαστικά επιβίωσης του συστήματος επιβάλλουν όσο ξεφτίζουν οι μύθοι τόσο να χαλαρώνουν οι περιορισμοί πραγμάτωσης του ονείρου.
Ετσι, της επιλογής και όχι της εκλογής του Τζορτζ (το μεσαίο του W) Μπους, που κατέδειξε ότι ακόμη κι ένας ηλίθιος μπορεί να γίνει πρόεδρος, είχε προηγηθεί η ταινία «Να είσαι εκεί, κύριε Τσανς» (1979) του Χαλ Ασμπι με τον Πίτερ Σέλερς.
Ο Ασμπι χρησιμοποιεί τον Τσανς, έναν αφελή κηπουρό που γνωρίζει τον κόσμο μόνο μέσα από την τηλεόραση, για να γελοιοποιήσει την αφρόκρεμα των ΗΠΑ (επιχειρηματίες, συμβούλους, ακόμη και τον πρόεδρο).
Ολοι τους συμμετέχουν σ’ ένα καθημερινό θέατρο με αποτέλεσμα να αδυνατούν να προσέξουν τα προφανή όταν γνωρίζουν τον αφελή μέχρι βλακείας Τσανς, βέβαιοι ότι είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που δείχνει. Μέσα από μια σειρά τραγελαφικών γεγονότων και αφού το σύστημα έχει αποδεχτεί τον ειλικρινή κώδικα (της προφανούς βλακείας) του κηπουρού ως συνθήκη εξέλιξης για την επιβίωσή του, ο Τσανς βρίσκεται μόλις ένα βήμα προτού γίνει ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Επίσης, η ταινία «Φόρεστ Γκαμπ» του Ρόμπερτ Ζεμέκις με πρωταγωνιστή τον Τομ Χανκς (1994) είχε προηγηθεί της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στο αξίωμα του προέδρου.
Η ταινία αφηγείται τη ζωή ενός – εξαιρετικά χαμηλής νοημοσύνης– ανθρώπου και παράλληλα την ιστορία των τελευταίων τριάντα ετών της Αμερικής.
Στο ταξίδι της ζωής του ο Γκαμπ συνάντησε σημαντικές προσωπικότητες, επηρέασε τη λαϊκή κουλτούρα της χώρας του και έζησε από κοντά αξιοσημείωτα ιστορικά γεγονότα, που όμως δεν τα αντιλήφθηκε ποτέ.
Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος καταφέρνει (με εφόδιο τη βλακεία του) να γίνει ήρωας στο Βιετνάμ, πρωταθλητής του μπέιζμπολ, πρωταθλητής του πινγκ πονγκ και πολυεκατομμυριούχος. Γιατί όχι και πρόεδρος;
Στην ταινία «Ο θείος μου από την Αμερική» (1980) ο Αλέν Ρενέ συνδυάζει αριστοτεχνικά τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ και ακούμε τον καθηγητή Λαμπορί (που κάνει πειράματα σε ποντίκια για να μελετήσει τη συμπεριφορά των θηλαστικών) να διαπιστώνει: «Είμαστε οι άλλοι… Ακόμη κι όταν είμαστε στη μήτρα, το υλικό που μας πλάθει μπορεί να καθορίσει τη συμπεριφορά μας πάνω στις σημαντικές στιγμές της ζωής».
Υπάρχει όντως βούληση στις πράξεις μας;
Το DNA τα έχει προβλέψει όλα και απλώς εμείς είμαστε εκτελεστές με αυταπάτες;
Η απάντηση δεν βρίσκεται στο ατομικό αλλά στο κοινωνικό γονιδίωμα. Το σύστημα αναπαράγεται με πρωταγωνιστές-ανδρείκελα που μπαινοβγαίνουν στον μύθο και μεταλλάσσουν το κοινωνικό DNA, ενώ οι χορηγοί-ψηφοφόροι φροντίζουν να ονειρεύονται όρθιοι και να νομιμοποιούν τον μεσαίωνα.
Τέλος, στην ανατρεπτική (για την εποχή της) θεατρική παράσταση «Βρίζοντας το κοινό» (1966) ο Πέτερ Χάντκε μας προτρέπει «να ξανασκεφτούμε την καθημερινή μας συμπεριφορά, να αναρωτηθούμε πάνω στις κοινές μας συμβάσεις, στις οποίες άλλωστε στηρίζεται η ίδια η συνύπαρξή μας».
Γι’ αυτό σας λέω, μην πυροβολείτε τον Μπέο, αλλά εκείνα τα μπεεε που τον επέλεξαν (δις) για το υψηλότερο αξίωμα της πόλης τους, γιατί όπως έλεγε και ο συγγραφέας Καρλ Κράους:
«Το μυστικό του δημαγωγού [και του διεφθαρμένου, συμπληρώνω] είναι να φαίνεται τόσο ηλίθιος ώστε οι ακροατές του να νομίζουν ότι είναι τόσο έξυπνοι όσο εκείνος».
Ο Θύμιος Γεωργόπουλος είναι οικονομολόγος