Βουτιές στην παλιά Θεσσαλονίκη

Βουτιές στην παλιά Θεσσαλονίκη

Αν έχεις ξεμείνει κατακαλόκαιρο στην πόλη και βλέπεις τις ηλεκτρονικές σου οθόνες να πλημμυρίζουν από αλατισμένα μαλλιά και μαυρισμένα κορμιά, ονειρεμένες ακρογιαλιές και μαγευτικά ηλιοβασιλέματα ενώ τελειώνει ο Ιούλιος και εσύ δεν έχεις σηκώσει ακόμη κεφάλι από τη δουλειά ή ξέρεις πως όλα αυτά είναι και φέτος είδη πολυτελείας για την τσέπη σου και σε ζώνουν τα φίδια, ένα δίκιο (μεγάλο) το ’χεις.

Γιατί πώς να το κάνουμε; Το καλοκαίρι ήταν, είναι και θα είναι η εποχή που όλοι δικαιούνται μια ολιγοήμερη διαφυγή από τις σκοτούρες της καθημερινότητας ή έστω ημερήσια σκασιαρχεία για χαλάρωση και παιχνίδι, ουζάκια και χταποδάκια σε καρό τραπεζομάντιλα, περιπάτους ήσυχους πλάι στο κύμα και προπαντός κολύμπι στη θάλασσα. Τα θαλάσσια μπάνια εκτός από την απόλυτη δροσερή απόλαυση τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες και τις θαυματουργές ιδιότητες που έχει για το σώμα το θαλασσινό νερό έχουν πολλαπλά οφέλη και για την ψυχική μας υγεία.

Η καλοκαιρινή αναψυχή του φτωχόκοσμου

Οι άνθρωποι το γνώριζαν αυτό ανέκαθεν και το διεκδικούσαν ως αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα· αυτό διαπιστώνεις αν ανατρέξεις στις πηγές. Στη Θεσσαλονίκη οι ημερήσιες εξορμήσεις στις κοντινές ακτές ήταν καθημερινή καλοκαιρινή συνήθεια των κατοίκων της από τα τέλη του 19ου αιώνα. Πεισμένοι οι πιο πολλοί ότι τα θαλάσσια μπάνια και η παράκτια αναψυχή είναι φάρμακο και όχι είδος πολυτελείας ‒συχνά δημοσιεύονταν άρθρα στις εφημερίδες για το πώς πραγματικά ωφελούν‒ υπήρχε λαϊκή απαίτηση είτε για φτηνό εισιτήριο στα μέσα συγκοινωνίας προς παραθαλάσσιους προορισμούς είτε για οικονομική είσοδο σε μέρη με λουτρικές εγκαταστάσεις, όπως πληροφορούμαστε από την εργασία της αρχιτέκτονα Σωτηρίας Αλεξιάδου με τίτλο «Η αναψυχή στην παράκτια ζώνη της Θεσσαλονίκης κατά τον μεσοπόλεμο» (8ος τόμος της Επιστημονικής Επετηρίδας του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης). Η συγγραφέας μάλιστα συμπληρώνει χαρακτηριστικό απόσπασμα σχετικού κατηγορηματικού κειμένου στην εφημερίδα «Μακεδονία», γραμμένο ακριβώς έναν αιώνα πριν, στις 23 Ιουλίου 1918: «Είνε πολύς ο φτωχόκοσμος, ο υποχρεωμένος κατά ιατρική συμβουλήν, να κάμη τα λουτρά του, δεν επιτρέπεται δε ν’ αφήσωμεν να τον γδαίρουν οι κύριοι αυτοί».

Για να απολαύσουν λοιπόν μια χαλαρωτική παραθαλάσσια βόλτα οι Θεσσαλονικείς μετακινούνταν είτε δυτικά του λιμανιού είτε ανατολικά του Λευκού Πύργου όπου σταδιακά κατασκευάζονταν λουτρικές εγκαταστάσεις με εξέδρες και αποδυτήρια και έκαναν τακτικά τα θαλάσσια μπάνια τους τον προηγούμενο αιώνα. Δυτικά πήγαιναν με το τραμ ή μέσω θαλάσσης στον Κήπο των Πριγκίπων, όπως μετονομάστηκε το 1912 το Μπεχ Τσινάρ, το μεγαλύτερο πάρκο της πόλης που λειτουργούσε από το 1867 με οργανωμένη πλαζ στην ακρογιαλιά του και έζησε μεγάλες δόξες ως δημοφιλής τόπος αναψυχής μέχρι το 1938 όταν πια παύει να υπάρχει εξαιτίας της επέκτασης του λιμανιού αλλά και για λόγους υγειονομικής ασφάλειας των λουομένων καθώς επιδεινώθηκε η ποιότητα του νερού από τα λύματα των σφαγείων και τη βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής. Ηδη όμως οι Θεσσαλονικείς είχαν στραφεί τα καλοκαίρια προς τις απέναντι ακτές του Θερμαϊκού, ανατολικά στο Καραμπουρνάκι, στην Αρετσού, την Περαία, στον Μπαξέ Τσιφλίκ (Νέοι Επιβάτες λέγεται σήμερα) και στην Αγία Τριάδα όπου μετέβαιναν αρχικά με ψαρόβαρκες από την ξύλινη αποβάθρα του Λευκού Πύργου και στη συνέχεια με τα καραβάκια της γραμμής.

Εκτός από τις ελεύθερες και τις οργανωμένες πλαζ, στις περιοχές ανατολικά του Λευκού Πύργου, σύμφωνα με τη μελέτη της κ. Αλεξιάδου, σημειώνονται σε χάρτη του 1899 έντεκα ιδιωτικές παραλίες με εξέδρες και λουτρώνες ‒καμπίνες με αποδυτήρια και κατακόρυφες σκάλες προς τη θάλασσα‒ μπροστά στις παραθαλάσσιες επαύλεις των Εξοχών ενώ στην περιοχή εντοπίζονται και δύο εξέδρες οργανωμένων λουτρικών εγκαταστάσεων με κιόσκια που όριζαν τους χώρους για τα μπάνια των αντρών και των γυναικών, μιας και τα ήθη της εποχής απαγόρευαν τα «μπαιν μιξτ», τα κοινά θαλάσσια λουτρά των δύο φύλων. Γι’ αυτό τον λόγο μάλιστα, τα πρώτα χρόνια στις οργανωμένες εγκαταστάσεις υπήρχε ειδικός φύλακας που συλλάμβανε όποιον προσπαθούσε να παραβιάσει τα σύνορα των αντρικών και γυναικείων λουτρώνων.

Οι αποχετεύσεις μολύνουν τα νερά

Από το 1920 και μετά λειτουργούσαν ιδιωτικές επιχειρήσεις με εισιτήριο και χρεώσεις για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν όπως θαλάσσια θερμά λουτρά, ιαματικά λουτρά, λουτρά καθαριότητας, υδροθεραπευτήρια, ενώ υπήρχε διαχωρισμός στις ώρες λειτουργίας τους ανάλογα με το φύλο. Από την άλλη, σε οργανωμένες πλαζ, όπως η Μιραμάρ στο Ρέμα Κωνσταντινίδη, η παλαιότερη του είδους της στην πόλη, οι θαμώνες έπρεπε να πληρώσουν και είσοδο χωρίς να γίνεται ξεκάθαρο τι εγκαταστάσεις πρόσφερε. Από το 1931 όμως εκεί επιτρεπόταν το «μπαιν μιξτ», κάτι που αποτελούσε καινοτομία για τα οργανωμένα λουτρά της πόλης. Από το 1932 στις ελεύθερες πλαζ από τον Λευκό Πύργο μέχρι το Καραμπουρνού το όριο ανάμεσα σε γυναικείους και ανδρικούς λουτήρες είχε πλέον αρθεί. Παράλληλα, άρθρα στις εφημερίδες της εποχής πληροφορούσαν πως το νερό ήταν μολυσμένο, κυρίως λόγω των αποχετεύσεων που κατέληγαν στη θάλασσα, αλλά οι Θεσσαλονικείς που επιζητούσαν ένα μπάνιο σε κοντινή ακτή δεν σταμάτησαν να κολυμπούν στην περιοχή μέχρι το 1960 που ξεκίνησε η επιχωμάτωση και η κατασκευή της Νέας Παραλίας.

Ανάμεσα στα φημισμένα σημεία για μπάνιο στη θάλασσα εντός πόλης ήταν το Τάμαριξ στο τέρμα της 25ης Μαρτίου και η Αρετσού, ένας από τους παραθαλάσσιους προσφυγικούς οικισμούς που δημιουργήθηκαν μετά το 1922 ανατολικά στην παράκτια ζώνη της Καλαμαριάς. Στους προσφυγικούς οικισμούς παρατηρήθηκε σε πολλές περιπτώσεις η συνύπαρξη προσφύγων με παραθεριστές, αναφέρει στην επιστημονική εργασία της η κ. Αλεξιάδου, ενώ εξαιτίας της αναψυχής αναδείχτηκαν πρωτίστως η παραθαλάσσια περιοχή της Καλαμαριάς και η ανατολική ζώνη από την Περαία μέχρι το Μεγάλο Καραμπουρνού (Αγγελοχώρι) και τους οικισμούς της Νέας Μηχανιώνας και της Επανομής και δευτερευόντως οι οικισμοί της Νέας Καλλικράτειας και της Χαλκιδικής.

«Πάμε τσάρκα πέρα στο Καραμπουρνάκι»

Σε φωτογραφίες της εποχής διακρίνονται στην Αρετσού της Καλαμαριάς ξύλινα παραπήγματα, απομεινάρια από τους συμμάχους που τα εγκατέστησαν για να χρησιμοποιηθούν ως χώροι αποβίβασης και απολύμανσης των προσφύγων, γι’ αυτό και το σημείο είναι γνωστό μέχρι σήμερα ως Απολυμαντήρια. Η Αρετσού έχει θέα προς τον Ολυμπο, μήκος ακτής περίπου δύο χλμ. και απόσταση πέντε ναυτικά μίλια από τη Θεσσαλονίκη. Δρόμοι δεν υπήρχαν, ούτε και για την απέναντι πλευρά, Περαία, Μπαξέ και Αγία Τριάδα, και οι λουόμενοι την προσέγγιζαν μέσω θαλάσσης, αρχικά με ψαρόβαρκες στη συνέχεια με βαποράκια και από τη δεκαετία του ’30 με σύγχρονα επιβατικά που εκτελούσαν διαδρομές και τον χειμώνα. Αυτή ήταν η χρυσή εποχή της θαλάσσιας συγκοινωνίας στον Θερμαϊκό κόλπο που διακόπηκε στη γερμανική κατοχή, συνεχίστηκε μετά τον πόλεμο ενώ τα γραφικά καραβάκια πηγαινοέρχονταν από τον Λευκό Πύργο στις ακτές του Θερμαϊκού έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’60.

Η ιστορία αυτών των καραβιών, που ύστερα από τεσσερισήμισι δεκαετίες σχεδίων, μελετών και υποσχέσεων, επιτέλους συνδέουν από πέρυσι την πόλη της Θεσσαλονίκης με τις ακτές του Θερμαϊκού κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ξεκινά από τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το πρώτο βαποράκι έπλευσε από το Μπεχ Τσινάρ με προορισμό το Καραμπουρνάκι το 1907 και είχε το όνομα «Κασσάνδρα» ενώ έκανε ενδιάμεσες στάσεις στην πλατεία Ελευθερίας, στον Λευκό Πύργο και στο Φάληρο στη συνοικία των Εξοχών. Η αύξηση των επιβατικών αυτοκινήτων και η λεωφορειακή γραμμή που εγκαινιάστηκε γύρω στο 1965 οδήγησαν σταδιακά στην απόσυρση και του τελευταίου πλοίου, της «Θεσσαλονίκης ΙΙ», από τον Θερμαϊκό κόλπο το 1971.

Η φήμη της Αρετσούς, φημισμένου τόπου αναψυχής και παραθέρισης των Θεσσαλονικέων ήδη από την εποχή του μεσοπολέμου και πλαζ του ΕΟΤ από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 με ασφαλτοστρωμένους δρόμους και τακτική συγκοινωνία που τη συνέδεε οδικώς με το κέντρο της πόλης, δεν βλάφτηκε διόλου από τη διακοπή της θαλάσσιας σύνδεσης και μάλιστα διατήρησε τον χαρακτήρα του πιο πολυσύχναστου θερινού προορισμού των Θεσσαλονικέων μέχρι το 1977 που έκλεισε και άρχισε σταδιακά η παρακμή της. Τη δεκαετία του ’80 μπήκε η σφραγίδα της ολοκληρωτικής εγκατάλειψης της άλλοτε πρωτοκλασάτης πλαζ. Στην ακτή της θα συναντήσεις πάντα χειμερινούς κολυμβητές, ενώ τα καλοκαίρια κάποιοι γενναίοι βουτούν ακόμη στα νερά της. Στο αναψυκτήριο βρίσκεται μια ανυπόγραφη πινακίδα που προειδοποιεί ότι απαγορεύεται το κολύμπι. Κάποιοι διαφωνούν. Τους βλέπεις να κολυμπούν και είσαι σίγουρος ότι το βράδυ στο σινεμά (λειτουργεί ακόμη ο δημοτικός θερινός κινηματογράφος Αύρα) θα παίξει σε πρώτη προβολή το φιλμ «Η κυρία και ο ναύτης» της Λίνα Βερτμίλερ. Πίσω ολοταχώς στη δεκαετία του ’70!

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Αρχείο του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης

Documento Newsletter